1 Job continuó pronunciando su discurso y dijo: | 1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπε? |
2 ¡Vive Dios, que justicia me rehúsa, por Sadday, que me ha amargado el alma, | 2 Ζη ο Θεος, ο αποβαλων την κρισιν μου, και ο Παντοδυναμος, ο πικρανας την ψυχην μου, |
3 mientras siga en mí todo mi espíritu y el aliento de Dios en mis narices, | 3 οτι παντα τον χρονον ενοσω η πνοη μου ειναι εν εμοι και το πνευμα του Θεου εις τους μυκτηρας μου, |
4 no dirán mis labios falsedad, ni mi lengua proferirá mentira! | 4 τα χειλη μου δεν θελουσι λαλησει αδικιαν και η γλωσσα μου δεν θελει μελετησει δολον. |
5 Lejos de mí daros la razón: hasta mi último suspiro mantendré mi inocencia. | 5 Μη γενοιτο εις εμε να σας δικαιωσω? εως να εκπνευσω, δεν θελω απομακρυνει την ακεραιοτητα μου απ' εμου. |
6 Me he aferrado a mi justicia, y no la soltaré, mi corazón no se avergüenza de mis días. | 6 Θελω κρατει την δικαιοσυνην μου και δεν θελω αφησει αυτην? η καρδια μου δεν θελει με ελεγξει ενοσω ζω. |
7 ¡Tenga la suerte del malvado mi enemigo, la del injusto mi adversario! | 7 Ο εχθρος μου να ηναι ως ο ασεβης και ο ανισταμενος κατ' εμου ως ο παρανομος. |
8 Pues ¿cuál es la esperanza del impío cuando suplica, cuando hacia Dios eleva su alma? | 8 Διοτι τις η ελπις του υποκριτου, αν και επλεονεκτησεν, οταν ο Θεος αποσπα την ψυχην αυτου; |
9 ¿Acaso Dios escucha su gemido, cuando viene sobre él una calamidad? | 9 Αρα γε θελει ακουσει ο Θεος την κραυγην αυτου, οταν επελθη επ' αυτον συμφορα; |
10 ¿Tenía él sus delicias en Sadday? ¿invocaba a Dios en todo instante? | 10 Θελει ευφραινεσθαι εις τον Παντοδυναμον; θελει επικαλεισθαι τον Θεον εν παντι καιρω; |
11 Yo os muestro el proceder de Dios, sin ocultar los secretos de Sadday. | 11 θελω σας διδαξει τι ειναι εν τη χειρι του Θεου? ο, τι ειναι παρα τω Παντοδυναμω, δεν θελω κρυψει αυτο. |
12 Y si todos vosotros ya lo habéis comprobado, ¿para qué esos vanos discursos al vacío? | 12 Ιδου, σεις παντες ειδετε? δια τι λοιπον εισθε ολως τοσον ματαιοι; |
13 Esta es la suerte que al malvado Dios reserva, la herencia que reciben de Sadday los violentos. | 13 Τουτο ειναι παρα Θεου η μερις του ασεβους ανθρωπου, και η κληρονομια των δυναστων, την οποιαν θελουσι λαβει παρα του Παντοδυναμου. |
14 Aunque sean muchos sus hijos, son para la espada, y sus vástagos no tendrán pan con que saciarse. | 14 Εαν οι υιοι αυτου πολλαπλασιασθωσιν, ειναι δια την ρομφαιαν? και οι εκγονοι αυτου δεν θελουσι χορτασθη αρτον. |
15 Los que queden serán sepultados por la Peste, y sus viudas no los llorarán. | 15 Οι εναπολειφθεντες αυτου θελουσι ταφη εν θανατω? και αι χηραι αυτου δεν θελουσι κλαυσει. |
16 Si acumula la plata como polvo, si amontona vestidos como fango, | 16 Και αν επισωρευση αργυριον ως το χωμα και ετοιμαση ιματια ως τον πηλον? |
17 ¡que amontone!: un justo se vestirá con ellos, un inocente heredará la plata. | 17 δυναται μεν να ετοιμαση, πλην ο δικαιος θελει ενδυθη αυτα? και ο αθωος θελει διαμοιρασθη το αργυριον. |
18 Se edificó una casa de araña, como garita que un guarda construye. | 18 Οικοδομει τον οικον αυτου ως το σαρακιον, και ως καλυβην, την οποιαν καμνει ο αγροφυλαξ. |
19 Rico se acuesta, mas por última vez; cuando abre los ojos, ya no es nada. | 19 Πλαγιαζει πλουσιος, πλην δεν θελει συναχθη? ανοιγει τους οφθαλμους αυτου και δεν υπαρχει. |
20 En pleno día le asaltan los terrores, de noche un torbellino le arrebata. | 20 Τρομοι συλλαμβανουσιν αυτον ως υδατα, ανεμοστροβιλος αρπαζει αυτον την νυκτα. |
21 El solano se lo lleva, y desaparece, le arranca del lugar de su mansión. | 21 Σηκονει αυτον ανατολικος ανεμος, και υπαγει? και αποσπα αυτον απο του τοπου αυτου. |
22 Sin compasión por blanco se le toma, trata de huir de la mano que le hiere. | 22 Διοτι ο Θεος θελει ριψει κατ' αυτου συμφορας και δεν θελει φεισθη? απο της χειρος αυτου σπευδει να φυγη. |
23 Bátense palmas a su ruina, doquiera se encuentre se le silba. | 23 Θελουσι κροτησει τας χειρας αυτων επ' αυτον, και θελουσι συριξει αυτον απο του τοπου αυτων. |