Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Jesaja 26


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 An jenem Tag singt man in Juda dieses Lied: Wir haben eine befestigte Stadt,
zu unserem Schutz baute der Herr Mauern und Wälle.
1 Εν εκεινη τη ημερα το ασμα τουτο θελει ψαλη εν γη Ιουδα Εχομεν πολιν οχυραν? σωτηριαν θελει βαλει ο Θεος αντι τειχων και προτειχισματων.
2 Öffnet die Tore,
damit ein gerechtes Volk durch sie einzieht,
ein Volk, das dem Herrn die Treue bewahrt.
2 Ανοιξατε τας πυλας και θελει εισελθει το δικαιον εθνος το φυλαττον την αληθειαν.
3 Sein Sinn ist fest;
du schenkst ihm Ruhe und Frieden;
denn es verlässt sich auf dich.
3 Θελεις φυλαξει εν τελεια ειρηνη το πνευμα το επι σε επιστηριζομενον, διοτι επι σε θαρρει.
4 Verlasst euch stets auf den Herrn;
denn der Herr ist ein ewiger Fels.
4 Θαρρειτε επι τον Κυριον παντοτε? διοτι εν Κυριω τω Θεω ειναι αιωνιος δυναμις.
5 Er hat die Bewohner des hohen Berges hinabgestürzt,
die hoch aufragende Stadt; er hat sie zu Boden geworfen,
in den Staub hat er sie gestoßen.
5 Διοτι ταπεινονει τους κατοικουντας εν υψηλοις? κρημνιζει την υψηλην πολιν? κρημνιζει αυτην εως εδαφους? καταβαλλει αυτην εως χωματος.
6 Sie wird zermalmt von den Füßen der Armen,
unter den Tritten der Schwachen.
6 Ο πους θελει καταπατησει αυτην, οι ποδες του πτωχου, τα βηματα του ενδεους.
7 Der Weg des Gerechten ist gerade,
du ebnest dem Gerechten die Bahn.
7 Η οδος του δικαιου ειναι η ευθυτης? συ, ευθυτατε, σταθμιζεις την οδον του δικαιου.
8 Herr, auf das Kommen deines Gerichts
vertrauen wir. Deinen Namen anzurufen und an dich zu denken
ist unser Verlangen.
8 Ναι, εν τη οδω, των κρισεων σου, Κυριε, σε περιεμειναμεν? ο ποθος της ψυχης ημων ειναι εις το ονομα σου και εις την ενθυμησιν σου.
9 Meine Seele sehnt sich nach dir in der Nacht,
auch mein Geist ist voll Sehnsucht nach dir. Denn dein Gericht ist ein Licht für die Welt,
die Bewohner der Erde lernen deine Gerechtigkeit kennen.
9 Με την ψυχην μου σε εποθησα την νυκτα? ναι, με το πνευμα μου εντος μου σε εξεζητησα το πρωι? διοτι οταν αι κρισεις σου ηναι εν τη γη, οι κατοικοι του κοσμου θελουσι μαθει δικαιοσυνην.
10 Aber der Frevler lernt nie, was gerecht ist,
auch wenn du ihm Gnade erweist. Selbst im Land der Gerechtigkeit tut er noch Unrecht,
doch er wird den erhabenen Glanz des Herrn nicht erblicken.
10 Και αν ελεηθη ο ασεβης, δεν θελει μαθει δικαιοσυνην? εν τη γη της ευθυτητος θελει πραξει αδικως και δεν θελει εμβλεψει εις την μεγαλειοτητα του Κυριου.
11 Herr, deine Hand ist erhoben,
doch deine Gegner sehen es nicht; aber sie werden es sehen
und sie werden beschämt sein von deiner leidenschaftlichen Liebe zu deinem Volk;
ja, Feuer wird sie verzehren.
11 Η χειρ σου, Κυριε, υψουται, αλλ' αυτοι δεν θελουσιν ιδει? θελουσιν ομως ιδει και καταισχυνθη? ο ζηλος ο υπερ του λαου σου, μαλιστα το πυρ το κατα των εχθρων σου θελει καταφαγει αυτους.
12 Herr, du wirst uns Frieden schenken;
denn auch alles, was wir bisher erreichten, hast du für uns getan.
12 Κυριε, ειρηνην θελεις δωσει εις ημας? διοτι συ εκαμες και παντα ημων τα εργα δια ημας.
13 Herr, unser Gott, es beherrschten uns andere Herren als du,
doch nur deinen Namen werden wir rühmen.
13 Κυριε ο Θεος ημων, αλλοι κυριοι, πλην σου, εξουσιασαν εφ' ημας? αλλα τωρα δια σου μονον θελομεν αναφερει το ονομα σου.
14 Die Toten werden nicht leben,
die Verstorbenen stehen nie wieder auf; denn du hast sie bestraft und vernichtet,
jede Erinnerung an sie hast du getilgt.
14 Απεθανον, δεν θελουσιν αναζησει? ετελευτησαν, δεν θελουσιν αναστηθη? δια τουτο επεσκεφθης και εξωλοθρευσας αυτους και εξηλειψας παν το μνημοσυνον αυτων.
15 Du hast dein Volk vermehrt, o Herr,
du hast es vermehrt; du hast deine Herrlichkeit erwiesen,
auf allen Seiten hast du die Grenzen des Landes erweitert.
15 Επληθυνας το εθνος, Κυριε, επληθυνας το εθνος? εδοξασθης? εμακρυνας αυτο εις παντα τα εσχατα της γης.
16 Herr, in der Not suchten wir dich;
wir schrien in unserer Qual, als du uns straftest.
16 Κυριε, εν τη θλιψει προσετρεξαν προς σε? εξεχεαν στεναγμον, οτε η παιδεια σου ητο επ' αυτους.
17 Wie eine schwangere Frau,
die nahe daran ist, ihr Kind zu gebären, die sich in ihren Wehen windet und schreit,
so waren wir, Herr, in deinen Augen.
17 Ως εγκυος γυνη, οταν πλησιαση εις την γενναν, κοιλοπονει, φωναζουσα εν τοις πονοις αυτης, ουτως εγειναμεν ενωπιον σου, Κυριε.
18 Wir waren schwanger und lagen in Wehen;
doch als wir gebaren, war es ein Wind. Wir brachten dem Land keine Rettung,
kein Erdenbewohner wurde geboren.
18 Συνελαβομεν, εκοιλοπονησαμεν, πλην ως να εγεννησαμεν ανεμον? ουδεμιαν ελευθερωσιν κατωρθωσαμεν εν τη γη? ουδε επεσαν οι κατοικοι του κοσμου.
19 Deine Toten werden leben,
die Leichen stehen wieder auf;
wer in der Erde liegt, wird erwachen und jubeln. Denn der Tau, den du sendest,
ist ein Tau des Lichts;
die Erde gibt die Toten heraus.
19 Οι νεκροι σου θελουσι ζησει, μετα του νεκρου σωματος μου θελουσιν αναστηθη? εξεγερθητε και ψαλλετε, σεις οι κατοικουντες εν τω χωματι? διοτι η δροσος σου ειναι ως η δροσος των χορτων, και η γη θελει εκριψει τους νεκρους.
20 Auf, mein Volk, geh in deine Kammern
und verschließ die Tür hinter dir! Verbirg dich für kurze Zeit,
bis der Zorn vergangen ist.
20 Ελθε, λαε μου, εισελθε εις τα ταμεια σου και κλεισον τας θυρας σου οπισω σου? κρυφθητι δια ολιγον καιρον, εωσου παρελθη η οργη.
21 Denn der Herr verlässt den Ort, wo er ist,
um die Erdenbewohner für ihre Schuld zu bestrafen. Dann deckt die Erde das Blut, das sie trank, wieder auf
und verbirgt die Ermordeten nicht mehr in sich.
21 Διοτι, ιδου, ο Κυριος εξερχεται απο του τοπου αυτου δια να παιδευση τους κατοικους της γης ενεκεν της ανομιας αυτων? η δε γη θελει ανακαλυψει τα αιματα αυτης και δεν θελει σκεπασει πλεον τους πεφονευμενους αυτης.