Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Ijob 32


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Nun hörten jene drei Männer auf, Ijob zu entgegnen, weil er gerecht war in seinen Augen.1 Επαυσαν δε και οι τρεις ουτοι ανθρωποι αποκρινομενοι προς τον Ιωβ, διοτι ητο δικαιος εις τους οφθαλμους αυτου.
2 Da entbrannte der Zorn Elihus, des Sohnes Barachels, des Busiters aus dem Geschlecht Ram. Gegen Ijob entbrannte sein Zorn, weil er sich vor Gott für gerecht hielt.2 Τοτε εξηφθη ο θυμος του Ελιου, υιου του Βαραχιηλ του Βουζιτου, εκ της συγγενειας του Αραμ? κατα του Ιωβ εξηφθη ο θυμος αυτου, διοτι εδικαιονεν εαυτον μαλλον παρα τον Θεον.
3 Auch gegen seine drei Freunde entbrannte sein Zorn, weil sie keine Antwort mehr fanden, um Ijob schuldig zu sprechen.3 Και κατα των τριων αυτου φιλων εξηφθη ο θυμος αυτου, διοτι δεν ευρηκαν αποκρισιν και κατεδικασαν τον Ιωβ.
4 Elihu aber hatte Ijob gegenüber mit Worten gezögert, weil jene älter waren als er.4 Ο δε Ελιου περιεμενε να λαληση προς τον Ιωβ, διοτι εκεινοι ησαν γεροντοτεροι αυτου.
5 Doch als Elihu sah, dass die drei Männer keine Antwort mehr wussten, entbrannte sein Zorn.5 Οτε δε ο Ελιου ειδεν, οτι δεν ητο αποκρισις εν τω στοματι των τριων ανδρων, εξηφθη ο θυμος αυτου.
6 Da ergriff Elihu, der Sohn Barachels, der Busiter, das Wort und sprach: Noch bin ich jung an Jahren,
doch ihr seid hochbetagt;
deshalb hielt ich mich zurück und scheute mich,
euch mein Wissen zu beweisen.
6 και απεκριθη ο Ελιου ο υιος του Βαραχιηλ του Βουζιτου και ειπεν? Εγω ειμαι νεος την ηλικιαν, και σεις γεροντες? δια τουτο εφοβηθην και συνεσταλην να σας φανερωσω την γνωμην μου.
7 Ich dachte: Mag erst das Alter reden,
der Jahre Fülle Weisheit künden.
7 Εγω ειπα, Αι ημεραι ας λαλησωσι και το πληθος των ετων ας διδαξη, σοφιαν.
8 Jedoch, es ist der Geist im Menschen,
des Allmächtigen Hauch, der ihn verständig macht.
8 Βεβαιως ειναι πνευμα εν τω ανθρωπω η εμπνευσις ομως του Παντοδυναμου συνετιζει αυτον.
9 Die alt an Jahren sind, nicht immer sind sie weise
noch Greise stets des Rechten kundig.
9 Οι μεγαλητεροι δεν ειναι παντοτε σοφοι? ουτε οι γεροντες νοουσι κρισιν.
10 Darum sage ich: Hört mich an!
Beweisen will auch ich mein Wissen.
10 Δια τουτο ειπα, Ακουσατε μου? θελω φανερωσει και εγω την γνωμην μου.
11 Seht, gewartet habe ich auf eure Worte,
gelauscht auf eure klugen Sprüche,
bis ihr die rechten Worte fändet.
11 Ιδου, επροσμενα τους λογους σας? ηκροασθην τα επιχειρηματα σας, εωσου εξετασητε τους λογους.
12 Ich bin euch aufmerksam gefolgt,
doch seht, keiner hat Ijob widerlegt,
keiner von euch ihm zu entgegnen vermocht.
12 Και σας παρετηρουν, και ιδου, ουδεις εξ υμων ηδυνηθη να καταπειση τον Ιωβ, αποκρινομενος εις τους λογους αυτου?
13 Sagt nicht: Wir haben die Weisheit gefunden:
Gott wird ihn verstoßen, nicht ein Mensch.
13 δια να μη ειπητε, Ημεις ευρηκαμεν σοφιαν. Ο Θεος θελει καταβαλει αυτον, ουχι ανθρωπος.
14 Nicht gegen mich richten sich seine Reden,
nicht mit euren Worten werd ich ihm entgegnen.
14 Εκεινος δε δεν διηυθυνε λογους προς εμε? και δεν θελω αποκριθη προς αυτον κατα τας ομιλιας σας.
15 Besiegt sind sie, geben keine Antwort mehr,
die Worte sind ihnen ausgegangen.
15 Εκεινοι ετρομαξαν, δεν απεκριθησαν πλεον? εχασαν τους λογους αυτων.
16 Soll ich nun warten, wenn sie nicht reden,
wenn sie dastehen, nichts mehr zu sagen wissen?
16 Και περιεμενον, επειδη δεν ελαλουν? αλλ' ισταντο? δεν απεκρινοντο πλεον.
17 So will auch ich nun meinen Teil erwidern,
beweisen will auch ich mein Wissen.
17 Ας αποκριθω και εγω το μερος μου? ας φανερωσω και εγω την γνωμην μου.
18 Denn angefüllt bin ich mit Worten,
mich drängt der Geist in meiner Brust.
18 Διοτι ειμαι πληρης λογων? το πνευμα εντος μου με αναγκαζει.
19 Mein Inneres ist wie Wein, der keine Luft hat,
wie neue Schläuche muss es bersten.
19 Ιδου, η κοιλια μου ειναι ως οινος οστις δεν ηνοιχθη? ειναι ετοιμη να σπαση, ως ασκοι γλευκους.
20 Reden will ich, dann wird mir leichter,
ich öffne meine Lippen und entgegne.
20 Θελω λαλησει δια να αναπνευσω? θελω ανοιξει τα χειλη μου και αποκριθη.
21 Ich ergreife für niemand Partei
und sage keinem Schmeichelworte.
21 Μη γενοιτο να γεινω προσωποληπτης, μηδε να κολακευσω ανθρωπον.
22 Denn ich versteh mich nicht aufs Schmeicheln,
sonst raffte mich mein Schöpfer bald hinweg.
22 Διοτι δεν εξευρω να κολακευω? ο Ποιητης μου ηθελε με αναρπασει ευθυς.