Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 16


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 E il Signore disse a Samuele: "Fino a quando piangerai su Saul, mentre io l'ho rigettato perché non regni su Israele? Riempi di olio il tuo corno e parti. Ti ordino di andare da Iesse il Betlemmita, perché tra i suoi figli mi sono scelto un re".1 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Εως ποτε συ πενθεις δια τον Σαουλ, επειδη εγω απεδοκιμασα αυτον απο του να βασιλευη επι τον Ισραηλ; γεμισον το κερας σου ελαιον και υπαγε? εγω σε αποστελλω προς τον Ιεσσαι τον Βηθλεεμιτην? διοτι προεβλεψα εις εμαυτον βασιλεα μεταξυ των υιων αυτου.
2 Samuele rispose: "Come posso andare? Saul lo verrà a sapere e mi ucciderà". Il Signore soggiunse: "Prenderai con te una giovenca e dirai: Sono venuto per sacrificare al Signore.2 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Πως να υπαγω; διοτι θελει ακουσει τουτο ο Σαουλ και θελει με θανατωσει. Και ειπεν ο Κυριος, Λαβε μετα σου δαμαλιν και ειπε, Ηλθον να θυσιασω προς τον Κυριον.
3 Inviterai quindi Iesse al sacrificio. Allora io ti indicherò quello che dovrai fare e tu ungerai colui che io ti dirò".3 Και καλεσον τον Ιεσσαι εις την θυσιαν, και εγω θελω φανερωσει προς σε τι θελεις καμει και θελεις χρισει εις εμε οντινα σοι ειπω.
4 Samuele fece quello che il Signore gli aveva comandato e venne a Betlemme; gli anziani della città gli vennero incontro trepidanti e gli chiesero: "È di buon augurio la tua venuta?".4 Και εκαμεν ο Σαμουηλ εκεινο το οποιον ειπεν ο Κυριος, και ηλθεν εις Βηθλεεμ. Ετρομαξαν δε οι πρεσβυτεροι της πολεως εις την συναντησιν αυτου και ειπον, Εν ειρηνη ερχεσαι;
5 Rispose: "È di buon augurio. Sono venuto per sacrificare al Signore. Provvedete a purificarvi, poi venite con me al sacrificio". Fece purificare anche Iesse e i suoi figli e li invitò al sacrificio.5 Ο δε ειπεν, Εν ειρηνη? ερχομαι δια να θυσιασω προς τον Κυριον? αγιασθητε και ελθετε μετ' εμου εις την θυσιαν. Και ηγιασε τον Ιεσσαι και τους υιους αυτου και εκαλεσεν αυτους εις την θυσιαν.
6 Quando furono entrati, egli osservò Eliab e chiese: "È forse davanti al Signore il suo consacrato?".6 Και ενω εισηρχοντο, ιδων τον Ελιαβ, ειπε, Βεβαιως εμπροσθεν του Κυριου ειναι ο κεχρισμενος αυτου.
7 Il Signore rispose a Samuele: "Non guardare al suo aspetto né all'imponenza della sua statura. Io l'ho scartato, perché io non guardo ciò che guarda l'uomo. L'uomo guarda l'apparenza, il Signore guarda il cuore".7 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Μη επιβλεψης εις την οψιν αυτου η εις το υψος του αναστηματος αυτου, επειδη απεδοκιμασα αυτον? διοτι δεν βλεπει ο Κυριος καθως βλεπει ο ανθρωπος? διοτι ο ανθρωπος βλεπει το φαινομενον, ο δε Κυριος βλεπει την καρδιαν.
8 Iesse fece allora venire Abìnadab e lo presentò a Samuele, ma questi disse: "Nemmeno su costui cade la scelta del Signore".8 Τοτε εκαλεσεν ο Ιεσσαι τον Αβιναδαβ και διεβιβασεν αυτον ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν, ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.
9 Iesse fece passare Samma e quegli disse: "Nemmeno su costui cade la scelta del Signore".9 Τοτε διεβιβασεν ο Ιεσσαι τον Σαμμα. Ο δε ειπεν, Ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.
10 Iesse presentò a Samuele i suoi sette figli e Samuele ripeté a Iesse: "Il Signore non ha scelto nessuno di questi".10 Και διεβιβασεν ο Ιεσσαι επτα εκ των υιων αυτου ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ο Κυριος δεν εξελεξε τουτους.
11 Samuele chiese a Iesse: "Sono qui tutti i giovani?". Rispose Iesse: "Rimane ancora il più piccolo che ora sta a pascolare il gregge". Samuele ordinò a Iesse: "Manda a prenderlo, perché non ci metteremo a tavola prima che egli sia venuto qui".11 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ετελειωσαν τα παιδια; Και ειπε, Μενει ετι ο νεωτερος? και ιδου, ποιμαινει τα προβατα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Πεμψον και φερε αυτον? διοτι δεν θελομεν καθισει εις την τραπεζαν, εωσου ελθη ενταυθα.
12 Quegli mandò a chiamarlo e lo fece venire. Era fulvo, con begli occhi e gentile di aspetto. Disse il Signore: "Alzati e ungilo: è lui!".12 Και εστειλε και εφερεν αυτον. Ητο δε ξανθος και ευοφθαλμος και ωραιος την οψιν. Και ειπεν ο Κυριος, Σηκωθητι, χρισον αυτον? διοτι ουτος ειναι.
13 Samuele prese il corno dell'olio e lo consacrò con l'unzione in mezzo ai suoi fratelli, e lo spirito del Signore si posò su Davide da quel giorno in poi. Samuele poi si alzò e tornò a Rama.
13 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ το κερας του ελαιου και εχρισεν αυτον εν μεσω των αδελφων αυτου? και επηλθε πνευμα Κυριου επι τον Δαβιδ απο της ημερας εκεινης και εφεξης. Σηκωθεις δε ο Σαμουηλ απηλθεν εις Ραμα.
14 Lo spirito del Signore si era ritirato da Saul ed egli veniva atterrito da uno spirito cattivo, da parte del Signore.14 Και το Πνευμα του Κυριου απεσυρθη απο του Σαουλ, και πνευμα πονηρον παρα Κυριου εταραττεν αυτον.
15 Allora i servi di Saul gli dissero: "Vedi, un cattivo spirito sovrumano ti turba.15 Και ειπον οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, Ιδου τωρα, πονηρον πνευμα παρα Θεου σε ταραττει?
16 Comandi il signor nostro ai ministri che gli stanno intorno e noi cercheremo un uomo abile a suonare la cetra. Quando il sovrumano spirito cattivo ti investirà, quegli metterà mano alla cetra e ti sentirai meglio".16 ας προσταξη τωρα ο κυριος ημων τους δουλους σου, τους εμπροσθεν σου, να ζητησωσιν ανθρωπον ειδημονα εις το να παιζη κιθαραν? και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ειναι επι σε, να παιζη με την χειρα αυτου, και καλον θελει εισθαι εις σε.
17 Saul rispose ai ministri: "Ebbene cercatemi un uomo che suoni bene e fatelo venire da me".17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Προβλεψατε μοι λοιπον ανθρωπον παιζοντα καλως και φερετε προς εμε.
18 Rispose uno dei giovani: "Ecco, ho visto il figlio di Iesse il Betlemmita: egli sa suonare ed è forte e coraggioso, abile nelle armi, saggio di parole, di bell'aspetto e il Signore è con lui".18 Τοτε απεκριθη εις εκ των δουλων και ειπεν, Ιδου, ειδον υιον του Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου, ειδημονα εις το παιζειν και ανδρειοτατον και ανδρα πολεμικον και συνετον εις λογον και ανθρωπον ωραιον, και ο Κυριος ειναι μετ' αυτου.
19 Saul mandò messaggeri a Iesse con quest'invito: "Mandami Davide tuo figlio, quello che sta con il gregge".19 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον Ιεσσαι, λεγων, Πεμψον μοι Δαβιδ τον υιον σου, οστις ειναι μετα των προβατων.
20 Iesse preparò un asino e provvide pane e un otre di vino e un capretto, affidò tutto a Davide suo figlio e lo inviò a Saul.20 Και ελαβεν ο Ιεσσαι ονον φορτωμενον με αρτους και ασκον οινου και εν εριφιον εξ αιγων, και επεμψεν αυτα δια του Δαβιδ του υιου αυτου προς τον Σαουλ.
21 Davide giunse da Saul e cominciò a stare alla sua presenza. Saul gli si affezionò molto e Davide divenne suo scudiero.21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ηγαπησεν αυτον σφοδρα? και εγεινεν οπλοφορος αυτου.
22 E Saul mandò a dire a Iesse: "Rimanga Davide con me, perché ha trovato grazia ai miei occhi".22 Και απεστειλεν ο Σαουλ προς τον Ιεσσαι, λεγων, Ο Δαβιδ ας στεκηται, παρακαλω, εμπροσθεν μου? διοτι ευρηκε χαριν εις τους οφθαλμους μου.
23 Quando dunque lo spirito sovrumano investiva Saul, Davide prendeva in mano la cetra e suonava: Saul si calmava e si sentiva meglio e lo spirito cattivo si ritirava da lui.23 Και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ητο επι τον Σαουλ, ο Δαβιδ ελαμβανε την κιθαραν και επαιζε δια της χειρος αυτου? τοτε ανεκουφιζετο ο Σαουλ και ανεπαυετο και απεσυρετο απ' αυτου το πνευμα το πονηρον.