Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Livre des Psaumes 69


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Du maître de chant. Sur l'air: Des lys... De David.
1 Εις τον πρωτον μουσικον, υπο Σοσανιμ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Σωσον με, Θεε, διοτι εισηλθον υδατα εως ψυχης μου.
2 Sauve-moi, ô Dieu, car les eaux me sont entrées jusqu'à l'âme.
2 Εβυθισθην εις βαθυν πηλον, οπου δεν ειναι τοπος στερεος δια να σταθω? εφθασα εις τα βαθη των υδατων, και το ρευμα με κατακλυζει.
3 J'enfonce dans la bourbe du gouffre, et rien qui tienne; je suis entré dans l'abîme des eaux et le flotme submerge.
3 Ητονησα κραζων? ο λαρυγξ μου εξηρανθη? απεκαμον οι οφθαλμοι μου απο του να περιμενω τον Θεον μου.
4 Je m'épuise à crier, ma gorge brûle, mes yeux sont consumés d'attendre mon Dieu.
4 Οι μισουντες με αναιτιως επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? εκραταιωθησαν οι εχθροι μου οι προσπαθουντες να με αφανισωσιν αδικως. Τοτε εγω επεστρεψα ο, τι δεν ηρπασα.
5 Plus nombreux que les cheveux de la tête, ceux qui me haïssent sans cause; ils sont puissants ceuxqui me détruisent, ceux qui m'en veulent à tort. (Ce que je n'ai pas pris, devrai-je le rendre?)
5 Θεε, συ γνωριζεις την αφροσυνην μου? και τα πλημμεληματα μου δεν ειναι κεκρυμμενα απο σου.
6 O Dieu, tu sais ma folie, mes offenses sont à nu devant toi.
6 Ας μη αισχυνθωσιν εξ αιτιας μου, Κυριε Θεε των δυναμεων, οι προσμενοντες σε? ας μη εντραπωσι δι' εμε οι εκζητουντες σε, Θεε του Ισραηλ.
7 Qu'ils ne rougissent pas de moi, ceux qui t'espèrent, Yahvé Sabaot! Qu'ils n'aient pas honte de moi,ceux qui te cherchent, Dieu d'Israël!
7 Διοτι ενεκα σου υπεφερα ονειδισμον? αισχυνη εκαλυψε το προσωπον μου.
8 C'est pour toi que je souffre l'insulte, que la honte me couvre le visage,
8 Ξενος εγεινα εις τους αδελφους μου, και αλλογενης εις τους υιους της μητρος μου?
9 que je suis un étranger pour mes frères, un inconnu pour les fils de ma mère;
9 Διοτι ο ζηλος του οικου σου με κατεφαγε? και οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσον επ εμε.
10 car le zèle de ta maison me dévore, l'insulte de tes insulteurs tombe sur moi.
10 Και εκλαυσα ταλαιπωρων εν νηστεια την ψυχην μου, αλλα τουτο εγεινεν εις ονειδος μου.
11 Que j'afflige mon âme par le jeûne et l'on m'en fait un sujet d'insulte;
11 Και εκαμα τον σακκον ενδυμα μου και εγεινα εις αυτους παροιμια.
12 que je prenne un sac pour vêtement et pour eux je deviens une fable,
12 Κατ' εμου λαλουσιν οι καθημενοι εν ταις πυλαις, και εγεινα ασμα των μεθυοντων.
13 le conte des gens assis à la porte et la chanson des buveurs de boissons fortes.
13 Εγω δε προς σε κατευθυνω την προσευχην μου, Κυριε? καιρος ευμενειας ειναι? Θεε, κατα το πληθος του ελεους σου, επακουσον μου, κατα την αληθειαν της σωτηριας σου.
14 Et moi, t'adressant ma prière, Yahvé, au temps favorable, en ton grand amour, Dieu, réponds-moien la vérité de ton salut.
14 Ελευθερωσον με απο του πηλου, δια να μη βυθισθω? ας ελευθερωθω εκ των μισουντων με και εκ των βαθεων των υδατων.
15 Tire-moi du bourbier, que je n'enfonce, que j'échappe à mes adversaires, à l'abîme des eaux!
15 Ας μη με κατακλυση το ρευμα των υδατων, μηδε ας με καταπιη ο βυθος? και το φρεαρ ας μη κλειση το στομα αυτου επ' εμε.
16 Que le flux des eaux ne me submerge, que le gouffre ne me dévore, que la bouche de la fosse neme happe!
16 Εισακουσον μου, Κυριε, διοτι αγαθον ειναι το ελεος σου? κατα το πληθος των οικτιρμων σου επιβλεψον επ' εμε.
17 Réponds-moi, Yahvé: car ton amour est bonté; en ta grande tendresse regarde vers moi;
17 Και μη κρυψης το προσωπον σου απο του δουλου σου? επειδη θλιβομαι, ταχεως επακουσον μου.
18 à ton serviteur ne cache point ta face, l'oppression est sur moi, vite, réponds-moi;
18 Πλησιασον εις την ψυχην μου? λυτρωσον αυτην? ενεκα των εχθρων μου λυτρωσον με.
19 approche de mon âme, venge-la, à cause de mes ennemis, rachète-moi.
19 συ γνωριζεις τον ονειδισμον μου και την αισχυνην μου και την εντροπην μου? ενωπιον σου ειναι παντες οι θλιβοντες με.
20 Toi, tu connais mon insulte, ma honte et mon affront. Devant toi tous mes oppresseurs.
20 Ονειδισμος συνετριψε την καρδιαν μου? και ειμαι περιλυπος? περιεμεινα δε συλλυπουμενον, αλλα δεν υπηρξε, και παρηγορητας, αλλα δεν ευρηκα.
21 L'insulte m'a brisé le coeur, jusqu'à défaillir. J'espérais la compassion, mais en vain, desconsolateurs, et je n'en ai pas trouvé.
21 Και εδωκαν εις εμε χολην δια φαγητον μου, και εις την διψαν μου με εποτισαν οξος.
22 Pour nourriture ils m'ont donné du poison, dans ma soif ils m'abreuvaient de vinaigre.
22 Ας γεινη η τραπεζα αυτων εμπροσθεν αυτων εις παγιδα και εις ανταποδοσιν και εις βροχον.
23 Que devant eux leur table soit un piège et leur abondance un traquenard;
23 Ας σκοτισθωσιν οι οφθαλμοι αυτων δια να μη βλεπωσι? και την ραχιν αυτων διαπαντος κυρτωσον.
24 que leurs yeux s'enténèbrent pour ne plus voir, fais qu'à tout instant les reins leur manquent!
24 Εκχεε επ' αυτους την οργην σου? και ο θυμος της αγανακτησεως σου ας συλλαβη αυτους.
25 Déverse sur eux ton courroux, que le feu de ta colère les atteigne;
25 Ας γεινωσιν ερημα τα παλατια αυτων? εν ταις σκηναις αυτων ας μη ηναι ο κατοικων.
26 que leur enclos devienne un désert, que leurs tentes soient sans habitants:
26 Διοτι εκεινον, τον οποιον συ επαταξας, αυτοι κατεδιωξαν? και λαλουσι περι του πονου εκεινων, τους οποιους επληγωσας.
27 ils s'acharnent sur celui que tu frappes, ils rajoutent aux blessures de ta victime.
27 Προσθες ανομιαν επι την ανομιαν αυτων, και ας μη εισελθωσιν εις την δικαιοσυνην σου.
28 Charge-les, tort sur tort, qu'ils n'aient plus d'accès à ta justice;
28 Ας εξαλειφθωσιν εκ βιβλου ζωντων και μετα των δικαιων ας μη καταγραφθωσιν.
29 qu'ils soient rayés du livre de vie, retranchés du compte des justes.
29 Εμε δε, τον πτωχον και λελυπημενον, η σωτηρια σου, Θεε, ας με υψωση.
30 Et moi, courbé, blessé, que ton salut, Dieu, me redresse!
30 Θελω αινεσει το ονομα του Θεου εν ωδη και θελω μεγαλυνει αυτον εν υμνοις.
31 Je louerai le nom de Dieu par un cantique, je le magnifierai par l'action de grâces;
31 Τουτο βεβαιως θελει αρεσει εις τον Κυριον, υπερ μοσχον νεον εχοντα κερατα και οπλας.
32 cela plaît à Yahvé plus qu'un taureau, une forte bête avec corne et sabot.
32 Οι ταπεινοι θελουσιν ιδει? θελουσι ευφρανθη? και η καρδια υμων των εκζητουντων τον Θεον θελει ζησει.
33 Ils ont vu, les humbles, ils jubilent; chercheurs de Dieu, que vive votre coeur!
33 Διοτι εισακουει των πενητων ο Κυριος και τους δεσμιους αυτου δεν καταφρονει.
34 Car Yahvé exauce les pauvres, il n'a pas méprisé ses captifs.
34 Ας αινεσωσιν αυτον οι ουρανοι και η γη, αι θαλασσαι και παντα τα κινουμενα εν αυταις.
35 Que l'acclament le ciel et la terre, la mer et tout ce qui s'y remue!
35 Διοτι ο Θεος θελει σωσει την Σιων, και θελει οικοδομησει τας πολεις του Ιουδα? και θελουσι κατοικησει εκει και θελουσι κληρονομησει αυτην.
36 Car Dieu sauvera Sion, il rebâtira les villes de Juda, là, on habitera, on possédera;
36 Και το σπερμα των δουλων αυτου θελει κληρονομησει αυτην, και οι αγαπωντες το ονομα αυτου θελουσι κατοικει εν αυτη.
37 la lignée de ses serviteurs en hérite et les amants de son nom y demeurent.