Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Jeremia 21


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Das Wort, das vom Herrn an Jeremia erging, als König Zidkija den Paschhur, den Sohn Malkijas, und den Priester Zefanja, den Sohn Maasejas, zu ihm sandte mit dem Auftrag:1 Ο λογος ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, οτε απεστειλε προς αυτον ο βασιλευς Σεδεκιας τον Πασχωρ υιον του Μελχιου και τον Σοφονιαν υιον του Μαασιου τον ιερεα, λεγων,
2 Befrag doch den Herrn für uns! Denn Nebukadnezzar, der König von Babel, führt gegen uns Krieg; vielleicht handelt der Herr an uns wie bei all seinen früheren Wundern, sodass Nebukadnezzar von uns abziehen muss.2 Ερωτησον, παρακαλω, τον Κυριον περι ημων? διοτι Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος ηγειρε πολεμον καθ' ημων? ισως ο Κυριος ενεργηση εις ημας κατα παντα τα θαυμασια αυτου, ωστε να απελθη αφ' ημων.
3 Jeremia aber antwortete ihnen: Meldet Zidkija Folgendes:3 Τοτε ειπε προς αυτους ο Ιερεμιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον Σεδεκιαν.
4 So spricht der Herr, der Gott Israels: Fürwahr, ich drehe in eurer Hand die Waffen um, mit denen ihr vor der Mauer gegen den König von Babel und die Chaldäer, die euch belagern, kämpft, und hole sie ins Innere dieser Stadt.4 Ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, εγω στρεφω εις τα οπισω τα οπλα του πολεμου τα εν ταις χερσιν υμων, με τα οποια σεις πολεμειτε κατα του βασιλεως της Βαβυλωνος και των Χαλδαιων, οιτινες σας πολιορκουσιν εξωθεν των τειχων? και θελω συναξει αυτους εις το μεσον της πολεως ταυτης.
5 Ich selbst kämpfe gegen euch mit hoch erhobener Hand und starkem Arm, mit Zorn, Grimm und großem Groll.5 Και εγω θελω πολεμησει εναντιον σας με χειρα εξηπλωμενην και με βραχιονα κραταιον και θυμον και με αγανακτησιν και με οργην μεγαλην.
6 Ich schlage die Einwohner dieser Stadt, Mensch und Vieh; an schwerer Pest sollen sie sterben.6 Και θελω παταξει τους κατοικους της πολεως ταυτης και ανθρωπον και κτηνος? υπο λοιμου μεγαλου θελουσιν αποθανει.
7 Und danach - Spruch des Herrn - liefere ich Zidkija, den König von Juda, seine Diener und das Volk, das in dieser Stadt der Pest, dem Schwert und dem Hunger entronnen ist, der Hand Nebukadnezzars, des Königs von Babel, aus, der Hand ihrer Feinde und der Hand derer, die ihnen nach dem Leben trachten. Er wird sie mit scharfem Schwert erschlagen, ohne Mitleid, ohne Schonung, ohne Erbarmen.7 Και μετα ταυτα, λεγει Κυριος, θελω παραδωσει Σεδεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα και τους δουλους αυτου και τον λαον και τους εναπολειφθεντας εν τη πολει ταυτη απο του λοιμου, απο της μαχαιρας και απο της πεινης, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ, βασιλεως της Βαβυλωνος, και εις την χειρα των εχθρων αυτων και εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην αυτων? και αυτος θελει παταξει αυτους εν στοματι μαχαιρας? δεν θελει φεισθη αυτους ουδε θελει οικτειρει ουδε θελει σπλαγχνισθη αυτους.
8 Zu diesem Volk aber sollst du sagen: So spricht der Herr: Seht, den Weg des Lebens und den Weg des Todes stelle ich euch zur Wahl.8 Και προς τον λαον τουτον θελεις ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εθεσα ενωπιον σας την οδον της ζωης και την οδον του θανατου.
9 Wer in dieser Stadt bleibt, der stirbt durch Schwert, Hunger und Pest. Wer aber hinausgeht und sich den Chaldäern, die euch belagern, ergibt, der wird überleben und sein Leben wie ein Beutestück gewinnen.9 Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας και υπο πεινης και υπο λοιμου? αλλ' οστις εξελθη και προχωρηση προς τους Χαλδαιους οιτινες σας πολιορκουσι, θελει ζησει και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον.
10 Denn ich habe mein Angesicht gegen diese Stadt gerichtet zu ihrem Unheil, nicht zu ihrem Heil - Spruch des Herrn. Der Hand des Königs von Babel wird sie ausgeliefert und er wird sie mit Feuer verbrennen.10 Διοτι εστησα το προσωπον μου εναντιον της πολεως ταυτης προς κακον και ουχι προς καλον, λεγει Κυριος? θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κατακαυσει αυτην εν πυρι.
11 An das Haus des Königs von Juda:
Hört das Wort des Herrn, Haus David!
11 Περι δε του οικου του βασιλεως του Ιουδα, ειπε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου?
12 So spricht der Herr:
Haltet jeden Morgen gerechtes Gericht! Rettet den Ausgeplünderten
aus der Hand des Gewalttäters! Sonst bricht mein Zorn wie Feuer los;
er brennt und niemand kann löschen.
12 οικος Δαβιδ, ουτω λεγει Κυριος? Κρινετε κρισιν το πρωι και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου, μηποτε η οργη μου εξελθη ως πυρ και εκκαυθη, χωρις να υπαρχη ο σβεσων, εξ αιτιας της κακιας των εργων σας.
13 Nun gehe ich gegen dich vor, du Stadt,
die du in der Mulde des Felsengebirges
über der Ebene wohnst - Spruch des Herrn. Ihr freilich sagt: Wer kann über uns kommen
und eindringen in unsere Bauten?
13 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον εις σε, λεγει Κυριος, την καθημενην εν τη κοιλαδι και εν τω βραχω της πεδιαδος, εναντιον εις εσας τους λεγοντας, Τις θελει καταβη εναντιον ημων, η τις θελει εισελθει εις τας κατοικιας ημων;
14 Ich zahle euch heim, wie es eure Taten verdienen
- Spruch des Herrn. Ich lege Feuer an den Wald dieser Stadt,
das ringsum alles verzehrt.
14 Και θελω σας τιμωρησει κατα τον καρπον των εργων σας, λεγει Κυριος? και θελω αναψει πυρ εν τω δασει αυτης και θελει καταφαγει παντα τα περιξ αυτης.