Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Jesaja 37


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Als König Hiskija das hörte, zerriss er seine Kleider, legte ein Trauergewand an und ging in das Haus des Herrn.1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.
2 Dann sandte er den Palastvorsteher Eljakim, den Staatsschreiber Schebna und die Ältesten der Priester in Trauergewändern zum Propheten Jesaja, dem Sohn des Amoz.2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως?
3 Sie sagten zu ihm: So spricht Hiskija: Heute ist ein Tag der Not, der Strafe und der Schande. Die Kinder sind bis an die Öffnung des Mutterschoßes gelangt, doch den Frauen fehlt die Kraft zum Gebären.3 και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας? Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας, η ημερα αυτη? διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν?
4 Aber vielleicht hört der Herr, dein Gott, die Worte des Rabschake, den sein Herr, der König von Assur, hergesandt hat, damit er den lebendigen Gott beschimpft; und vielleicht schickt der Herr, dein Gott, eine Strafe für die Worte, die er gehört hat. Darum bete für den Rest, der noch übrig ist.4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου? δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου.
5 Jesaja antwortete den Abgesandten des Königs Hiskija, die zu ihm gekommen waren:5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου.
6 Sagt zu eurem Herrn Folgendes: So spricht der Herr: Fürchte dich nicht wegen der Worte, die du gehört hast und mit denen die Knechte des Königs von Assur mich verhöhnt haben.6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας? Ουτω λεγει Κυριος? Μη φοβου απο των λογων, τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν?
7 Seht, ich lege einen Geist in ihn, sodass er ein Gerücht hört und in sein Land zurückkehrt; dort bringe ich ihn durch das Schwert zu Fall.7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε ακουσας θορυβον θελει επιστρεψει εις την γην αυτου? και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου.
8 Der Rabschake trat den Rückweg an und fand den König von Assur im Kampf gegen die Stadt Libna. Sanherib war inzwischen, wie der Rabschake gehört hatte, von Lachisch abgezogen.8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα? διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις.
9 Dann erfuhr Sanherib, dass Tirhaka, der König von Kusch, zum Kampf gegen ihn heranzog. Er schickte wiederum Boten zu Hiskija mit dem Auftrag:9 Και ο βασιλευς ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Εξηλθε να σε πολεμηση. Και οτε ηκουσε τουτο, απεστειλε πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων,
10 So sollt ihr zu Hiskija, dem König von Juda, sagen: Lass dir nicht von deinem Gott, auf den du vertraust, einreden, Jerusalem werde dem König von Assur nicht in die Hände fallen.10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.
11 Du hast doch gehört, was die Könige von Assur mit allen anderen Ländern gemacht haben: Sie haben sie dem Untergang geweiht. Und du meinst, du wirst gerettet?11 Ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους? και συ θελεις λυτρωθη;
12 Sind denn die Völker, die von meinen Vätern vernichtet wurden, von ihren Göttern gerettet worden, die Völker von Gosan, Haran und Rezef, die Söhne von Eden, die in Telassar wohnten?12 Μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν, τους εν Τελασσαρ;
13 Wo ist der König von Hamat, der König von Arpad, der König der Stadt Sefarwajim, wo sind die Könige von Hena und Awa?13 Που ο βασιλευς της Αιμαθ και ο βασιλευς της Αρφαδ και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα;
14 Hiskija nahm das Schreiben von den Boten in Empfang und las es. Dann ging er zum Haus des Herrn hinauf, breitete das Schreiben vor dem Herrn aus und14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων ανεγνωσεν αυτην? και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου.
15 betete zum Herrn. Er sagte:15 Και προσηυχηθη εις τον Κυριον ο Εζεκιας λεγων,
16 Herr der Heere, Gott Israels, der über den Kerubim thront, du allein bist der Gott aller Reiche der Erde. Du hast den Himmel und die Erde gemacht.16 Κυριε των δυναμεων, Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης? συ εκαμες τον ουρανον και την γην.
17 Wende mir dein Ohr zu, Herr, und höre! Öffne, Herr, deine Augen und sieh her! Hör alles, was Sanherib sagt, der seinen Boten hergesandt hat, um den lebendigen Gott zu verhöhnen.17 Κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον? ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε? και ακουσον παντας τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον.
18 Es ist wahr, Herr, die Könige von Assur haben alle Völker vernichtet und ihre Länder verwüstet18 Αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν παντα τα εθνη και τους τοπους αυτων,
19 und ihre Götter ins Feuer geworfen. Aber das waren keine Götter, sondern Werke von Menschenhand, aus Holz und Stein; darum konnte man sie vernichten.19 και ερριψαν εις το πυρ τους θεους αυτων? διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι? δια τουτο κατεστρεψαν αυτους.
20 Nun aber, Herr, unser Gott, rette uns aus seiner Hand, damit alle Reiche der Erde erkennen, dass du, Jahwe, Gott bist, du allein.20 Τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας εκ της χειρος αυτου? δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι ο Κυριος, ο μονος.
21 Jesaja, der Sohn des Amoz, schickte zu Hiskija einen Boten und ließ ihm sagen: So spricht der Herr, der Gott Israels: Ich habe gehört, wie du wegen des Königs Sanherib von Assur zu mir gebetet hast.21 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ, βασιλεως της Ασσυριας.
22 Das ist das Wort des Herrn gegen ihn:Dich verachtet, dich verspottet
die Jungfrau, die Tochter Zion. Die Tochter Jerusalem
schüttelt spöttisch den Kopf über dich.
22 Ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου? Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν η παρθενος, θυγατηρ της Σιων? οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ.
23 Wen hast du beschimpft und verhöhnt,
gegen wen die Stimme erhoben, auf wen voll Hochmut herabgeblickt?
Auf den Heiligen Israels.
23 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; κατα του Αγιου του Ισραηλ.
24 Durch deine Gesandten hast du den Herrn verhöhnt;
du hast gesagt: Mit meinen zahlreichen Wagen fuhr ich auf die Höhen der Berge,
in die fernsten Winkel des Libanon. Ich fällte seine hohen Zedern,
seine schönsten Zypressen, kam bis zu seinen entlegensten Höhen,
in das Dickicht seiner Wälder.
24 Τον Κυριον ωνειδισας δια των δουλων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου? και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου? και θελω εισελθει εις το υψος των ακρων αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου?
25 Ich habe Brunnen gegraben
und fremdes Wasser getrunken. Ich ließ unter dem Schritt meiner Füße
alle Ströme Ägyptens vertrocknen.
25 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα? και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων.
26 Hast du es nicht gehört?
Schon vor langer Zeit habe ich es so gefügt, seit den Tagen der Vorzeit habe ich es so geplant,
jetzt ließ ich es kommen. So konntest du befestigte Städte zerstören
und in Trümmer verwandeln.
26 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους?
27 Ihre Bewohner waren machtlos,
in Schrecken und Schande gestoßen. Sie glichen den Pflanzen auf dem Feld,
dem frischen Grün, dem Gras auf den Dächern,
das im Ostwind verdorrt.
27 δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν? ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση.
28 Ich weiß, ob du ruhst, ob du gehst oder kommst,
ob du dich gegen mich auflehnst.
28 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου.
29 Weil du gegen mich wütest
und dein Lärm meine Ohren erreicht hat, ziehe ich dir einen Ring durch die Nase
und lege dir einen Zaum in das Maul. Auf dem Weg, auf dem du herankamst,
treibe ich dich wieder zurück.
29 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες.
30 Und das soll für dich (Hiskija) ein Vorzeichen sein: In diesem Jahr isst man, was von selbst nachwächst, im nächsten Jahr, was wild wächst; im dritten Jahr aber sollt ihr wieder säen und ernten, die Weinberge bepflanzen und ihre Früchte genießen.30 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον? το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες? και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου? το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων.
31 Wer vom Haus Juda entronnen und übrig geblieben ist, wird unten wieder Wurzeln treiben und oben Frucht tragen.31 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους.
32 Denn von Jerusalem wird ein Rest (in das Land) hinausziehen, vom Berg Zion ziehen die Geretteten hinaus. Der leidenschaftliche Eifer des Herrn der Heere vollbringt das.32 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν? ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.
33 Darum - so spricht der Herr über den König von Assur: Er wird nicht in diese Stadt eindringen; er wird keinen einzigen Pfeil hineinschießen, er wird nicht unter dem Schutz seines Schildes gegen sie anrennen und wird keinen Damm gegen sie aufschütten.33 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας? δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην, ουδε θελει τοξευσει εκει βελος, ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδας, ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα?
34 Auf dem Weg, auf dem er gekommen ist, wird er wieder zurückkehren. Aber in diese Stadt wird er nicht eindringen - Spruch des Herrn.34 δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει ο Κυριος?
35 Ich werde diese Stadt beschützen und retten, um meinetwillen und um meines Knechtes David willen.35 διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
36 In jener Nacht zog der Engel des Herrn aus und erschlug im Lager der Assyrer hundertfünfundachtzigtausend Mann. Als man am nächsten Morgen aufstand, fand man sie alle als Leichen.36 Τοτε εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας? και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.
37 Da brach Sanherib, der König von Assur, auf und kehrte in sein Land zurück. Er blieb in Ninive.37 Και εσηκωθη και εφυγε και επεστρεψε Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας και κατωκησεν εν Νινευη.
38 Als er eines Tages im Tempel seines Gottes Nisroch betete, erschlugen ihn seine Söhne Adrammelech und Sarezer mit dem Schwert. Darauf mussten sie in das Land Ararat fliehen und Sanheribs Sohn Asarhaddon wurde an seiner Stelle König.38 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα, αυτοι δε εφυγον εις γην Αρμενιας? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.