Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Livro dos Salmos 104


font
SAGRADA BIBLIALXX
1 Bendize, ó minha alma, o Senhor! Senhor, meu Deus, vós sois imensamente grande! De majestade e esplendor vos revestis,1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω και επικαλεισθε το ονομα αυτου απαγγειλατε εν τοις εθνεσιν τα εργα αυτου
2 envolvido de luz como de um manto. Vós estendestes o céu qual pavilhão,2 ασατε αυτω και ψαλατε αυτω διηγησασθε παντα τα θαυμασια αυτου
3 acima das águas fixastes vossa morada. De nuvens fazeis vosso carro, andais nas asas do vento;3 επαινεισθε εν τω ονοματι τω αγιω αυτου ευφρανθητω καρδια ζητουντων τον κυριον
4 fazeis dos ventos os vossos mensageiros, e dos flamejantes relâmpagos vossos ministros.4 ζητησατε τον κυριον και κραταιωθητε ζητησατε το προσωπον αυτου δια παντος
5 Fundastes a terra em bases sólidas que são eternamente inabaláveis.5 μνησθητε των θαυμασιων αυτου ων εποιησεν τα τερατα αυτου και τα κριματα του στοματος αυτου
6 Vós a tínheis coberto com o manto do oceano, as águas ultrapassavam as montanhas.6 σπερμα αβρααμ δουλοι αυτου υιοι ιακωβ εκλεκτοι αυτου
7 Mas à vossa ameaça elas se afastaram, ao estrondo de vosso trovão estremeceram.7 αυτος κυριος ο θεος ημων εν παση τη γη τα κριματα αυτου
8 Elevaram-se as montanhas, sulcaram-se os vales nos lugares que vós lhes destinastes.8 εμνησθη εις τον αιωνα διαθηκης αυτου λογου ου ενετειλατο εις χιλιας γενεας
9 Estabelecestes os limites, que elas não hão de ultrapassar, para que não mais tornem a cobrir a terra.9 ον διεθετο τω αβρααμ και του ορκου αυτου τω ισαακ
10 Mandastes as fontes correr em riachos, que serpeiam por entre os montes.10 και εστησεν αυτην τω ιακωβ εις προσταγμα και τω ισραηλ διαθηκην αιωνιον
11 Ali vão beber os animais dos campos, neles matam a sede os asnos selvagens.11 λεγων σοι δωσω την γην χανααν σχοινισμα κληρονομιας υμων
12 Os pássaros do céu vêm aninhar em suas margens, e cantam entre as folhagens.12 εν τω ειναι αυτους αριθμω βραχεις ολιγοστους και παροικους εν αυτη
13 Do alto de vossas moradas derramais a chuva nas montanhas, do fruto de vossas obras se farta a terra.13 και διηλθον εξ εθνους εις εθνος εκ βασιλειας εις λαον ετερον
14 Fazeis brotar a relva para o gado, e plantas úteis ao homem, para que da terra possa extrair o pão14 ουκ αφηκεν ανθρωπον αδικησαι αυτους και ηλεγξεν υπερ αυτων βασιλεις
15 e o vinho que alegra o coração do homem, o óleo que lhe faz brilhar o rosto e o pão que lhe sustenta as forças.15 μη απτεσθε των χριστων μου και εν τοις προφηταις μου μη πονηρευεσθε
16 As árvores do Senhor são cheias de seiva, assim como os cedros do Líbano que ele plantou.16 και εκαλεσεν λιμον επι την γην παν στηριγμα αρτου συνετριψεν
17 Lá constroem as aves os seus ninhos, nos ciprestes a cegonha tem sua casa.17 απεστειλεν εμπροσθεν αυτων ανθρωπον εις δουλον επραθη ιωσηφ
18 Os altos montes dão abrigo às cabras, e os rochedos aos arganazes.18 εταπεινωσαν εν πεδαις τους ποδας αυτου σιδηρον διηλθεν η ψυχη αυτου
19 Fizestes a lua para indicar os tempos; o sol conhece a hora de se pôr.19 μεχρι του ελθειν τον λογον αυτου το λογιον κυριου επυρωσεν αυτον
20 Mal estendeis as trevas e já se faz noite, entram a rondar os animais das selvas.20 απεστειλεν βασιλευς και ελυσεν αυτον αρχων λαων και αφηκεν αυτον
21 Rugem os leõezinhos por sua presa, e pedem a Deus o seu sustento.21 κατεστησεν αυτον κυριον του οικου αυτου και αρχοντα πασης της κτησεως αυτου
22 Mas se retiram ao raiar do sol, e vão se deitar em seus covis.22 του παιδευσαι τους αρχοντας αυτου ως εαυτον και τους πρεσβυτερους αυτου σοφισαι
23 É então que o homem sai para o trabalho, e moureja até o entardecer.23 και εισηλθεν ισραηλ εις αιγυπτον και ιακωβ παρωκησεν εν γη χαμ
24 Ó Senhor, quão variadas são as vossas obras! Feitas, todas, com sabedoria, a terra está cheia das coisas que criastes.24 και ηυξησεν τον λαον αυτου σφοδρα και εκραταιωσεν αυτον υπερ τους εχθρους αυτου
25 Eis o mar, imenso e vasto, onde, sem conta, se agitam animais grandes e pequenos.25 μετεστρεψεν την καρδιαν αυτων του μισησαι τον λαον αυτου του δολιουσθαι εν τοις δουλοις αυτου
26 Nele navegam as naus e o Leviatã que criastes para brincar nas ondas.26 εξαπεστειλεν μωυσην τον δουλον αυτου ααρων ον εξελεξατο αυτον
27 Todos esses seres esperam de vós que lhes deis de comer em seu tempo.27 εθετο εν αυτοις τους λογους των σημειων αυτου και των τερατων εν γη χαμ
28 Vós lhes dais e eles o recolhem; abris a mão, e se fartam de bens.28 εξαπεστειλεν σκοτος και εσκοτασεν και παρεπικραναν τους λογους αυτου
29 Se desviais o rosto, eles se perturbam; se lhes retirais o sopro, expiram e voltam ao pó donde saíram.29 μετεστρεψεν τα υδατα αυτων εις αιμα και απεκτεινεν τους ιχθυας αυτων
30 Se enviais, porém, o vosso sopro, eles revivem e renovais a face da terra.30 εξηρψεν η γη αυτων βατραχους εν τοις ταμιειοις των βασιλεων αυτων
31 Ao Senhor, glória eterna; alegre-se o Senhor em suas obras!31 ειπεν και ηλθεν κυνομυια και σκνιπες εν πασι τοις οριοις αυτων
32 Ele, cujo olhar basta para fazer tremer a terra, e cujo contato inflama as montanhas.32 εθετο τας βροχας αυτων χαλαζαν πυρ καταφλεγον εν τη γη αυτων
33 Enquanto viver, cantarei à glória do Senhor, salmodiarei ao meu Deus enquanto existir.33 και επαταξεν τας αμπελους αυτων και τας συκας αυτων και συνετριψεν παν ξυλον οριου αυτων
34 Possam minhas palavras lhe ser agradáveis! Minha única alegria se encontra no Senhor.34 ειπεν και ηλθεν ακρις και βρουχος ου ουκ ην αριθμος
35 Sejam tirados da terra os pecadores e doravante desapareçam os ímpios. Bendize, ó minha alma, ao Senhor! Aleluia.35 και κατεφαγεν παντα τον χορτον εν τη γη αυτων και κατεφαγεν τον καρπον της γης αυτων
36 και επαταξεν παν πρωτοτοκον εν τη γη αυτων απαρχην παντος πονου αυτων
37 και εξηγαγεν αυτους εν αργυριω και χρυσιω και ουκ ην εν ταις φυλαις αυτων ασθενων
38 ευφρανθη αιγυπτος εν τη εξοδω αυτων οτι επεπεσεν ο φοβος αυτων επ' αυτους
39 διεπετασεν νεφελην εις σκεπην αυτοις και πυρ του φωτισαι αυτοις την νυκτα
40 ητησαν και ηλθεν ορτυγομητρα και αρτον ουρανου ενεπλησεν αυτους
41 διερρηξεν πετραν και ερρυησαν υδατα επορευθησαν εν ανυδροις ποταμοι
42 οτι εμνησθη του λογου του αγιου αυτου του προς αβρααμ τον δουλον αυτου
43 και εξηγαγεν τον λαον αυτου εν αγαλλιασει και τους εκλεκτους αυτου εν ευφροσυνη
44 και εδωκεν αυτοις χωρας εθνων και πονους λαων εκληρονομησαν
45 οπως αν φυλαξωσιν τα δικαιωματα αυτου και τον νομον αυτου εκζητησωσιν