Livro dos Salmos 104
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
SAGRADA BIBLIA | LXX |
---|---|
1 Bendize, ó minha alma, o Senhor! Senhor, meu Deus, vós sois imensamente grande! De majestade e esplendor vos revestis, | 1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω και επικαλεισθε το ονομα αυτου απαγγειλατε εν τοις εθνεσιν τα εργα αυτου |
2 envolvido de luz como de um manto. Vós estendestes o céu qual pavilhão, | 2 ασατε αυτω και ψαλατε αυτω διηγησασθε παντα τα θαυμασια αυτου |
3 acima das águas fixastes vossa morada. De nuvens fazeis vosso carro, andais nas asas do vento; | 3 επαινεισθε εν τω ονοματι τω αγιω αυτου ευφρανθητω καρδια ζητουντων τον κυριον |
4 fazeis dos ventos os vossos mensageiros, e dos flamejantes relâmpagos vossos ministros. | 4 ζητησατε τον κυριον και κραταιωθητε ζητησατε το προσωπον αυτου δια παντος |
5 Fundastes a terra em bases sólidas que são eternamente inabaláveis. | 5 μνησθητε των θαυμασιων αυτου ων εποιησεν τα τερατα αυτου και τα κριματα του στοματος αυτου |
6 Vós a tínheis coberto com o manto do oceano, as águas ultrapassavam as montanhas. | 6 σπερμα αβρααμ δουλοι αυτου υιοι ιακωβ εκλεκτοι αυτου |
7 Mas à vossa ameaça elas se afastaram, ao estrondo de vosso trovão estremeceram. | 7 αυτος κυριος ο θεος ημων εν παση τη γη τα κριματα αυτου |
8 Elevaram-se as montanhas, sulcaram-se os vales nos lugares que vós lhes destinastes. | 8 εμνησθη εις τον αιωνα διαθηκης αυτου λογου ου ενετειλατο εις χιλιας γενεας |
9 Estabelecestes os limites, que elas não hão de ultrapassar, para que não mais tornem a cobrir a terra. | 9 ον διεθετο τω αβρααμ και του ορκου αυτου τω ισαακ |
10 Mandastes as fontes correr em riachos, que serpeiam por entre os montes. | 10 και εστησεν αυτην τω ιακωβ εις προσταγμα και τω ισραηλ διαθηκην αιωνιον |
11 Ali vão beber os animais dos campos, neles matam a sede os asnos selvagens. | 11 λεγων σοι δωσω την γην χανααν σχοινισμα κληρονομιας υμων |
12 Os pássaros do céu vêm aninhar em suas margens, e cantam entre as folhagens. | 12 εν τω ειναι αυτους αριθμω βραχεις ολιγοστους και παροικους εν αυτη |
13 Do alto de vossas moradas derramais a chuva nas montanhas, do fruto de vossas obras se farta a terra. | 13 και διηλθον εξ εθνους εις εθνος εκ βασιλειας εις λαον ετερον |
14 Fazeis brotar a relva para o gado, e plantas úteis ao homem, para que da terra possa extrair o pão | 14 ουκ αφηκεν ανθρωπον αδικησαι αυτους και ηλεγξεν υπερ αυτων βασιλεις |
15 e o vinho que alegra o coração do homem, o óleo que lhe faz brilhar o rosto e o pão que lhe sustenta as forças. | 15 μη απτεσθε των χριστων μου και εν τοις προφηταις μου μη πονηρευεσθε |
16 As árvores do Senhor são cheias de seiva, assim como os cedros do Líbano que ele plantou. | 16 και εκαλεσεν λιμον επι την γην παν στηριγμα αρτου συνετριψεν |
17 Lá constroem as aves os seus ninhos, nos ciprestes a cegonha tem sua casa. | 17 απεστειλεν εμπροσθεν αυτων ανθρωπον εις δουλον επραθη ιωσηφ |
18 Os altos montes dão abrigo às cabras, e os rochedos aos arganazes. | 18 εταπεινωσαν εν πεδαις τους ποδας αυτου σιδηρον διηλθεν η ψυχη αυτου |
19 Fizestes a lua para indicar os tempos; o sol conhece a hora de se pôr. | 19 μεχρι του ελθειν τον λογον αυτου το λογιον κυριου επυρωσεν αυτον |
20 Mal estendeis as trevas e já se faz noite, entram a rondar os animais das selvas. | 20 απεστειλεν βασιλευς και ελυσεν αυτον αρχων λαων και αφηκεν αυτον |
21 Rugem os leõezinhos por sua presa, e pedem a Deus o seu sustento. | 21 κατεστησεν αυτον κυριον του οικου αυτου και αρχοντα πασης της κτησεως αυτου |
22 Mas se retiram ao raiar do sol, e vão se deitar em seus covis. | 22 του παιδευσαι τους αρχοντας αυτου ως εαυτον και τους πρεσβυτερους αυτου σοφισαι |
23 É então que o homem sai para o trabalho, e moureja até o entardecer. | 23 και εισηλθεν ισραηλ εις αιγυπτον και ιακωβ παρωκησεν εν γη χαμ |
24 Ó Senhor, quão variadas são as vossas obras! Feitas, todas, com sabedoria, a terra está cheia das coisas que criastes. | 24 και ηυξησεν τον λαον αυτου σφοδρα και εκραταιωσεν αυτον υπερ τους εχθρους αυτου |
25 Eis o mar, imenso e vasto, onde, sem conta, se agitam animais grandes e pequenos. | 25 μετεστρεψεν την καρδιαν αυτων του μισησαι τον λαον αυτου του δολιουσθαι εν τοις δουλοις αυτου |
26 Nele navegam as naus e o Leviatã que criastes para brincar nas ondas. | 26 εξαπεστειλεν μωυσην τον δουλον αυτου ααρων ον εξελεξατο αυτον |
27 Todos esses seres esperam de vós que lhes deis de comer em seu tempo. | 27 εθετο εν αυτοις τους λογους των σημειων αυτου και των τερατων εν γη χαμ |
28 Vós lhes dais e eles o recolhem; abris a mão, e se fartam de bens. | 28 εξαπεστειλεν σκοτος και εσκοτασεν και παρεπικραναν τους λογους αυτου |
29 Se desviais o rosto, eles se perturbam; se lhes retirais o sopro, expiram e voltam ao pó donde saíram. | 29 μετεστρεψεν τα υδατα αυτων εις αιμα και απεκτεινεν τους ιχθυας αυτων |
30 Se enviais, porém, o vosso sopro, eles revivem e renovais a face da terra. | 30 εξηρψεν η γη αυτων βατραχους εν τοις ταμιειοις των βασιλεων αυτων |
31 Ao Senhor, glória eterna; alegre-se o Senhor em suas obras! | 31 ειπεν και ηλθεν κυνομυια και σκνιπες εν πασι τοις οριοις αυτων |
32 Ele, cujo olhar basta para fazer tremer a terra, e cujo contato inflama as montanhas. | 32 εθετο τας βροχας αυτων χαλαζαν πυρ καταφλεγον εν τη γη αυτων |
33 Enquanto viver, cantarei à glória do Senhor, salmodiarei ao meu Deus enquanto existir. | 33 και επαταξεν τας αμπελους αυτων και τας συκας αυτων και συνετριψεν παν ξυλον οριου αυτων |
34 Possam minhas palavras lhe ser agradáveis! Minha única alegria se encontra no Senhor. | 34 ειπεν και ηλθεν ακρις και βρουχος ου ουκ ην αριθμος |
35 Sejam tirados da terra os pecadores e doravante desapareçam os ímpios. Bendize, ó minha alma, ao Senhor! Aleluia. | 35 και κατεφαγεν παντα τον χορτον εν τη γη αυτων και κατεφαγεν τον καρπον της γης αυτων |
36 και επαταξεν παν πρωτοτοκον εν τη γη αυτων απαρχην παντος πονου αυτων | |
37 και εξηγαγεν αυτους εν αργυριω και χρυσιω και ουκ ην εν ταις φυλαις αυτων ασθενων | |
38 ευφρανθη αιγυπτος εν τη εξοδω αυτων οτι επεπεσεν ο φοβος αυτων επ' αυτους | |
39 διεπετασεν νεφελην εις σκεπην αυτοις και πυρ του φωτισαι αυτοις την νυκτα | |
40 ητησαν και ηλθεν ορτυγομητρα και αρτον ουρανου ενεπλησεν αυτους | |
41 διερρηξεν πετραν και ερρυησαν υδατα επορευθησαν εν ανυδροις ποταμοι | |
42 οτι εμνησθη του λογου του αγιου αυτου του προς αβρααμ τον δουλον αυτου | |
43 και εξηγαγεν τον λαον αυτου εν αγαλλιασει και τους εκλεκτους αυτου εν ευφροσυνη | |
44 και εδωκεν αυτοις χωρας εθνων και πονους λαων εκληρονομησαν | |
45 οπως αν φυλαξωσιν τα δικαιωματα αυτου και τον νομον αυτου εκζητησωσιν |