Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Jób könyve 14


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Az asszony szülötte, az ember, rövid ideig él és betelik sok nyomorúsággal:1 Ανθρωπος γεγεννημενος εκ γυναικος ειναι ολιγοβιος και πληρης ταραχης?
2 mint a virág, kinyílik és elhervad, eltűnik, mint az árnyék, és nincsen tartós maradása.2 αναβλαστανει ως ανθος και κοπτεται? φευγει ως σκια και δεν διαμενει.
3 Mégis érdemesnek tartod, hogy rá vesd a szemedet, és perbe szállj vele?3 Και επι τοιουτον ανοιγεις τους οφθαλμους σου, και με φερεις εις κρισιν μετα σου;
4 Tisztátalan magból fogantat ki tehet tisztává? Nemde te, az Egyedülvaló!4 Τις δυναται να εξαγαγη καθαρον απο ακαθαρτου; ουδεις.
5 Rövidek az ember napjai, és hónapjai száma tenálad van; határt szabtál neki, amelyet át nem hághat.5 Επειδη αι ημεραι αυτου ειναι προσδιωρισμεναι, ο αριθμος των μηνων αυτου ευρισκεται παρα σοι, και συ εθεσας τα ορια αυτου, και δεν δυναται να υπερβη αυτα,
6 Hagyd egy kevéssé magára, hadd pihenjen, míg el nem jön várva várt napja, mint a napszámosé.6 αποστρεψον απ' αυτου, δια να ησυχαση, εωσου χαιρων εκπληρωση ως μισθωτος την ημεραν αυτου.
7 Mert van ugyan reménye a fának: ha ki is vágják, újra sarjadzik, és ágai kihajtanak;7 Διοτι περι του δενδρου, εαν κοπη, ειναι ελπις οτι θελει αναβλαστησει, και οτι ο τρυφερος αυτου βλαστος δεν θελει εκλειψει.
8 ha meg is avul gyökere a földben, ha el is hal törzsöke a porban,8 Και αν η ριζα αυτου παλαιωθη εν τη γη και ο κορμος αυτου αποθανη εν τω χωματι,
9 már a víznek szagától is kifakad, és ágat hajt, mint amikor kiültették;9 ομως δια της οσμης του υδατος θελει αναβλαστησει και θελει εκβαλει κλαδους ως νεοφυτον.
10 az ember azonban, ha meghal és levetkőztetik és elpusztul – ugyan hol van?10 Αλλ' ο ανθρωπος αποθνησκει και παρερχεται? και ο ανθρωπος εκπνεει, και που ειναι;
11 Kiapadhat a víz a tengerből, elapadhat a Folyó és kiszáradhat,11 Καθως τα υδατα εκλειπουσιν εκ της θαλασσης και ο ποταμος στειρευει και ξηραινεται,
12 de ha az ember lefekszik, nem kel fel többé, az ég enyészetéig fel nem ébred, és fel nem kel álmából.12 ουτως ο ανθρωπος, αφου κοιμηθη, δεν ανισταται? εωσου οι ουρανοι μη υπαρξωσι, δεν θελουσιν εξυπνησει, και δεν θελουσιν εγερθη εκ του υπνου αυτων.
13 Bárcsak biztos helyen tartanál az alvilágban, és elrejtenél, amíg el nem ül haragod! Bár időt szabnál nekem, amikor majd rólam megemlékezel!13 Ειθε να με εκρυπτες εν τω ταφω, να με εσκεπαζες εωσου παρελθη η οργη σου, να προσδιωριζες εις εμε προθεσμιαν, και τοτε να με ενθυμηθης
14 Ha az ember meghal, vajon életre kel-e ismét? Akkor katonasorom minden napján várnám, hogy eljöjjön leváltásom.14 Εαν αποθανη ο ανθρωπος, θελει αναζησει; πασας τας ημερας της εκστρατειας μου θελω περιμενει, εωσου ελθη η απαλλαγη μου.
15 Te szólítanál, én meg jelentkeznék nálad, s odanyújtanád jobbodat kezed alkotásának.15 Θελεις καλεσει, και εγω θελω σοι αποκριθη? θελεις επιβλεψει εις το εργον των χειρων σου.
16 Te akkor megszámlálnád lépteimet, de nem néznéd vétkeimet;16 Διοτι τωρα αριθμεις τα διαβηματα μου? δεν παραφυλαττεις τας αμαρτιας μου;
17 bűneim tarsolyban, pecsét alatt lennének, és betakarnád vétkemet.17 Η παραβασις μου ειναι επεσφραγισμενη εν βαλαντιω, και επισημειονεις την ανομιαν μου.
18 De a hegy, ha beomlik, szétesik, s a szikla elszakad a helyétől;18 Βεβαιως το μεν ορος πιπτον εξουδενουται, ο δε βραχος μετακινειται απο του τοπου αυτου.
19 a köveket a víz elkoptatja, s az ár a törmeléket lassankint elmossa; épp így teszed tönkre az ember reményét.19 Τα υδατα τρωγουσι τας πετρας? αι πλημμυραι αυτων παρασυρουσι το χωμα της γης? ουτω συ καταστρεφεις την ελπιδα του ανθρωπου,
20 Erőhöz engeded kissé, hogy azután elmehessen örökre; elváltoztatod arcát, és elbocsátod.20 υπερισχυεις παντοτε εναντιον αυτου, και αυτος παρερχεται? μεταβαλλεις την οψιν αυτου και αποπεμπεις αυτον.
21 Ha a fiait tisztesség éri, nem tud róla, és ha lenézik őket, nem veszi észre;21 Οι υιοι αυτου υψουνται, και αυτος δεν εξευρει? και ταπεινουνται, και αυτος δεν εννοει ουδεν περι αυτων.
22 csak magában fájdítja testét – amíg él –, és lelke önmagán kesereg.«22 Μονον η σαρξ αυτου επ' αυτου θελει πονει, και η ψυχη αυτου εν αυτω θελει πενθει.