Jób könyve 14
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Az asszony szülötte, az ember, rövid ideig él és betelik sok nyomorúsággal: | 1 Ανθρωπος γεγεννημενος εκ γυναικος ειναι ολιγοβιος και πληρης ταραχης? |
2 mint a virág, kinyílik és elhervad, eltűnik, mint az árnyék, és nincsen tartós maradása. | 2 αναβλαστανει ως ανθος και κοπτεται? φευγει ως σκια και δεν διαμενει. |
3 Mégis érdemesnek tartod, hogy rá vesd a szemedet, és perbe szállj vele? | 3 Και επι τοιουτον ανοιγεις τους οφθαλμους σου, και με φερεις εις κρισιν μετα σου; |
4 Tisztátalan magból fogantat ki tehet tisztává? Nemde te, az Egyedülvaló! | 4 Τις δυναται να εξαγαγη καθαρον απο ακαθαρτου; ουδεις. |
5 Rövidek az ember napjai, és hónapjai száma tenálad van; határt szabtál neki, amelyet át nem hághat. | 5 Επειδη αι ημεραι αυτου ειναι προσδιωρισμεναι, ο αριθμος των μηνων αυτου ευρισκεται παρα σοι, και συ εθεσας τα ορια αυτου, και δεν δυναται να υπερβη αυτα, |
6 Hagyd egy kevéssé magára, hadd pihenjen, míg el nem jön várva várt napja, mint a napszámosé. | 6 αποστρεψον απ' αυτου, δια να ησυχαση, εωσου χαιρων εκπληρωση ως μισθωτος την ημεραν αυτου. |
7 Mert van ugyan reménye a fának: ha ki is vágják, újra sarjadzik, és ágai kihajtanak; | 7 Διοτι περι του δενδρου, εαν κοπη, ειναι ελπις οτι θελει αναβλαστησει, και οτι ο τρυφερος αυτου βλαστος δεν θελει εκλειψει. |
8 ha meg is avul gyökere a földben, ha el is hal törzsöke a porban, | 8 Και αν η ριζα αυτου παλαιωθη εν τη γη και ο κορμος αυτου αποθανη εν τω χωματι, |
9 már a víznek szagától is kifakad, és ágat hajt, mint amikor kiültették; | 9 ομως δια της οσμης του υδατος θελει αναβλαστησει και θελει εκβαλει κλαδους ως νεοφυτον. |
10 az ember azonban, ha meghal és levetkőztetik és elpusztul – ugyan hol van? | 10 Αλλ' ο ανθρωπος αποθνησκει και παρερχεται? και ο ανθρωπος εκπνεει, και που ειναι; |
11 Kiapadhat a víz a tengerből, elapadhat a Folyó és kiszáradhat, | 11 Καθως τα υδατα εκλειπουσιν εκ της θαλασσης και ο ποταμος στειρευει και ξηραινεται, |
12 de ha az ember lefekszik, nem kel fel többé, az ég enyészetéig fel nem ébred, és fel nem kel álmából. | 12 ουτως ο ανθρωπος, αφου κοιμηθη, δεν ανισταται? εωσου οι ουρανοι μη υπαρξωσι, δεν θελουσιν εξυπνησει, και δεν θελουσιν εγερθη εκ του υπνου αυτων. |
13 Bárcsak biztos helyen tartanál az alvilágban, és elrejtenél, amíg el nem ül haragod! Bár időt szabnál nekem, amikor majd rólam megemlékezel! | 13 Ειθε να με εκρυπτες εν τω ταφω, να με εσκεπαζες εωσου παρελθη η οργη σου, να προσδιωριζες εις εμε προθεσμιαν, και τοτε να με ενθυμηθης |
14 Ha az ember meghal, vajon életre kel-e ismét? Akkor katonasorom minden napján várnám, hogy eljöjjön leváltásom. | 14 Εαν αποθανη ο ανθρωπος, θελει αναζησει; πασας τας ημερας της εκστρατειας μου θελω περιμενει, εωσου ελθη η απαλλαγη μου. |
15 Te szólítanál, én meg jelentkeznék nálad, s odanyújtanád jobbodat kezed alkotásának. | 15 Θελεις καλεσει, και εγω θελω σοι αποκριθη? θελεις επιβλεψει εις το εργον των χειρων σου. |
16 Te akkor megszámlálnád lépteimet, de nem néznéd vétkeimet; | 16 Διοτι τωρα αριθμεις τα διαβηματα μου? δεν παραφυλαττεις τας αμαρτιας μου; |
17 bűneim tarsolyban, pecsét alatt lennének, és betakarnád vétkemet. | 17 Η παραβασις μου ειναι επεσφραγισμενη εν βαλαντιω, και επισημειονεις την ανομιαν μου. |
18 De a hegy, ha beomlik, szétesik, s a szikla elszakad a helyétől; | 18 Βεβαιως το μεν ορος πιπτον εξουδενουται, ο δε βραχος μετακινειται απο του τοπου αυτου. |
19 a köveket a víz elkoptatja, s az ár a törmeléket lassankint elmossa; épp így teszed tönkre az ember reményét. | 19 Τα υδατα τρωγουσι τας πετρας? αι πλημμυραι αυτων παρασυρουσι το χωμα της γης? ουτω συ καταστρεφεις την ελπιδα του ανθρωπου, |
20 Erőhöz engeded kissé, hogy azután elmehessen örökre; elváltoztatod arcát, és elbocsátod. | 20 υπερισχυεις παντοτε εναντιον αυτου, και αυτος παρερχεται? μεταβαλλεις την οψιν αυτου και αποπεμπεις αυτον. |
21 Ha a fiait tisztesség éri, nem tud róla, és ha lenézik őket, nem veszi észre; | 21 Οι υιοι αυτου υψουνται, και αυτος δεν εξευρει? και ταπεινουνται, και αυτος δεν εννοει ουδεν περι αυτων. |
22 csak magában fájdítja testét – amíg él –, és lelke önmagán kesereg.« | 22 Μονον η σαρξ αυτου επ' αυτου θελει πονει, και η ψυχη αυτου εν αυτω θελει πενθει. |