Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Esdra 3


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 E già veniva il settimo mese, e i figliuoli d'Israele se ne stavano nelle loro città, quando si adunò tutto il popolo come un sol uomo a Gerusalemme.1 Και οτε εφθασεν ο εβδομος μην και οι υιοι Ισραηλ ησαν εν ταις πολεσι, συνηθροισθη ο λαος ως εις ανθρωπος εις Ιερουσαλημ.
2 E Josuè figliuolo di Josedec, e i sacerdoti suoi fratelli, e Zorobabel figliuolo di Salathiel, co' suoi fratelli, in trapresero di erigere l'altare di Dio d'Israele per offerirvi gli olocausti, conforme sta scritto nella legge di Mosè uomo di Dio.2 Και εσηκωθη Ιησους, ο υιος του Ιωσεδεκ, και οι αδελφοι αυτου οι ιερεις, και Ζοροβαβελ ο υιος του Σαλαθιηλ και οι αδελφοι αυτου, και ωκοδομησαν το θυσιαστηριον του Θεου του Ισραηλ, δια να προσφερωσιν ολοκαυτωματα επ' αυτου, κατα το γεγραμμενον εν τω νομω Μωυσεως του ανθρωπου του Θεου?
3 E posarono l'altare di Dio sulla sua base, benché ne li distogliessero i popoli de' paesi circonvicini: e sopra di questo altare offersero olocausto al Signore mattina, e sera.3 και εστησαν το θυσιαστηριον εν τω τοπω αυτου, καιτοι επαπειλουμενοι υπο του λαου των τοπων εκεινων? και προσεφεραν επ' αυτου ολοκαυτωματα προς τον Κυριον, ολοκαυτωματα πρωι και εσπερας.
4 E celebraron la solennità de' tabernacoli nella maniera prescritta, e offersero l'olocausto ogni dì, conforme era ordinato di fare giorno per giorno.4 Και εκαμον την εορτην των σκηνων, κατα το γεγραμμενον, και τας καθημερινας ολοκαυτωσεις κατα αριθμον, ως ητο διατεταγμενον κατα το καθηκον εκαστης ημερας.
5 E dipoi l'olocausto perpetuo tanto nelle calende, come in tutte le solennità consagrate al Signore, e per chiunque spontaneamente offerisse dono al Signore.5 Και μετα ταυτα προσεφεραν τα παντοτεινα ολοκαυτωματα, και των νεομηνιων και πασων των καθηγιασμενων εορτων του Κυριου και παντος προσφεροντος αυτοπροαιρετον προσφοραν εις τον Κυριον.
6 Dal primo dì del settimo mese principiarono ad offerire olocausti al Signore: ma non erano ancor gettate le fondamenta del tempio di Dio.6 Απο της πρωτης ημερας του εβδομου μηνος ηρχισαν να προσφερωσιν ολοκαυτωματα προς τον Κυριον? πλην τα θεμελια του ναου του Κυριου δεν ειχον τεθη ετι.
7 E diedero del denaro ai lavoratori di pietra, e ai muratori: e da mangiare, e da bere, e dell'olio a quelli di Tiro, e di Sidone, affinchè portassero il legname di cedro dal Libano al mare di Joppe, secondo l'ordine dato loro da e Ciro re della Persia.7 Και εδωκαν αργυριον εις τους λιθοτομους και εις τους τεκτονας? και τροφας και ποτα και ελαιον, εις τους Σιδωνιους και εις τους Τυριους, δια να φερωσι ξυλα κεδρινα απο του Λιβανου εις την θαλασσαν της Ιοππης, κατα την εις αυτους δοθεισαν αδειαν Κυρου του βασιλεως της Περσιας.
8 L'anno secondo del loro arrivo al tempio di Dio in Gerusalemme, il secondo mese, Zorobabel figliuolo di Salathiel, e Josuè figliuolo di Josedech, e in gli altri loro fratelli sacerdoti, e Leviti, e tutti quelli, i quali dalla schiavitù eran tornati a Gerusalemme, risolverono di destinare i Leviti dai venti anni in su a sollecitare l'opera del Signore.8 Και εν τω δευτερω ετει της επιστροφης αυτων προς τον οικον του Θεου εν Ιερουσαλημ, εν μηνι τω δευτερω, ηρχισαν Ζοροβαβελ ο υιος του Σαλαθιηλ και Ιησους ο υιος του Ιωσεδεκ και οι λοιποι των αδελφων αυτων, ιερεις και Λευιται, και παντες οι ελθοντες απο της αιχμαλωσιας εις Ιερουσαλημ? και κατεστησαν τους Λευιτας, απο εικοσι ετων ηλικιας και επανω, δια να επισπευδωσι το εργον του οικου του Κυριου.
9 E Josuè, e i suoi figliuoli, e fratelli, Cedmihel, e i suoi figliuoli, e (tutti) i figliuoli di Giuda, come un sol uomo si stavano a stimolar quelli, che lavoravano al tempio di Dio: e (parimente) i figliuoli di Henadad, e i loro figliuoli, e fratelli Leviti.9 Και παρεσταθη ο Ιησους, οι υιοι αυτου και οι αδελφοι αυτου, ο Καδμιηλ και οι υιοι αυτου, υιοι Ιουδα, ως εις ανθρωπος, δια να κατεπειγωσι τους εργαζομενους εν τω οικω του Θεου? οι υιοι του Ηναδαδ, οι υιοι αυτων και οι αδελφοι αυτων οι Λευιται.
10 Quando adunque i muratori ebber gettate le fondamenta del tempio del Signore, vennero i sacerdoti colle loro divise, e colle loro trombe: e i Leviti figliuoli di Asaph co' loro cimbali per cantar le lodi di Dio co' Salmi di David re d'Israele.10 Και οτε εθεσαν οι οικοδομοι τα θεμελια του ναου του Κυριου, εσταθησαν οι ιερεις ενδεδυμενοι, μετα σαλπιγγων, και οι Λευιται οι υιοι του Ασαφ μετα κυμβαλων, δια να υμνωσι τον Κυριον, κατα την διαταγην Δαβιδ του βασιλεως του Ισραηλ?
11 E lodavano il Signore co' loro cantici, e confessavano com'egli è buono, e come eterna ell'è la sua misericordia verso Israele. E parimente tutto il popolo alzava voci sonore nel dar laude al Signore: perchè si erano gettate le fondamenta del tempio del Signore.11 και εψαλλον αμοιβαιως υμνουντες και ευχαριστουντες τον Κυριον, Οτι αγαθος, οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου επι τον Ισραηλ. Και πας ο λαος ηλαλαξαν αλαλαγμον μεγαν, υμνουντες τον Κυριον δια την θεμελιωσιν του οικου του Κυριου.
12 E moltissimi de' sacerdoti, e de' Leviti, e de' capi del popolo, e de' seniori, i quali avean veduto il primo tempio, allorché furono sotto gli occhi loro gettati i fondamenti di quest'altro tempio, gettavano grandi gemiti; e molti alzavano le loro voci gridando per allegrezza.12 Και πολλοι εκ των ιερεων και Λευιτων και των αρχηγων των πατριων, γεροντες, οιτινες ειχον ιδει τον προτερον οικον, ενω ο οικος ουτος εθεμελιουτο ενωπιον των οφθαλμων αυτων, εκλαιον μετα φωνης μεγαλης? πολλοι δε ηλαλαξαν εν φωνη μεγαλη μετ' ευφροσυνης.
13 E non si potevan discernere i gridi di allegrezza dai clamori di quelli, che si affliggevano: perocché tutto il popolo confusamente gridava ad alta voce, e si udiva il rumore di lontano.13 Και δεν διεκρινεν ο λαος την φωνην του αλαλαγμου της ευφροσυνης απο της φωνης του κλαυθμου του λαου? διοτι ο λαος ηλαλαζεν αλαλαγμον μεγαν, και η βοη ηκουετο εως απο μακροθεν.