Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 9


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 C'era un uomo di Beniamino, chiamato Kis - figlio di Abièl, figlio di Zeròr, figlio di Becoràt, figlio di Afìach, figlio di un Beniaminita -, un prode.1 Ητο δε ανηρ τις εκ του Βενιαμιν, ονομαζομενος Κεις, υιος του Αβιηλ, υιου του Σερωρ, υιου του Βεχωραθ, υιου του Αφια, ανδρος Βενιαμιτου, δυνατος εν ισχυι.
2 Costui aveva un figlio chiamato Saul, alto e bello: non c'era nessuno più bello di lui tra gli Israeliti; superava dalla spalla in su chiunque altro del popolo.2 Ειχε δε ουτος υιον, ονομαζομενον Σαουλ, εκλεκτον και ωραιον? και δεν υπηρχε μεταξυ των υιων Ισραηλ ανθρωπος ωραιοτερος αυτου? απο των ωμων αυτου και επανω εξειχεν υπερ παντος του λαου.
3 Ora le asine di Kis, padre di Saul, si smarrirono e Kis disse al figlio Saul: "Su, prendi con te uno dei servi e parti subito in cerca delle asine".3 Και αι ονοι του Κεις πατρος του Σαουλ εχαθησαν? και ειπεν ο Κεις προς τον Σαουλ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα μετα σου ενα των υπηρετων, και σηκωθεις υπαγε να ζητησης τας ονους.
4 I due attraversarono le montagne di Efraim, passarono al paese di Salisa, ma non le trovarono. Si recarono allora nel paese di Saàlim, ma non c'erano; poi percorsero il territorio di Beniamino e anche qui non le trovarono.4 Και επερασε δια του ορους Εφραιμ και επερασε δια της γης Σαλισα, αλλα δεν ευρηκαν αυτας? και επερασαν δια της γης Σααλειμ, πλην δεν ησαν εκει? και επερασε δια της γης Ιεμινι, αλλα δεν ευρηκαν αυτας.
5 Quando arrivarono nel paese di Zuf, Saul disse al compagno che era con lui: "Su, torniamo indietro, perché non vorrei che mio padre avesse smesso di pensare alle asine e ora fosse preoccupato di noi".
5 Οτε δε ηλθον εις την γην Σουφ, ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου τον μετ' αυτου, Ελθε, και ας επιστρεψωμεν, μηποτε ο πατηρ μου, αφησας την φροντιδα των ονων, συλλογιζηται περι ημων.
6 Gli rispose: "Ecco in questa città c'è un uomo di Dio, tenuto in molta considerazione: quanto egli dice, di certo si avvera. Ebbene, andiamoci! Forse ci indicherà la via che dobbiamo battere".6 Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου τωρα, εν τη πολει ταυτη ειναι ανθρωπος του Θεου, και ο ανθρωπος ειναι ενδοξος? παν ο, τι ειπη γινεται εξαπαντος? ας υπαγωμεν λοιπον εκει? ισως φανερωση εις ημας την οδον ημων, την οποιαν πρεπει να υπαγωμεν.
7 Rispose Saul: "Sì, andiamo! Ma che daremo a quell'uomo? Il pane nelle nostre sporte è finito e non abbiamo alcun dono da portare all'uomo di Dio; infatti che abbiamo?".7 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Αλλ' ιδου, θελομεν υπαγει, πλην τι θελομεν φερει προς τον ανθρωπον; διοτι ο αρτος εξελιπεν εκ των αγγειων ημων? και δωρον δεν υπαρχει να προσφερωμεν εις τον ανθρωπον του Θεου? τι εχομεν;
8 Ma il servo rispondendo a Saul soggiunse: "Guarda: mi son trovato in mano un quarto di siclo d'argento. Dallo all'uomo di Dio e ci indicherà la nostra via".8 Και αποκριθεις παλιν ο υπηρετης προς τον Σαουλ, ειπεν, Ιδου, ευρισκεται εν τη χειρι μου εν τεταρτον σικλου αργυριου, το οποιον θελω δωσει εις τον ανθρωπον του Θεου, και θελει φανερωσει εις ημας την οδον ημων.
9 In passato in Israele, quando uno andava a consultare Dio, diceva: "Su, andiamo dal veggente", perché quello che oggi si dice profeta allora si diceva veggente.9 Το παλαι εν τω Ισραηλ, οποτε τις υπηγαινε να ερωτηση τον Θεον, ελεγεν ουτως? Ελθετε, και ας υπαγωμεν εως εις τον βλεποντα? διοτι ο σημερον προφητης εκαλειτο το παλαι ο βλεπων.
10 Disse dunque Saul al servo: "Hai detto bene; su, andiamo" e si diressero alla città dove era l'uomo di Dio.
10 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Καλος ο λογος σου? ελθε, ας υπαγωμεν. Υπηγαν λοιπον εις την πολιν, οπου ητο ο ανθρωπος του Θεου.
11 Mentre essi salivano il pendio della città, trovarono ragazze che uscivano ad attingere acqua e chiesero loro: "È qui il veggente?".11 Και ενω ανεβαινον το ανηφορον της πολεως, ευρηκαν κορασια εξερχομενα δια να αντλησωσιν υδωρ? και ειπον προς αυτα, Ειναι ενταυθα ο βλεπων;
12 Quelle risposero dicendo: "Sì, c'è; ecco, vi ha preceduto di poco: ora, proprio ora è rientrato in città, perché oggi il popolo celebra un sacrificio sull'altura.12 Και εκεινα απεκριθησαν προς αυτους και ειπον, Ειναι ιδου, εμπροσθεν σου? ταχυνον λοιπον? διοτι σημερον ηλθεν εις την πολιν, επειδη ειναι σημερον θυσια του λαου επι του υψηλου τοπου?
13 Entrando in città lo troverete subito, prima che salga all'altura per il banchetto, perché il popolo non si mette a mangiare, finché egli non sia arrivato; egli infatti deve benedire la vittima, e dopo gli invitati mangiano. Presto, salite e lo troverete subito".13 ευθυς οταν εισελθητε εις την πολιν, θελετε ευρει αυτον, πριν αναβη εις τον υψηλον τοπον δια να φαγη? διοτι ο λαος δεν τρωγει εωσου ελθη αυτος, επειδη ουτος ευλογει την θυσιαν? μετα ταυτα τρωγουσιν οι κεκλημενοι τωρα λοιπον αναβητε? διοτι περι την ωραν ταυτην θελετε ευρει αυτον.
14 Salirono dunque alla città. Mentre essi giungevano in mezzo alla porta, ecco, Samuele usciva in direzione opposta per salire all'altura.14 Και ανεβησαν εις την πολιν? και ενω εισηρχοντο εις την πολιν, ιδου, ο Σαμουηλ εξηρχετο ενωπιον αυτων, δια να αναβη εις τον υψηλον τοπον.
15 Il Signore aveva detto all'orecchio di Samuele, un giorno prima che giungesse Saul:15 Ειχε δε αποκαλυψει ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, μιαν ημεραν πριν ελθη ο Σαουλ, λεγων;
16 "Domani a quest'ora ti manderò un uomo della terra di Beniamino e tu lo ungerai come capo del mio popolo Israele. Egli libererà il mio popolo dalle mani dei Filistei, perché io ho guardato il mio popolo, essendo giunto fino a me il suo grido".16 Αυριον περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει προς σε ανθρωπον εκ γης Βενιαμιν, και θελεις χρισει αυτον αρχοντα επι τον λαον μου Ισραηλ, και θελει σωσει τον λαον μου εκ χειρος των Φιλισταιων? διοτι επεβλεψα επι τον λαον μου, επειδη η βοη αυτων ηλθεν εις εμε.
17 Quando Samuele vide Saul, il Signore gli rivelò: "Ecco l'uomo di cui ti ho parlato; costui avrà potere sul mio popolo".17 Και οτε ο Σαμουηλ ειδε τον Σαουλ, ο Κυριος ειπε προς αυτον, Ιδου, ο ανθρωπος, περι του οποιου σοι ειπα? ουτος θελει αρχει επι τον λαον μου.
18 Saul si accostò a Samuele in mezzo alla porta e gli chiese: "Vuoi indicarmi la casa del veggente?".18 Τοτε επλησιασεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ εις την πυλην και ειπε, Δειξον μοι, παρακαλω, που ειναι η οικια του βλεποντος.
19 Samuele rispose a Saul: "Sono io il veggente. Precedimi su all'altura. Oggi voi due mangerete con me. Ti congederò domani mattina e ti manifesterò quanto pensi;19 Και απεκριθη ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ και ειπεν, Εγω ειμαι ο βλεπων? αναβα εμπροσθεν μου εις τον υψηλον τοπον? και θελετε φαγει σημερον μετ' εμου, και το πρωι θελω σε εξαποστειλει και παντα οσα ειναι εν τη καρδια σου θελω αναγγειλει προς σε?
20 riguardo poi alle tue asine smarrite tre giorni fa, non stare in pensiero, perché sono state ritrovate. A chi del resto appartiene il meglio d'Israele, se non a te e a tutta la casa di tuo padre?".20 περι δε των ονων, τας οποιας εχασας ηδη τρεις ημερας, μη φροντιζε περι αυτων, διοτι ευρεθησαν? και προς τινα ειναι πασα η επιθυμια του Ισραηλ; δεν ειναι προς σε, και προς παντα τον οικον του πατρος σου;
21 Rispose Saul: "Non sono io forse un Beniaminita, della più piccola tribù d'Israele? E la mia famiglia non è forse la più piccola fra tutte le famiglie della tribù di Beniamino? Perché hai voluto farmi questo discorso?".21 Αποκριθεις δε ο Σαουλ ειπε, Δεν ειμαι εγω Βενιαμιτης, εκ της μικροτερας των φυλων Ισραηλ; και η οικογενεια μου η ελαχιστη πασων των οικογενειων της φυλης Βενιαμιν; δια τι λοιπον λαλεις ουτω προς εμε;
22 Ma Samuele prese Saul e il suo servo e li fece entrare nella sala e assegnò loro il posto a capo degli invitati che erano una trentina.22 Και ελαβεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ και τον υπηρετην αυτου και εφερεν αυτους εις το οικημα, και εδωκεν εις αυτους την πρωτην θεσιν μεταξυ των κεκλημενων, οιτινες ησαν περιπου τριακοντα ανδρες.
23 Quindi Samuele disse al cuoco: "Portami la porzione che ti avevo dato dicendoti: Conservala presso di te".23 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον μαγειρον, Φερε το μεριδιον το οποιον σοι εδωκα, περι του οποιον σοι ειπα, Φυλαττε τουτο πλησιον σου.
24 Il cuoco portò la coscia e la coda e le pose davanti a Saul, mentre Saul diceva: "Ecco, ciò che è avanzato ti è posto davanti, mangia, perché proprio per te è stato serbato, perché lo mangiassi con gli invitati". Così quel giorno Saul mangiò con Samuele.
24 Και υψωσεν ο μαγειρος την πλατην και το επ' αυτην και εθεσεν εμπροσθεν του Σαουλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ιδου, το εναπολειφθεν? θες αυτο εμπροσθεν σου, φαγε? διοτι δια την ωραν ταυτην εφυλαχθη δια σε, οτε ειπα, Προσεκαλεσα τον λαον. Και εφαγεν ο Σαουλ μετα του Σαμουηλ εν τη ημερα εκεινη.
25 Scesero poi dall'altura in città; fu allestito un giaciglio per Saul sulla terrazza25 Και αφου κατεβησαν εκ του υψηλου τοπου εις την πολιν, συνωμιλησεν ο Σαμουηλ μετα του Σαουλ επι του δωματος.
26 ed egli vi si coricò.
Al sorgere dell'aurora Samuele chiamò Saul che era sulla terrazza, dicendo: "Alzati, perché devo congedarti". Saul si alzò e i due, cioè lui e Samuele, uscirono.
26 Και εσηκωθησαν ενωρις? και περι τα χαραγματα της ημερας, εκαλεσεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ οντα επι του δωματος, λεγων, Σηκωθητι, δια να σε εξαποστειλω. Και εσηκωθη ο Σαουλ, και εξηλθον αμφοτεροι, αυτος και ο Σαμουηλ, εως εξω.
27 Quando furono scesi alla periferia della città, Samuele disse a Saul: "Ordina al servo che ci oltrepassi e vada avanti" e il servo passò oltre. "Tu fermati un momento, perché io ti faccia intendere la parola di Dio".27 Καθως δε κατεβαινον εις το τελος της πολεως, ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Προσταξον τον υπηρετην να περαση εμπροσθεν ημων? και εκεινος επερασε? συ ομως σταθητι ολιγον, και θελω σοι αναγγειλει τον λογον του Θεου.