Vangelo secondo Luca 20
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Un giorno, mentre istruiva il popolo nel tempio e annunziava la parola di Dio, si avvicinarono i sommi sacerdoti e gli scribi con gli anziani e si rivolsero a lui dicendo: | 1 Και εν μια των ημερων εκεινων, ενω αυτος εδιδασκε τον λαον εν τω ιερω, και ευηγγελιζετο, ηλθον εξαιφνης οι αρχιερεις και οι γραμματεις μετα των πρεσβυτερων |
2 "Dicci con quale autorità fai queste cose o chi è che t'ha dato quest'autorità". | 2 και ειπον προς αυτον, λεγοντες? Ειπε προς ημας εν ποια εξουσια πραττεις ταυτα, η τις ειναι οστις σοι εδωκε την εξουσιαν ταυτην; |
3 E Gesù disse loro: "Vi farò anch'io una domanda e voi rispondetemi: | 3 Αποκριθεις δε ειπε προς αυτους? Θελω σας ερωτησει και εγω ενα λογον, και ειπατε μοι? |
4 Il battesimo di Giovanni veniva dal Cielo o dagli uomini?". | 4 το βαπτισμα του Ιωαννου εξ ουρανου ητο η εξ ανθρωπων; |
5 Allora essi discutevano fra loro: "Se diciamo "dal Cielo", risponderà: "Perché non gli avete creduto?". | 5 Οι δε εσυλλογισθησαν καθ' εαυτους λεγοντες, οτι Εαν ειπωμεν, Εξ ουρανου, θελει ειπει, Δια τι λοιπον δεν επιστευσατε εις αυτον; |
6 E se diciamo "dagli uomini", tutto il popolo ci lapiderà, perché è convinto che Giovanni è un profeta". | 6 Εαν δε ειπωμεν, Εξ ανθρωπων, πας ο λαος θελει μας λιθοβολησει? επειδη ειναι πεπεισμενοι οτι ο Ιωαννης ειναι προφητης. |
7 Risposero quindi di non saperlo. | 7 Και απεκριθησαν οτι δεν εξευρουσι ποθεν ητο. |
8 E Gesù disse loro: "Nemmeno io vi dico con quale autorità faccio queste cose". | 8 Και ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ουδε εγω σας λεγω εν ποια εξουσια πραττω ταυτα. |
9 Poi cominciò a dire al popolo questa parabola: "Un uomo 'piantò una vigna', l'affidò a dei coltivatori e se ne andò lontano per molto tempo. | 9 Ηρχισε δε να λεγη προς τον λαον την παραβολην ταυτην? Ανθρωπος τις εφυτευσεν αμπελωνα, και εμισθωσεν αυτον εις γεωργους, και απεδημησε πολυν καιρον. |
10 A suo tempo, mandò un servo da quei coltivatori perché gli dessero una parte del raccolto della vigna. Ma i coltivatori lo percossero e lo rimandarono a mani vuote. | 10 Και εν τω καιρω των καρπων απεστειλε προς τους γεωργους δουλον δια να δωσωσιν εις αυτον απο του καρπου του αμπελωνος? οι γεωργοι ομως δειραντες αυτον εξαπεστειλαν κενον? |
11 Mandò un altro servo, ma essi percossero anche questo, lo insultarono e lo rimandarono a mani vuote. | 11 Και παλιν επεμψεν αλλον δουλον. Πλην αυτοι δειραντες και εκεινον και ατιμασαντες εξαπεστειλαν κενον. |
12 Ne mandò ancora un terzo, ma anche questo lo ferirono e lo cacciarono. | 12 Και παλιν επεμψε τριτον. Αλλ' εκεινοι και τουτον πληγωσαντες απεδιωξαν. |
13 Disse allora il padrone della vigna: Che devo fare? Manderò il mio unico figlio; forse di lui avranno rispetto. | 13 Ειπε δε ο κυριος του αμπελωνος? Τι να καμω; ας πεμψω τον υιον μου τον αγαπητον? ισως ιδοντες τουτον θελουσιν εντραπει. |
14 Quando lo videro, i coltivatori discutevano fra loro dicendo: Costui è l'erede. Uccidiamolo e così l'eredità sarà nostra. | 14 Πλην ιδοντες αυτον οι γεωργοι, διελογιζοντο καθ' εαυτους λεγοντες? Ουτος ειναι ο κληρονομος? ελθετε ας φονευσωμεν αυτον, δια να γεινη ημων η κληρονομια. |
15 E lo cacciarono fuori della vigna e l'uccisero. Che cosa farà dunque a costoro il padrone della vigna? | 15 Και εκβαλοντες αυτον εξω του αμπελωνος, εφονευσαν? Τι λοιπον θελει καμει εις αυτους ο κυριος του αμπελωνος; |
16 Verrà e manderà a morte quei coltivatori, e affiderà ad altri la vigna". Ma essi, udito ciò, esclamarono: "Non sia mai!". | 16 Θελει ελθει και απολεσει τους γεωργους τουτους, και θελει δωσει τον αμπελωνα εις αλλους. Ακουσαντες δε ειπον? Μη γενοιτο. |
17 Allora egli si volse verso di loro e disse: "Che cos'è dunque ciò che è scritto: 'La pietra che i costruttori hanno scartata, è diventata testata d'angolo'? | 17 Ο δε εμβλεψας εις αυτους ειπε? Τι λοιπον ειναι τουτο το γεγραμμενον, Ο λιθος, τον οποιον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες, ουτος εγεινε κεφαλη γωνιας; |
18 Chiunque cadrà su quella pietra si sfracellerà e a chi cadrà addosso, lo stritolerà". | 18 Πας οστις πεση επι τον λιθον εκεινον θελει συντριφθη? εις οντινα δε επιπεση, θελει κατασυντριψει αυτον. |
19 Gli scribi e i sommi sacerdoti cercarono allora di mettergli addosso le mani, ma ebbero paura del popolo. Avevano capito che quella parabola l'aveva detta per loro. | 19 Και εζητησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις να βαλωσιν επ' αυτον τας χειρας εν αυτη τη ωρα, πλην εφοβηθησαν τον λαον? διοτι ηνοησαν οτι προς αυτους ειπε την παραβολην ταυτην. |
20 Postisi in osservazione, mandarono informatori, che si fingessero persone oneste, per coglierlo in fallo nelle sue parole e poi consegnarlo all'autorità e al potere del governatore. | 20 Και παραφυλαξαντες απεστειλαν ενεδρευτας, υποκρινομενους οτι ειναι δικαιοι, επι σκοπω να πιασωσιν αυτον απο λογου, δια να παραδωσωσιν αυτον εις την αρχην και εις την εξουσιαν του ηγεμονος. |
21 Costoro lo interrogarono: "Maestro, sappiamo che parli e insegni con rettitudine e non guardi in faccia a nessuno, ma insegni secondo verità la via di Dio. | 21 Και ηρωτησαν αυτον λεγοντες? Διδασκαλε, εξευρομεν οτι ορθως ομιλεις και διδασκεις και δεν βλεπεις εις προσωπον, αλλ' επ' αληθειας την οδον του Θεου διδασκεις? |
22 È lecito che noi paghiamo il tributo a Cesare?". | 22 ειναι συγκεχωρημενον εις ημας να δωσωμεν φορον εις τον Καισαρα η ουχι; |
23 Conoscendo la loro malizia, disse: | 23 Εννοησας δε την πανουργιαν αυτων, ειπε προς αυτους? Τι με πειραζετε; |
24 "Mostratemi un denaro: di chi è l'immagine e l'iscrizione?". Risposero: "Di Cesare". | 24 δειξατε μοι δηναριον? τινος εικονα εχει και επιγραφην; Και αποκριθεντες ειπον? Του Καισαρος. |
25 Ed egli disse: "Rendete dunque a Cesare ciò che è di Cesare e a Dio ciò che è di Dio". | 25 Ο δε ειπε προς αυτους? Αποδοτε λοιπον τα του Καισαρος εις τον Καισαρα και τα του Θεου εις τον Θεον. |
26 Così non poterono coglierlo in fallo davanti al popolo e, meravigliati della sua risposta, tacquero. | 26 Και δεν ηδυνηθησαν να πιασωσιν αυτον απο λογου εμπροσθεν του λαου, και θαυμασαντες δια την αποκρισιν αυτου εσιωπησαν. |
27 Gli si avvicinarono poi alcuni sadducei, i quali negano che vi sia la risurrezione, e gli posero questa domanda: | 27 Προσελθοντες δε τινες των Σαδδουκαιων, οιτινες αρνουνται οτι ειναι αναστασις, ηρωτησαν αυτον, |
28 "Maestro, Mosè ci ha prescritto: Se a qualcuno muore un fratello che ha moglie, ma senza figli, suo fratello si prenda la vedova e dia una discendenza al proprio fratello. | 28 λεγοντες? Διδασκαλε, ο Μωυσης μας εγραψεν? Εαν τινος ο αδελφος αποθανη εχων γυναικα, και ουτος αποθανη ατεκνος, να λαβη ο αδελφος αυτου την γυναικα και να εξαναστηση σπερμα εις τον αδελφον αυτου. |
29 C'erano dunque sette fratelli: il primo, dopo aver preso moglie, morì senza figli. | 29 Ησαν λοιπον επτα αδελφοι? και ο πρωτος λαβων γυναικα, απεθανεν ατεκνος? |
30 Allora la prese il secondo | 30 και ελαβεν ο δευτερος την γυναικα, και ουτος απεθανεν ατεκνος? |
31 e poi il terzo e così tutti e sette; e morirono tutti senza lasciare figli. | 31 και ο τριτος ελαβεν αυτην? ωσαυτως δε και οι επτα? και δεν αφηκαν τεκνα, και απεθανον. |
32 Da ultimo anche la donna morì. | 32 Υστερον δε παντων απεθανε και η γυνη. |
33 Questa donna dunque, nella risurrezione, di chi sarà moglie? Poiché tutti e sette l'hanno avuta in moglie". | 33 Εν τη αναστασει λοιπον τινος αυτων γινεται γυνη; διοτι και οι επτα ελαβον αυτην γυναικα. |
34 Gesù rispose: "I figli di questo mondo prendono moglie e prendono marito; | 34 Και ο Ιησους αποκριθεις ειπε προς αυτους? οι υιοι του αιωνος τουτου νυμφευουσι και νυμφευονται? |
35 ma quelli che sono giudicati degni dell'altro mondo e della risurrezione dai morti, non prendono moglie né marito; | 35 οι δε καταξιωθεντες να απολαυσωσιν εκεινον τον αιωνα και την εκ νεκρων αναστασιν ουτε νυμφευουσιν ουτε νυμφευονται? |
36 e nemmeno possono più morire, perché sono uguali agli angeli e, essendo figli della risurrezione, sono figli di Dio. | 36 διοτι ουτε να αποθανωσι πλεον δυνανται? επειδη ειναι ισαγγελοι και ειναι υιοι του Θεου, οντες υιοι της αναστασεως. |
37 Che poi i morti risorgono, lo ha indicato anche Mosè a proposito del roveto, quando chiama il Signore: 'Dio di Abramo, Dio di Isacco e Dio di Giacobbe'. | 37 Οτι δε εγειρονται οι νεκροι, και ο Μωυσης εφανερωσεν επι της βατου, οτε λεγει Κυριον τον Θεον του Αβρααμ και τον Θεον του Ισαακ και τον Θεον του Ιακωβ. |
38 Dio non è Dio dei morti, ma dei vivi; perché tutti vivono per lui". | 38 Ο δε Θεος δεν ειναι νεκρων, αλλα ζωντων? διοτι παντες ζωσι εν αυτω. |
39 Dissero allora alcuni scribi: "Maestro, hai parlato bene". | 39 Αποκριθεντες δε τινες των γραμματεων ειπον? Διδασκαλε, καλως ειπας. |
40 E non osavano più fargli alcuna domanda. | 40 Και δεν ετολμων πλεον να ερωτωσιν αυτον ουδεν. |
41 Egli poi disse loro: "Come mai dicono che il Cristo è figlio di Davide, | 41 Ειπε δε προς αυτους? Πως λεγουσι τον Χριστον οτι ειναι υιος του Δαβιδ; |
42 se Davide stesso nel libro dei Salmi dice: 'Ha detto il Signore al mio Signore: siedi alla mia destra,' | 42 Και αυτος ο Δαβιδ λεγει εν τη βιβλω των ψαλμων? Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου, |
43 'finché io ponga i tuoi nemici come sgabello ai tuoi piedi?' | 43 εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου. |
44 Davide dunque lo chiama Signore; perciò come può essere suo figlio?". | 44 Ο Δαβιδ λοιπον ονομαζει αυτον Κυριον? και πως ειναι υιος αυτου; |
45 E mentre tutto il popolo ascoltava, disse ai discepoli: | 45 Και ενω ηκουε πας ο λαος, ειπε προς τους μαθητας αυτου? |
46 "Guardatevi dagli scribi che amano passeggiare in lunghe vesti e hanno piacere di esser salutati nelle piazze, avere i primi seggi nelle sinagoghe e i primi posti nei conviti; | 46 Προσεχετε απο των γραμματεων, οιτινες θελουσι να περιπατωσιν εστολισμενοι και αγαπωσιν ασπασμους εν ταις αγοραις και πρωτοκαθεδριας εν ταις συναγωγαις και τους πρωτους τοπους εν τοις δειπνοις, |
47 divorano le case delle vedove, e in apparenza fanno lunghe preghiere. Essi riceveranno una condanna più severa". | 47 οιτινες κατατρωγουσι τας οικιας των χηρων, και τουτο επι προφασει οτι καμνουσι μακρας προσευχας? ουτοι θελουσι λαβει μεγαλητεραν καταδικην. |