Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Jesaja 42


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Seht, das ist mein Knecht, den ich stütze;
das ist mein Erwählter, an ihm finde ich Gefallen. Ich habe meinen Geist auf ihn gelegt,
er bringt den Völkern das Recht.
1 Ιδου, ο δουλος μου, τον οποιον υπεστηριξα? ο εκλεκτος μου, εις τον οποιον η ψυχη μου ευηρεστηθη? εθεσα το πνευμα μου επ' αυτον? θελει εξαγγειλει κρισιν εις τα εθνη.
2 Er schreit nicht und lärmt nicht
und lässt seine Stimme nicht auf der Straße erschallen.
2 Δεν θελει φωναξει ουδε θελει ανακραξει ουδε θελει καμει την φωνην αυτου να ακουσθη εν ταις οδοις.
3 Das geknickte Rohr zerbricht er nicht
und den glimmenden Docht löscht er nicht aus;
ja, er bringt wirklich das Recht.
3 Καλαμον συντεθλασμενον δεν θελει συντριψει και λιναριον καπνιζον δεν θελει σβυσει? θελει εκφερει κρισιν εν αληθεια.
4 Er wird nicht müde und bricht nicht zusammen,
bis er auf der Erde das Recht begründet hat.
Auf sein Gesetz warten die Inseln.
4 Δεν θελει εκλιπει ουδε θελει μικροψυχησει, εωσου βαλη κρισιν εν τη γη? και αι νησοι θελουσι προσμενει τον νομον αυτου.
5 So spricht Gott, der Herr,
der den Himmel erschaffen und ausgespannt hat,
der die Erde gemacht hat und alles, was auf ihr wächst, der den Menschen auf der Erde den Atem verleiht
und allen, die auf ihr leben, den Geist:
5 Ουτω λεγει ο Θεος ο Κυριος, ο ποιησας τους ουρανους και εκτεινας αυτους? ο στερεωσας την γην και τα γεννωμενα εξ αυτης? ο διδους πνοην εις τον λαον τον επ' αυτης και πνευμα εις τους περιπατουντας επ' αυτης?
6 Ich, der Herr, habe dich aus Gerechtigkeit gerufen,
ich fasse dich an der Hand. Ich habe dich geschaffen und dazu bestimmt,
der Bund für mein Volk
und das Licht für die Völker zu sein:
6 Εγω ο Κυριος σε εκαλεσα εν δικαιοσυνη, και θελω κρατει την χειρα σου και θελω σε φυλαττει και θελω σε καταστησει διαθηκην του λαου, φως των εθνων?
7 blinde Augen zu öffnen,
Gefangene aus dem Kerker zu holen und alle, die im Dunkel sitzen,
aus ihrer Haft zu befreien.
7 δια να ανοιξης τους οφθαλμους των τυφλων, να εκβαλης τους δεσμιους εκ των δεσμων, τους καθημενους εν σκοτει εκ του οικου της φυλακης.
8 Ich bin Jahwe, das ist mein Name;
ich überlasse die Ehre, die mir gebührt, keinem andern,
meinen Ruhm nicht den Götzen.
8 Εγω ειμαι ο Κυριος? τουτο ειναι το ονομα μου? και δεν θελω δωσει την δοξαν μου εις αλλον ουδε την αινεσιν μου εις τα γλυπτα.
9 Seht, das Frühere ist eingetroffen,
Neues kündige ich an. Noch ehe es zum Vorschein kommt,
mache ich es euch bekannt.
9 Ιδου, ηλθον τα απ' αρχης? και εγω αναγγελλω νεα πραγματα? πριν εκφυωσι, λαλω περι αυτων εις εσας.
10 Singt dem Herrn ein neues Lied,
verkündet seinen Ruhm bis ans Ende der Erde! Es jauchze das Meer und alles, was es erfüllt,
die Inseln und ihre Bewohner.
10 Ψαλλετε εις τον Κυριον ασμα νεον, την δοξαν αυτου εκ των ακρων της γης, σεις οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν και παντα τα εν αυτη? αι νησοι και οι κατοικουντες αυτας.
11 Die Wüste und ihre Städte sollen sich freuen,
die Dörfer, die Kedar bewohnt. Die Bewohner von Sela sollen singen vor Freude
und jubeln auf den Gipfeln der Berge.
11 Η ερημος και αι πολεις αυτης ας υψωσωσι φωνην, αι κωμαι τας οποιας κατοικει ο Κηδαρ? ας ψαλλωσιν οι κατοικοι της Σελα, ας αλαλαζωσιν εκ των κορυφων των ορεων.
12 Sie sollen die Herrlichkeit des Herrn verkünden,
seinen Ruhm auf den Inseln verbreiten.
12 Ας δωσωσι δοξαν εις τον Κυριον και ας αναγγειλωσι την αινεσιν αυτου εν ταις νησοις.
13 Der Herr zieht in den Kampf wie ein Held,
er entfacht seine Leidenschaft wie ein Krieger. Er erhebt den Schlachtruf und schreit,
er zeigt sich als Held gegenüber den Feinden.
13 Ο Κυριος θελει εξελθει ως ισχυρος? θελει διεγειρει ζηλον ως πολεμιστης? θελει φωναξει, μαλιστα θελει βρυχησει, θελει υπερισχυσει κατα των πολεμιων αυτου.
14 Ich hatte sehr lange geschwiegen,
ich war still und hielt mich zurück. Wie eine Gebärende will ich nun schreien,
ich schnaube und schnaufe.
14 Απο πολλου εσιωπησα? θελω μεινει ησυχος; θελω κρατησει εμαυτον; τωρα θελω φωναξει ως η τικτουσα? θελω καταστρεψει και καταπιει ομου.
15 Die Berge und Hügel dörre ich aus
und lasse ihr Gras völlig vertrocknen. Flüsse mache ich zu festem Boden
und Teiche lege ich trocken.
15 Θελω ερημωσει ορη και λοφους και καταξηρανει παντα τον χορτον αυτων? και θελω καταστησει τους ποταμους νησους και τας λιμνας θελω ξηρανει.
16 Blinde führe ich auf Wegen, die sie nicht kennen,
auf unbekannten Pfaden lasse ich sie wandern. Die Finsternis vor ihren Augen mache ich zu Licht;
was krumm ist, mache ich gerade. Das sind die Taten, die ich vollbrachte,
und ich lasse davon nicht mehr ab.
16 Και θελω φερει τους τυφλους δι' οδου την οποιαν δεν ηξευρον, θελω οδηγησει αυτους εις τριβους τας οποιας δεν εγνωριζον? το σκοτος θελω καμει φως εμπροσθεν αυτων και τα σκολια ευθεα. Ταυτα τα πραγματα θελω καμει εις αυτους και δεν θελω εγκαταλειψει αυτους.
17 Alle müssen weichen und werden beschämt,
die auf Götzenbilder vertrauen, die zu gegossenen Bildern sagen:
Ihr seid unsere Götter.
17 Εστραφησαν εις τα οπισω, κατησχυνθησαν οι θαρρουντες επι τα γλυπτα, οι λεγοντες προς τα χωνευτα, σεις εισθε οι θεοι ημων.
18 Ihr, die ihr taub seid, hört,
ihr Blinden, blickt auf und seht her!
18 Ακουσατε, κωφοι? και ανοιξατε τους οφθαλμους σας, τυφλοι, δια να ιδητε.
19 Wer ist so blind wie mein Knecht
und so taub wie der Bote, den ich sende? Wer ist so blind wie mein Vertrauter
und so taub wie der Knecht des Herrn?
19 Τις τυφλος, παρα ο δουλος μου; η κωφος, παρα ο μηνυτης μου, τον οποιον απεστειλα; τις τυφλος, παρα ο τελειος; και τις τυφλος, παρα ο δουλος του Κυριου;
20 Vieles sieht er, aber er beachtet es nicht;
die Ohren hat er offen und hört doch nicht.
20 Βλεπεις πολλα αλλα δεν παρατηρεις? ανοιγεις τα ωτα αλλα δεν ακουεις.
21 Der Herr hatte um seiner Gerechtigkeit willen beschlossen,
das Gesetz groß und herrlich zu machen.
21 Ο Κυριος ευνοησε προς αυτον ενεκεν της δικαιοσυνης αυτου? θελει μεγαλυνει τον νομον αυτου και καταστησει εντιμον.
22 Doch jetzt sind sie ein beraubtes, ausgeplündertes Volk;
alle sind in den Kerker geworfen, ins Gefängnis gesperrt. Sie wurden als Beute verschleppt
und kein Retter war da; sie wurden ausgeplündert und niemand sagte:
Gib es zurück!
22 Πλην αυτος ειναι λαος διηρπαγμενος και γεγυμνωμενος? ειναι παντες πεπαγιδευμενοι εν σπηλαιοις και κεκρυμμενοι εν ταις φυλακαις? ειναι λαφυρον και δεν υπαρχει ο λυτρονων? διαρπαγμα, και ουδεις ο λεγων, Επιστρεψον αυτο.
23 Wer von euch vernimmt diese Worte,
wer merkt auf und hört künftig darauf?
23 Τις απο σας θελει δωσει ακροασιν εις τουτο; θελει προσεξει και ακουσει εις το μετα ταυτα;
24 Wer lieferte Jakob den Plünderern aus
und Israel den Räubern? Hat nicht der Herr es getan,
gegen den wir gesündigt hatten? Sie wollten nicht auf seinen Wegen gehen,
sie hörten nicht auf sein Gesetz.
24 Τις παρεδωκε τον Ιακωβ εις διαρπαγην και τον Ισραηλ εις λεηλατιστας; ουχι ο Κυριος, αυτος εις τον οποιον ημαρτησαμεν; διοτι δεν ηθελησαν να περιπατησωσιν εν ταις οδοις αυτου ουδε υπηκουσαν εις τον νομον αυτου.
25 Da goss er über sie seinen glühenden Zorn aus
und den Schrecken des Krieges:Ringsum hat er sie umlodert,
doch sie merkten es nicht; du hast sie in Brand gesetzt,
doch sie nahmen es sich nicht zu Herzen.
25 Δια τουτο εξεχεεν επ' αυτον την σφοδροτητα της οργης αυτου και την ορμην του πολεμου? και συνεφλεξεν αυτον πανταχοθεν αλλ' αυτος δεν ενοησε? και εκαυσεν αυτον αλλ' αυτος δεν εβαλε τουτο εν τη καρδια αυτου.