Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Proverbia 24


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Ne æmuleris viros malos,
nec desideres esse cum eis :
1 Μη ζηλευε τους κακους ανθρωπους, μηδε επιθυμει να ησαι μετ' αυτων?
2 quia rapinas meditatur mens eorum,
et fraudes labia eorum loquuntur.
2 διοτι η καρδια αυτων μελετα καταδυναστευσιν, και τα χειλη αυτων λαλουσι κακουργιας.
3 Sapientia ædificabitur domus,
et prudentia roborabitur.
3 Δια της σοφιας οικοδομειται οικος και δια της συνεσεως στερεονεται.
4 In doctrina replebuntur cellaria,
universa substantia pretiosa et pulcherrima.
4 Και δια της γνωσεως τα ταμεια θελουσι γεμισθη απο παντος πολυτιμου και ευφροσυνου πλουτου.
5 Vir sapiens fortis est,
et vir doctus robustus et validus :
5 Ο σοφος ανθρωπος ισχυει, και ο ανθρωπος ο φρονιμος αυξανει δυναμιν.
6 quia cum dispositione initur bellum,
et erit salus ubi multa consilia sunt.
6 Διοτι δια σοφων βουλων θελεις καμει τον πολεμον σου? εκ του πληθους δε των συμβουλων προερχεται σωτηρια.
7 Excelsa stulto sapientia ;
in porta non aperiet os suum.
7 Η σοφια ειναι παραπολυ υψηλη δια τον αφρονα? δεν θελει ανοιξει το στομα αυτου εν τη πυλη.
8 Qui cogitat mala facere stultus vocabitur :
8 Οστις μελετα να πραξη κακον, θελει ονομασθη ανηρ κακεντρεχης.
9 cogitatio stulti peccatum est,
et abominatio hominum detractor.
9 Η μελετη της αφροσυνης ειναι αμαρτια? και ο χλευαστης βδελυγμα εις τους ανθρωπους.
10 Si desperaveris lassus in die angustiæ,
imminuetur fortitudo tua.
10 Εαν μικροψυχησης εν τη ημερα της συμφορας, μικρα ειναι η δυναμις σου.
11 Erue eos qui ducuntur ad mortem,
et qui trahuntur ad interitum, liberare ne cesses.
11 Ελευθερονε τους συρομενους εις θανατον, και μη αποσυρου απο των οντων εις ακμην σφαγης.
12 Si dixeris : Vires non suppetunt ;
qui inspector est cordis ipse intelligit :
et servatorem animæ tuæ nihil fallit,
reddetque homini juxta opera sua.
12 Εαν ειπης, Ιδου, ημεις δεν εξευρομεν τουτο? δεν γνωριζει ο σταθμιζων τας καρδιας; και ο φυλαττων την ψυχην σου και αποδιδων εις εκαστον κατα τα εργα αυτου, δεν εξευρει;
13 Comede, fili mi, mel, quia bonum est,
et favum dulcissimum gutturi tuo.
13 Υιε μου, φαγε μελι, διοτι ειναι καλον? και κηρηθραν, διοτι ειναι γλυκεια επι του ουρανισκον σου?
14 Sic et doctrina sapientiæ animæ tuæ :
quam cum inveneris, habebis in novissimis spem,
et spes tua non peribit.
14 Τοιαυτη θελει εισθαι εις την ψυχην σου η γνωσις της σοφιας? οταν ευρης αυτην, τοτε θελεις λαβει αμοιβην, και η ελπις σου δεν θελει εκκοπη.
15 Ne insidieris, et quæras impietatem in domo justi,
neque vastes requiem ejus.
15 Μη στηνε παγιδα, ω ανομε, κατα της κατοικιας του δικαιου? μη ταραξης τον τοπον της αναπαυσεως αυτου?
16 Septies enim cadet justus, et resurget :
impii autem corruent in malum.
16 διοτι ο δικαιος πιπτει επτακις και σηκονεται? αλλ' οι ασεβεις θελουσι πεσει εις ολεθρον.
17 Cum ceciderit inimicus tuus ne gaudeas,
et in ruina ejus ne exsultet cor tuum :
17 Εις την πτωσιν του εχθρου σου μη χαρης? και εις το ολισθημα αυτου ας μη ευφραινεται η καρδια σου?
18 ne forte videat Dominus, et displiceat ei,
et auferat ab eo iram suam.
18 Μηποτε ο Κυριος ιδη και φανη τουτο κακον εις τους οφθαλμους αυτου και μεταστρεψη τον θυμον αυτου απ' αυτου.
19 Ne contendas cum pessimis,
nec æmuleris impios :
19 Μη αγανακτει περι των πονηρευομενων? μη ζηλευε τους ασεβεις?
20 quoniam non habent futurorum spem mali,
et lucerna impiorum extinguetur.
20 διοτι δεν θελει εχει τελος αγαθον ο κακος? ο λυχνος των ασεβων θελει σβεσθη.
21 Time Dominum, fili mi, et regem,
et cum detractoribus non commiscearis :
21 Υιε μου, φοβου τον Κυριον και τον βασιλεα? και μη εχε συγκοινωνιαν μετα στασιαστων?
22 quoniam repente consurget perditio eorum,
et ruinam utriusque quis novit ?
22 διοτι η συμφορα αυτων θελει επελθει εξαιφνης? και τις γνωριζει αμφοτερων τας τιμωριας;
23 Hæc quoque sapientibus. Cognoscere personam in judicio non est bonum.
23 Ταυτα προσετι ειναι δια τους σοφους. Η προσωποληψια εν τη κρισει δεν ειναι καλον.
24 Qui dicunt impio : Justus es : maledicent eis populi,
et detestabuntur eos tribus.
24 Τον λεγοντα προς τον ασεβη, Εισαι δικαιος, τουτον οι λαοι θελουσι καταρασθη και τα εθνη θελουσι βδελυττεσθαι?
25 Qui arguunt eum laudabuntur,
et super ipsos veniet benedictio.
25 αλλ' εις τους ελεγχοντας αυτον θελει εισθαι χαρις, και ευλογια αγαθων θελει ελθει επ' αυτους.
26 Labia deosculabitur
qui recta verba respondet.
26 Οστις αποκρινεται λογους ορθους, ειναι ως ο φιλων τα χειλη.
27 Præpara foris opus tuum,
et diligenter exerce agrum tuum,
ut postea ædifices domum tuam.
27 Διαταττε το εργον σου εξω και προετοιμαζε αυτο εις σεαυτον εν τω αγρω? και επειτα οικοδομησον τον οικον σου.
28 Ne sis testis frustra contra proximum tuum,
nec lactes quemquam labiis tuis.
28 Μη ησο μαρτυς αδικος κατα του πλησιον σου, μηδε απατα δια των χειλεων σου.
29 Ne dicas : Quomodo fecit mihi, sic faciam ei ;
reddam unicuique secundum opus suum.
29 Μη ειπης, Καθως εκαμεν εις εμε, ουτω θελω καμει εις αυτον? θελω αποδωσει εις τον ανθρωπον κατα το εργον αυτου.
30 Per agrum hominis pigri transivi,
et per vineam viri stulti :
30 Διεβαινον δια του αγρου του οκνηρου και δια του αμπελωνος του ανθρωπου του ενδεους φρενων?
31 et ecce totum repleverant urticæ,
et operuerant superficiem ejus spinæ,
et maceria lapidum destructa erat.
31 και ιδου, πανταχου ειχον βλαστησει ακανθαι? κνιδαι ειχον σκεπασει το προσωπον αυτου, και το λιθοφραγμα αυτου ητο κατακεκρημνισμενον.
32 Quod cum vidissem, posui in corde meo,
et exemplo didici disciplinam.
32 Τοτε εγω θεωρησας εσυλλογισθην εν τη καρδια μου? ειδον, και ελαβον διδασκαλιαν.
33 Parum, inquam, dormies, modicum dormitabis ;
pauxillum manus conseres ut quiescas :
33 Ολιγος υπνος, ολιγος νυσταγμος, ολιγη συμπλοκη των χειρων εις τον υπνον?
34 et veniet tibi quasi cursor egestas,
et mendicitas quasi vir armatus.
34 επειτα η πτωχεια σου ερχεται ως ταχυδρομος, και η ενδεια σου ως ανηρ ενοπλος.