Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 1


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et rex David senuerat habebat que aetatis plurimos dies; cum que operiretur vestibus, non calefiebat.1 Και ο βασιλευς Δαβιδ ητο γερων, προβεβηκως την ηλικιαν? και εσκεπαζον αυτον με ιματια, πλην δεν εθερμαινετο.
2 Dixerunt ergo ei servi sui: “ Quaeratur domino nostro regi adulescentula virgo et stet coram rege et curam eius agat dormiatque in sinu tuo et calefaciat dominum nostrum regem ”.2 Και ειπον οι δουλοι αυτου προς αυτον, Ας ζητησωσι δια τον κυριον μου τον βασιλεα νεανιδα παρθενον, δια να ισταται εμπροσθεν του βασιλεως και να περιθαλπη αυτον, και να κοιμαται εις τον κολπον σου, δια να θερμαινηται ο κυριος μου ο βασιλευς.
3 Quaesierunt igitur adulescentulam speciosam in omnibus finibus Israel et invenerunt Abisag Sunamitin et adduxerunt eam ad regem.3 Και εζητησαν εν πασι τοις οριοις του Ισραηλ νεανιδα ωραιαν? και ευρηκαν την Αβισαγ την Σουναμιτιν, και εφεραν αυτην προς τον βασιλεα.
4 Erat autem puella pulchra nimis et curam agebat regis et ministrabat ei; rex vero non cognovit eam.
4 Ητο δε η νεανις ωραια σφοδρα, και περιεθαλπε τον βασιλεα, και υπηρετει αυτον? πλην ο βασιλευς δεν εγνωρισεν αυτην.
5 Adonias autem filius Haggith elevabatur dicens: “ Ego regnabo! ”. Fecitque sibi currum et equites et quinquaginta viros, qui ante eum currerent.5 Τοτε Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ επηρθη εις εαυτον, λεγων, Εγω θελω βασιλευσει και ητοιμασεν εις εαυτον αμαξας και ιππεις και πεντηκοντα ανδρας προτρεχοντας εμπροσθεν αυτου.
6 Nec corripuit eum pater suus aliquando dicens: “ Quare hoc fecisti? ”. Erat autem et ipse pulcher valde, secundus natu post Absalom.6 Ο δε πατηρ αυτου δεν επικραινε ποτε αυτον, λεγων, Δια τι συ πραττεις ουτω; ητο δε και ωραιος την οψιν σφοδρα? και η μητηρ αυτου εγεννησεν αυτον μετα τον Αβεσσαλωμ.
7 Et sermo ei cum Ioab filio Sarviae et cum Abiathar sacerdote, qui adiuvabant partes Adoniae.7 Και συνελαλησε μετα του Ιωαβ υιου της Σερουιας, και μετα Αβιαθαρ του ιερεως? και ουτοι, ακολουθησαντες τον Αδωνιαν, εβοηθουν αυτον.
8 Sadoc vero sacerdos et Banaias filius Ioiadae et Nathan propheta et Semei et Rei et robur exercitus David non erat cum Adonia.8 Σαδωκ ομως ο ιερευς και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και Ναθαν ο προφητης και Σιμει και Ρει και οι δυνατοι του Δαβιδ δεν ησαν μετα του Αδωνια.
9 Immolatis ergo Adonias ovibus et vitulis et pinguibus iuxta lapidem Zoheleth, qui erat vicinus fonti Rogel, vocavit universos fratres suos filios regis et omnes viros Iudae servos regis;9 Και εσφαξεν ο Αδωνιας προβατα και βοας και σιτευτα πλησιον της πετρας του Ζωελεθ, ητις ειναι πλησιον της Εν-ρωγηλ, και εκαλεσε παντας τους αδελφους αυτου τους υιους του βασιλεως και παντας τους ανδρας του Ιουδα τους δουλους του βασιλεως.
10 Nathan autem prophetam et Banaiam et robustos quosque et Salomonem fratrem suum non vocavit.
10 Τον Ναθαν ομως τον προφητην και τον Βεναιαν και τους δυνατους και Σολομωντα τον αδελφον αυτου δεν εκαλεσε.
11 Dixit itaque Nathan ad Bethsabee matrem Salomonis: “ Num audisti quod regnaverit Adonias filius Haggith, et dominus noster David hoc ignorat?11 Και ειπεν ο Ναθαν προς την Βηθ-σαβεε την μητερα του Σολομωντος, λεγων, Δεν ηκουσας οτι εβασιλευσεν Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ, και ο κυριος ημων Δαβιδ δεν εξευρει τουτο;
12 Nunc ergo veni, accipe a me consilium et salva animam tuam filiique tui Salomonis.12 τωρα λοιπον ελθε να σοι δωσω, παρακαλω, συμβουλην, δια να σωσης την ζωην σου και την ζωην του υιου σου Σολομωντος?
13 Vade et ingredere ad regem David et dic ei: Nonne tu, domine mi rex, iurasti mihi ancillae tuae dicens: “Salomon filius tuus regnabit post me et ipse sedebit in solio meo”? Quare ergo regnat Adonias?13 υπαγε και εισελθε προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Κυριε μου βασιλευ, συ δεν ωμοσας εις την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου; δια τι λοιπον εβασιλευσεν ο Αδωνιας;
14 Et, adhuc ibi te loquente cum rege, ego veniam post te et complebo sermones tuos ”.
14 ιδου, ενω ετι συ λαλεις εκει μετα του βασιλεως, θελω ελθει και εγω κατοπιν σου και θελω αναπληρωσει τους λογους σου.
15 Ingressa est itaque Bethsabee ad regem in cubiculo; rex autem senuerat nimis, et Abisag Sunamitis ministrabat ei.15 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα εις τον κοιτωνα? ητο δε ο βασιλευς γερων σφοδρα και Αβισαγ η Σουναμιτις υπηρετει τον βασιλεα.
16 Inclinavit se Bethsabee et adoravit regem; ad quam rex: “ Quid tibi, inquit, vis? ”.16 Και κυψασα η Βηθ-σαβεε, προσεκυνησε τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπε, Τι εχεις;
17 Quae respondens ait: “ Domine mi, tu iurasti per Dominum Deum tuum ancillae tuae: “Salomon filius tuus regnabit post me, et ipse sedebit in solio meo”;17 Η δε ειπε προς αυτον, Κυριε μου, συ ωμοσας εις Κυριον τον Θεον σου προς την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως ο Σολομων, ο υιος σου, θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου?
18 et ecce nunc Adonias regnat, te, domine mi rex, ignorante.18 αλλα τωρα, ιδου, ο Αδωνιας εβασιλευσε? και συ τωρα, κυριε μου βασιλευ, δεν εξευρεις τουτο?
19 Mactavit boves et pinguia quaeque et oves plurimas et vocavit omnes filios regis, Abiathar quoque sacerdotem et Ioab principem militiae; Salomonem autem servum tuum non vocavit.19 και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και Αβιαθαρ τον ιερεα και Ιωαβ τον αρχιστρατηγον? τον δουλον σου ομως Σολομωντα δεν εκαλεσεν?
20 Verumtamen, domine mi rex, in te oculi respiciunt totius Israel, ut indices eis quis sedere debeat in solio tuo, domine mi rex, post te.20 αλλ' εις σε, κυριε μου βασιλευ, εις σε αποβλεπουσιν οι οφθαλμοι παντος του Ισραηλ, δια να απαγγειλης προς αυτους τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον?
21 Eritque, cum dormierit dominus meus rex cum patribus suis, erimus ego et filius meus Salomon peccatores ”.
21 ειδεμη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς κοιμηθη μετα των πατερων αυτου, εγω και ο υιος μου ο Σολομων θελομεν θεωρεισθαι πταισται.
22 Adhuc illa loquente cum rege, Nathan propheta venit;22 Και ιδου, ενω αυτη ελαλει ετι μετα του βασιλεως, ηλθε και Ναθαν ο προφητης.
23 et nuntiaverunt regi dicentes: “ Adest Nathan propheta ”. Cumque introisset ante conspectum regis et adorasset eum pronus in terram,23 Και ανηγγειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Ιδου, Ναθαν ο προφητης. Και εισελθων ενωπιον του βασιλεως, προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
24 dixit Nathan: “ Domine mi rex, tu ergo dixisti: “Adonias regnet post me, et ipse sedeat super thronum meum”?24 Και ειπεν ο Ναθαν, Κυριε μου βασιλευ, συ ειπας, Ο Αδωνιας θελει βασιλευσει μετ' εμε και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου;
25 Quia descendit hodie et immolavit boves et pinguia et arietes plurimos et vocavit universos filios regis et principes exercitus, Abiathar quoque sacerdotem; illique vescentes et bibentes coram eo dixerunt: “Vivat rex Adonias!”.25 διοτι κατεβη σημερον και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και τους στρατηγους και Αβιαθαρ τον ιερεα? και ιδου, τρωγουσι και πινουσιν ενωπιον αυτου και λεγουσι, Ζητω ο βασιλευς Αδωνιας?
26 Me autem servum tuum et Sadoc sacerdotem et Banaiam filium Ioiadae et Salomonem famulum tuum non vocavit.26 εμε δε, εμε τον δουλον σου, και Σαδωκ τον ιερεα και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και Σολομωντα τον δουλον σου δεν εκαλεσε?
27 Numquid a domino meo rege exivit hoc verbum, et mihi non indicasti servo tuo quis sessurus esset super thronum domini mei regis post eum? ”.
27 παρα του κυριου μου του βασιλεως εγεινε το πραγμα τουτο, και δεν εφανερωσας εις τον δουλον σου τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον;
28 Et respondit rex David dicens: “ Vocate ad me Bethsabee ”. Quae cum fuisset ingressa coram rege et stetisset ante eum,28 Και απεκριθη ο βασιλευς Δαβιδ και ειπε, Καλεσατε μοι την Βηθ-σαβεε. Και εισηλθεν ενωπιον του βασιλεως και εσταθη εμπροσθεν του βασιλεως.
29 iuravit rex et ait: “ Vivit Dominus, qui eruit animam meam de omni angustia,29 Και ωμοσεν ο βασιλευς και ειπε, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου εκ πασης στενοχωριας,
30 quia, sicut iuravi tibi per Dominum, Deum Israel, dicens: Salomon filius tuus regnabit post me et ipse sedebit super solium meum pro me, sic faciam hodie ”.30 βεβαιως, καθως ωμοσα προς σε εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, λεγων, οτι Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει αντ' εμου επι του θρονου μου, ουτω θελω καμει την ημεραν ταυτην.
31 Summissoque Bethsabee in terram vultu, adoravit regem dicens: “ Vivat dominus meus rex David in aeternum! ”.
31 Τοτε η Βηθ-σαβεε, κυψασα κατα προσωπον εως εδαφους, προσεκυνησε τον βασιλεα και ειπε, Ζητω ο κυριος μου ο βασιλευς Δαβιδ εις τον αιωνα.
32 Dixit quoque rex David: “ Vocate mihi Sadoc sacerdotem et Nathan prophetam et Banaiam filium Ioiadae ”. Qui cum ingressi fuissent coram rege,32 Και ειπεν ο βασιλευς Δαβιδ, Καλεσατε μοι Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητην και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε. Και ηλθον ενωπιον του βασιλεως.
33 dixit ad eos: “ Tollite vobiscum servos domini vestri et imponite Salomonem filium meum, super mulam meam et ducite eum in Gihon,33 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Λαβετε μεθ' εαυτων τους δουλους του κυριου σας και καθισατε Σολομωντα τον υιον μου επι την ημιονον μου και καταβιβασατε αυτον εις Γιων?
34 et ungat eum ibi Sadoc sacerdos et Nathan propheta in regem super Israel, et canetis bucina atque dicetis: “Vivat rex Salomon!”.34 και ας χρισωσιν αυτον εκει Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα επι τον Ισραηλ? και σαλπισατε δια της σαλπιγγος και ειπατε, Ζητω ο βασιλευς Σολομων?
35 Et ascendetis post eum, et veniet et sedebit super solium meum, et ipse regnabit pro me; illique praecipiam, ut sit dux super Israel et super Iudam ”.35 τοτε θελετε αναβη κατοπιν αυτου, δια να ελθη και να καθιση επι τον θρονον μου? και αυτος θελει βασιλευσει αντ' εμου? και αυτον προσεταξα να ηναι ηγεμων επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν.
36 Et respondit Banaias filius Ioiadae regi dicens: “ Amen, sic loquatur Dominus Deus domini mei regis.36 Και απεκριθη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Αμην? ουτως ας επικυρωση Κυριος ο Θεος του κυριου μου του βασιλεως?
37 Quomodo fuit Dominus cum domino meo rege, sic sit cum Salomone et sublimius faciat solium eius a solio domini mei regis David ”.
37 καθως εσταθη ο Κυριος μετα του κυριου μου του βασιλεως, ουτω να ηναι και μετα του Σολομωντος, και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως Δαβιδ.
38 Descendit ergo Sadoc sacerdos et Nathan propheta et Banaias filius Ioiadae et Cherethi et Phelethi, et imposuerunt Salomonem super mulam regis David et adduxerunt eum in Gihon.38 Τοτε κατεβη Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και οι Χερεθαιοι και οι Φελεθαιοι, και εκαθισαν τον Σολομωντα επι την ημιονον του βασιλεως Δαβιδ και εφεραν αυτον εις Γιων.
39 Sumpsitque Sadoc sacerdos cornu olei de tabernaculo et unxit Salomonem; et cecinerunt bucina, et dixit omnis populus: “ Vivat rex Salomon! ”.39 Και ελαβε Σαδωκ ο ιερευς το κερας του ελαιου εκ της σκηνης και εχρισε τον Σολομωντα. Και εσαλπισαν δια της σαλπιγγος? και ειπε πας ο λαος, Ζητω ο βασιλευς Σολομων.
40 Et ascendit universa multitudo post eum, et populus canebat tibiis et laetabatur gaudio magno, et insonuit terra ad clamorem eorum.
40 Και ανεβη πας ο λαος κατοπιν αυτου? και επαιζεν ο λαος αυλους και ευφραινετο ευφροσυνην μεγαλην, και η γη εσχιζετο εκ των φωνων αυτων.
41 Audivit autem Adonias et omnes, qui invitati fuerant ab eo; iamque convivium finitum erat. Sed et Ioab, audita voce tubae, ait: “ Quid sibi vult clamor civitatis tumultuantis? ”.41 Και ηκουσεν Αδωνιας και παντες οι κεκλημενοι αυτου, καθως ετελειωσαν να τρωγωσι. Και οτε ηκουσεν ο Ιωαβ την φωνην της σαλπιγγος, ειπε, Τις η φωνη αυτη της πολεως θορυβουσης;
42 Adhuc illo loquente, Ionathan filius Abiathar sacerdotis venit; cui dixit Adonias: “ Ingredere, quia vir strenuus es et bona nuntians ”.42 Ενω ετι ελαλει, ιδου, Ιωναθαν, ο υιος Αβιαθαρ του ιερεως, ηλθε? και ειπεν ο Αδωνιας προς αυτον, Εισελθε? διοτι συ εισαι ανηρ γενναιος και φερεις αγαθας αγγελιας.
43 Responditque Ionathan Adoniae: “ Nequaquam! Dominus enim noster, rex David, regem constituit Salomonem43 Και αποκριθεις ο Ιωναθαν ειπε προς τον Αδωνιαν, Βεβαιως κυριος ημων ο βασιλευς Δαβιδ εκαμε βασιλεα τον Σολομωντα?
44 misitque cum eo Sadoc sacerdotem et Nathan prophetam et Banaiam filium Ioiadae et Cherethi et Phelethi, et imposuerunt eum super mulam regis;44 και απεστειλε μετ' αυτου ο βασιλευς Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητη και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και τους Χερεθαιους και τους Φελεθαιους, και εκαθισαν αυτον επι την ημιονον του βασιλεως?
45 unxeruntque eum Sadoc sacerdos et Nathan propheta regem in Gihon. Et ascenderunt inde laetantes, et insonuit civitas; haec est vox, quam audistis.45 και εχρισαν αυτον Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα εν Γιων? και ανεβησαν εκειθεν ευφραινομενοι, και η πολις αντηχησεν? αυτη ειναι η φωνη, την οποιαν ηκουσατε?
46 Sed et Salomon sedit super solio regni,46 και μαλιστα εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου της βασιλειας?
47 et ingressi servi regis benedixerunt domino nostro regi David dicentes: “Amplificet Deus nomen Salomonis super nomen tuum et magnificet thronum eius super thronum tuum”. Et adoravit rex in lectulo suo.47 και εισηλθον ετι οι δουλοι του βασιλεως να ευχηθωσι τον κυριον ημων τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Θεος να λαμπρυνη το ονομα του Σολομωντος υπερ το ονομα σου, και να μεγαλυνη τον θρονον σου και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον σου. και προσεκυνησεν ο βασιλευς επι της κλινης?
48 Insuper et haec locutus est: “Benedictus Dominus, Deus Israel, qui dedit hodie sedentem in solio meo, videntibus oculis meis” ”.
48 και ειπε προσετι ο βασιλευς ουτως? Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εδωκεν εις εμε σημερον διαδοχον καθημενον επι του θρονου μου, και οι οφθαλμοι μου βλεπουσι τουτο.
49 Territi sunt ergo et surrexerunt omnes, qui invitati fuerant ab Adonia, et ivit unusquisque in viam suam.49 Τοτε παντες οι κεκλημενοι, οι μετα του Αδωνια, εξεπλαγησαν και σηκωθεντες, υπηγαν εκαστος την οδον αυτου.
50 Adonias autem timens Salomonem surrexit et abiit tenuitque cornua altaris.
50 Ο δε Αδωνιας εφοβηθη απο προσωπου του Σολομωντος και σηκωθεις υπηγε και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
51 Et nuntiaverunt Salomoni dicentes: “ Ecce Adonias timens regem Salomonem tenuit cornua altaris dicens: “Iuret mihi hodie rex Salomon quod non interficiat servum suum gladio””.51 Και ανηγγειλαν προς τον Σολομωντα, λεγοντες, Ιδου, ο Αδωνιας φοβειται τον βασιλεα Σολομωντα? και ιδου, επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου, λεγων, Ας ομοση προς εμε σημερον ο βασιλευς Σολομων, οτι δεν θελει θανατωσει τον δουλον αυτου δια ρομφαιας.
52 Dixitque Salomon: “ Si fuerit vir bonus, non cadet ne unus quidem capillus eius in terram; sin autem malum inventum fuerit in eo, morietur ”.52 Και ειπεν ο Σολομων, Εαν σταθη ανηρ αγαθος, ουδε μια εκ των τριχων αυτου θελει πεσει επι την γην? εαν ομως ευρεθη κακια εν αυτω θελει θανατωθη.
53 Misit ergo rex Salomon et eduxit eum ab altari, et ingressus adoravit regem Salomonem; dixitque ei Salomon: “ Vade in domum tuam ”.
53 Και απεστειλεν ο βασιλευς Σολομων, και κατεβιβασαν αυτον απο του θυσιαστηριου? και ηλθε και προσεκυνησε τον βασιλεα Σολομωντα? και ειπε προς αυτον ο Σολομων, Υπαγε εις τον οικον σου.