Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 18


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Igitur, recensito David populo suo, constituit super eum tribunos et centuriones.1 Και απηριθμησεν ο Δαβιδ τον λαον τον μετ' αυτου, και κατεστησεν επ' αυτους χιλιαρχους και εκατονταρχους.
2 Et divisit David populum in tres partes: tertiam partem sub manu Ioab et tertiam sub manu Abisai filii Sarviae fratris Ioab et tertiam in manu Ethai, qui erat de Geth. Dixitque rex ad populum: “ Egrediar et ego vobiscum ”.2 Και απεστειλεν ο Δαβιδ τον λαον, εν τριτον υπο την χειρα του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα του Αβισαι, υιου της Σερουιας, αδελφου του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα Ιτται του Γετθαιου. Και ειπεν ο βασιλευς προς τον λαον, Θελω βεβαιως εξελθει και εγω μεθ' υμων.
3 Et respondit populus: “ Non exibis. Sive enim fugerimus, non magnopere ad eos de nobis pertinebit; et si media pars ceciderit e nobis, non satis curabunt, sed tu unus pro decem milibus computaris. Melius est igitur, ut sis nobis ex urbe praesidio ”.3 Ο λαος ομως απεκριθη, Δεν θελεις εξελθει διοτι, εαν τραπωμεν εις φυγην, δεν μελει αυτους περι ημων? ουδε εαν το ημισυ εξ ημων αποθανη, δεν μελει αυτους περι ημων? επειδη τωρα συ εισαι ως ημεις δεκα χιλιαδες? οθεν τωρα ειναι καλητερον να ησαι βοηθος ημων εκ της πολεως.
4 Ad quos rex ait: “ Quod vobis rectum videtur, hoc faciam ”. Stetit ergo rex iuxta portam; egrediebaturque populus per turmas suas centeni et milleni.4 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Ο, τι σας φαινεται καλον, θελω καμει. Και εσταθη ο βασιλευς εις το πλαγιον της πυλης? και πας ο λαος εξηρχετο κατα εκατονταδας και κατα χιλιαδας.
5 Et praecepit rex Ioab et Abisai et Ethai dicens: “ Leniter mihi agite cum puero Absalom ”. Et omnis populus audiebat praecipientem regem cunctis principibus pro Absalom.
5 Και προσεταξεν ο βασιλευς εις τον Ιωαβ και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Σωσατε μοι τον νεον, τον Αβεσσαλωμ. Και πας ο λαος ηκουσεν, ενω ο βασιλευς προσεταττεν εις παντας τους αρχοντας υπερ του Αβεσσαλωμ.
6 Itaque egressus est populus in campum contra Israel, et factum est proelium in saltu Ephraim.6 Εξηλθε λοιπον ο λαος εις το πεδιον εναντιον του Ισραηλ? και η μαχη εγεινεν εν τω δασει Εφραιμ.
7 Et caesus est ibi populus Israel ab exercitu David; factaque est ibi plaga magna in die illa viginti milium hominum.7 Και κατετροπωθη εκει ο λαος Ισραηλ υπο των δουλων του Δαβιδ? και εγεινεν εκει την ημεραν εκεινην θραυσις μεγαλη, εικοσι χιλιαδων.
8 Fuit autem ibi proelium dispersum super faciem omnis terrae; et multo plures erant, quos saltus consumpserat de populo, quam hi, quos voraverat gladius in die illa.
8 διοτι η μαχη εγεινεν εκει διεσπαρμενη επι το προσωπον ολου του τοπου? και το δασος κατεφαγε πλειοτερον λαον, παρ' οσον κατεφαγεν η μαχαιρα, την ημεραν εκεινην.
9 Accidit autem, ut occurreret Absalom servis David sedens mulo; cumque ingressus fuisset mulus subter condensam quercum et magnam, adhaesit caput eius quercui, et mansit suspensus inter caelum et terram; mulus, cui insederat, pertransivit.9 Και συνηντησεν ο Αβεσσαλωμ τους δουλους του Δαβιδ. Και εκαθητο ο Αβεσσαλωμ επι ημιονου, και εισηλθεν ο ημιονος υπο τους πυκνους κλαδους μεγαλης δρυος, και επιασθη η κεφαλη αυτου εις την δρυν, και εκρεμασθη αναμεσον του ουρανου και της γης? ο δε ημιονος ο υποκατω αυτου διεπερασεν.
10 Vidit autem hoc quispiam et nuntiavit Ioab dicens: “ Vidi Absalom pendere de quercu ”.
10 Ιδων δε ανηρ τις, απηγγειλε προς τον Ιωαβ, και ειπεν, Ιδου, ειδον τον Αβεσσαλωμ κρεμαμενον εις δρυν.
11 Et ait Ioab viro, qui nuntiaverat ei: “ Si vidisti, quare non confodisti eum in terra? Ego vero dedissem tibi decem argenti siclos et unum balteum ”.11 Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον ανδρα, τον απαγγειλαντα προς αυτον, Και ιδου, ειδες, και δια τι παταξας δεν κατεβαλες αυτον εκει εις την γην; βεβαιως ηθελον σοι δωσει δεκα σικλους αργυριου και μιαν ζωνην.
12 Qui dixit ad Ioab: “ Et si appenderes in manibus meis mille argenteos, nequaquam mitterem manum meam in filium regis. Audientibus enim nobis, praecepit rex tibi et Abisai et Ethai dicens: “Custodite, quisquis sit, puerum Absalom!”.12 Ο δε ανηρ ειπε προς τον Ιωαβ, Και χιλιοι σικλοι αργυριου αν ηθελον μετρηθη εις την παλαμην μου, δεν ηθελον βαλει την χειρα μου επι τον υιον του βασιλεως? διοτι εις επηκοον ημων προσεταξεν ο βασιλευς εις σε και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Φυλαχθητε μη εγγιση μηδεις τον νεον, τον Αβεσσαλωμ?
13 Sed et si fecissem contra animam meam infideliter, nequaquam hoc regem latere potuisset, et tu stares ex adverso ”.13 αλλα και εαν ηθελον πραξει δολιως εναντιον της ζωης μου, δεν κρυπτεται ουδεν απο του βασιλεως? και συ ηθελες σταθη εναντιος.
14 Et ait Ioab: “ Non ita praestolabor coram te ”. Tulit ergo tres lanceas in manu sua et infixit eas in corde Absalom, cum adhuc palpitaret haerens in quercu;14 Τοτε ειπεν ο Ιωαβ, Δεν πρεπει να χρονοτριβω ουτω μετα σου. Και λαβων εις την χειρα αυτου τρια βελη, διεπερασεν αυτα δια της καρδιας του Αβεσσαλωμ, ενω ετι εζη εν τω μεσω της δρυος.
15 et cucurrerunt decem iuvenes armigeri Ioab et percutientes interfecerunt eum.
15 Και περικυκλωσαντες δεκα νεοι, οι βασταζοντες τα οπλα του Ιωαβ, επαταξαν τον Αβεσσαλωμ και εθανατωσαν αυτον.
16 Cecinit autem Ioab bucina, et destitit populus persequi fugientem Israel, quia Ioab retinuit populum.16 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ δια της σαλπιγγος, και επεστρεψεν ο λαος απο του να καταδιωκη οπισω του Ισραηλ? διοτι ανεχαιτισεν ο Ιωαβ τον λαον.
17 Et tulerunt Absalom et proiecerunt eum in saltu in foveam grandem et erexerunt super eum acervum lapidum magnum nimis; omnis autem Israel fugit in tabernacula sua.
17 Και λαβοντες τον Αβεσσαλωμ, ερριψαν αυτον εις λακκον μεγαν εντος του δασους? και εστησαν επ' αυτον σωρον λιθων μεγαν σφοδρα? και πας ο Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.
18 Porro Absalom erexerat sibi, cum adhuc viveret, lapidem, qui est in valle Regis; dixerat enim: “ Non habeo filium, qui memoriam servabit nominis mei ”. Vocavitque titulum nomine suo, et appellatur Manus Absalom usque ad hanc diem.
18 Ετι δε ζων ο Αβεσσαλωμ ειχε λαβει και στησει δι' εαυτον στηλην, την εν τη κοιλαδι του βασιλεως? διοτι ειπεν, Δεν εχω υιον δια να διατηρη την μνημην του ονοματος μου? και εκαλεσε την στηλην με το ονομα αυτου? και καλειται εως της ημερας ταυτης Στηλη του Αβεσσαλωμ.
19 Achimaas autem filius Sadoc ait: “ Curram et nuntiabo regi, quia iudicium fecerit ei Dominus de manu inimicorum eius ”.19 Τοτε ειπεν Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ, Ας τρεξω τωρα και ας φερω προς τον βασιλεα αγγελιας, οτι ο Κυριος εξεδικησεν αυτον εκ χειρος των εχθρων αυτου.
20 Ad quem Ioab dixit: “ Non es vir boni nuntii in hac die, sed nuntiabis in alia; hodie enim non nuntiabis bona, eo quod filius regis est mortuus ”.20 Και ειπε προς αυτον ο Ιωαβ, Δεν θελεις εισθαι την ημεραν ταυτην αγγελιαφορος, αλλ' εις αλλην ημεραν θελεις φερει αγγελιας? εις ταυτην δε την ημεραν δεν θελεις φερει αγγελιας, επειδη ο υιος του βασιλεως απεθανε.
21 Et ait Ioab Aethiopi: “ Vade et nuntia regi, quae vidisti ”. Adoravit Aethiops Ioab et cucurrit.21 Τοτε ειπεν ο Ιωαβ προς τον Χουσει, Υπαγε, απαγγειλον προς τον βασιλεα οσα ειδες. Και ο Χουσει προσεκυνησε τον Ιωαβ και ετρεξε.
22 Rursus autem Achimaas filius Sadoc dixit ad Ioab: “ Quidquid evenerit, etiam ego curram post Aethiopem! ”. Dixitque Ioab: “ Quid vis currere, fili mi? Non erit tibi merces pro bono nuntio ”.22 Τοτε Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ ειπε παλιν προς τον Ιωαβ, Αλλ' ο, τι και αν ηναι, ας τρεξω και εγω, παρακαλω, κατοπιν του Χουσει. Ο δε Ιωαβ ειπε, Δια τι θελεις να τρεξης, τεκνον μου, ενω δεν εχεις αρμοδιους αγγελιας;
23 Qui respondit: “ Quidquid evenerit, curram ”. Et ait ei: “ Curre! ”. Currens ergo Achimaas per viam regionis transivit Aethiopem.
23 Αλλ' ο, τι και αν ηναι, ειπεν, ας τρεξω. Τοτε ειπε προς αυτον, Τρεχε. Και ετρεξεν ο Αχιμαας δια της οδου της πεδιαδος και επερασε τον Χουσει.
24 David autem sedebat inter duas portas; speculator vero, qui ierat in solarium portae super murum, elevans oculos vidit hominem currentem solum24 Εκαθητο δε ο Δαβιδ μεταξυ των δυο πυλων? και ανεβη ο σκοπος εις το δωμα της πυλης, επι το τειχος, και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ανθρωπος τρεχων μονος.
25 et exclamans indicavit regi. Dixitque rex: “ Si solus est, bonus est nuntius in ore eius ”. Properante autem illo et accedente propius,25 Και ανεβοησεν ο σκοπος και απηγγειλε προς τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπεν, Εαν ηναι μονος, εχει αγγελιας εις το στομα αυτου. Και ηρχετο προχωρων και επλησιαζε.
26 vidit speculator hominem alterum currentem, et clamavit speculator ad ianitorem: “ Apparet mihi homo currens solus ”. Dixitque rex: “ Et iste bonus est nuntius ”.26 Και ειδεν ο σκοπος αλλον ανθρωπον τρεχοντα? και ανεβοησεν ο σκοπος προς τον θυρωρον, και ειπεν, Ιδου, αλλος ανθρωπος τρεχων μονος. Και ειπεν ο βασιλευς, Και ουτος ειναι αγγελιαφορος.
27 Speculator autem: “ Contemplor, ait, cursum prioris quasi cursum Achimaas filii Sadoc ”. Et ait rex: “ Vir bonus est et nuntium portans bonum venit ”.
27 Και ειπεν ο σκοπος, Το τρεξιμον του πρωτου μοι φαινεται ως το τρεξιμον του Αχιμαας, υιου του Σαδωκ. Και ειπεν ο βασιλευς, Καλος ανθρωπος ειναι ουτος και ερχεται με αγαθας αγγελιας.
28 Clamans autem Achimaas dixit ad regem: “ Pax! ”. Et adorans regem pronus in terram ait: “ Benedictus Dominus Deus tuus, qui conclusit homines, qui levaverunt manus suas contra dominum meum regem! ”.28 Και εβοησεν ο Αχιμαας και ειπε προς τον βασιλεα, Χαιρε. και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους? και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος σου, οστις παρεδωκε τους ανθρωπους, τους σηκωσαντας την χειρα αυτων κατα του κυριου μου του βασιλεως.
29 Et ait rex: “ Estne pax puero Absalom? ”. Dixitque Achimaas: “ Vidi tumultum magnum, cum mitteret Ioab servum regis et me servum tuum, sed nescio quid fuerit ”.29 Και ειπεν ο βασιλευς, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Αχιμαας, Οτε ο Ιωαβ απεστελλε τον δουλον του βασιλεως, και εμε τον δουλον σου, ειδον τον μεγαν θορυβον, πλην δεν ηξευρον τι ητο.
30 Ad quem rex: “ Recede, ait, et sta illic ”. Cumque ille recessisset et staret,30 Και ειπεν ο βασιλευς, Στρεψον, σταθητι εκει. Και εστραφη και εσταθη.
31 apparuit Aethiops et veniens ait: “ Bonum apporto nuntium, domine mi rex; iudicavit enim pro te Dominus hodie salvans te de manu omnium, qui surrexerunt contra te ”.31 Και ιδου, ηλθεν ο Χουσει? και ειπεν ο Χουσει, Αγγελιας, κυριε μου βασιλευ? διοτι ο Κυριος σε εξεδικησε την ημεραν ταυτην εκ χειρος παντων των επανισταμενων επι σε.
32 Dixit autem rex ad Aethiopem: “ Estne pax puero Absalom? ”. Cui respondens Aethiops: “ Fiant, inquit, sicut puer inimici domini mei regis et universi, qui consurrexerunt adversus eum in malum! ”.
32 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Χουσει, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Χουσει, ειθε να γεινωσιν ως ο νεος εκεινος οι εχθροι του κυριου μου του βασιλεως, και παντες οι επανισταμενοι επι σε δια κακον.
33 Και εταραχθη ο βασιλευς και ανεβη εις το υπερωον της πυλης, και εκλαυσε? και ενω επορευετο, ελεγεν ουτως? Υιε μου Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου Αβεσσαλωμ? ειθε να απεθνησκον εγω αντι σου, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.