Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Lamentazioni 3


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Io sono l'uomo che ha provato la miseria
sotto la sferza della sua ira.
1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου.
2 Egli mi ha guidato, mi ha fatto camminare
nelle tenebre e non nella luce.
2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως.
3 Solo contro di me egli ha volto e rivolto
la sua mano tutto il giorno.
3 Ναι, κατ' εμου εστραφη? κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν.
4 Egli ha consumato la mia carne e la mia pelle,
ha rotto le mie ossa.
4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου? συνετριψε τα οστα μου.
5 Ha costruito sopra di me, mi ha circondato
di veleno e di affanno.
5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον.
6 Mi ha fatto abitare in luoghi tenebrosi
come i morti da lungo tempo.
6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους.
7 Mi ha costruito un muro tutt'intorno,
perché non potessi più uscire;
ha reso pesanti le mie catene.
7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω? εβαρυνε τας αλυσεις μου.
8 Anche se grido e invoco aiuto,
egli soffoca la mia preghiera.
8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου.
9 Ha sbarrato le mie vie con blocchi di pietra,
ha ostruito i miei sentieri.
9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου.
10 Egli era per me un orso in agguato,
un leone in luoghi nascosti.
10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις.
11 Seminando di spine la mia via, mi ha lacerato,
mi ha reso desolato.
11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην.
12 Ha teso l'arco, mi ha posto
come bersaglio alle sue saette.
12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος.
13 Ha conficcato nei miei fianchi
le frecce della sua faretra.
13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου.
14 Son diventato lo scherno di tutti i popoli,
la loro canzone d'ogni giorno.
14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν.
15 Mi ha saziato con erbe amare,
mi ha dissetato con assenzio.
15 Με εχορτασε πικριαν? με εμεθυσεν αψινθιον.
16 Mi ha spezzato con la sabbia i denti,
mi ha steso nella polvere.
16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας? με εκαλυψε με σποδον.
17 Son rimasto lontano dalla pace,
ho dimenticato il benessere.
17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου? ελησμονησα το αγαθον.
18 E dico: "È sparita la mia gloria,
la speranza che mi veniva dal Signore".
18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου.
19 Il ricordo della mia miseria e del mio vagare
è come assenzio e veleno.
19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην.
20 Ben se ne ricorda e si accascia
dentro di me la mia anima.
20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι.
21 Questo intendo richiamare alla mia mente,
e per questo voglio riprendere speranza.
21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα?
22 Le misericordie del Signore non sono finite,
non è esaurita la sua compassione;
22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου.
23 esse son rinnovate ogni mattina,
grande è la sua fedeltà.
23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις? μεγαλη ειναι η πιστοτης σου.
24 "Mia parte è il Signore - io esclamo -
per questo in lui voglio sperare".
24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου? δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον.
25 Buono è il Signore con chi spera in lui,
con l'anima che lo cerca.
25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον.
26 È bene aspettare in silenzio
la salvezza del Signore.
26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου.
27 È bene per l'uomo portare
il giogo fin dalla giovinezza.
27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου.
28 Sieda costui solitario e resti in silenzio,
poiché egli glielo ha imposto;
28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον.
29 cacci nella polvere la bocca,
forse c'è ancora speranza;
29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις.
30 porga a chi lo percuote la sua guancia,
si sazi di umiliazioni.
30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον? θελει χορτασθη απο ονειδισμου.
31 Poiché il Signore non rigetta mai...
31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα?
32 Ma, se affligge, avrà anche pietà
secondo la sua grande misericordia.
32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου.
33 Poiché contro il suo desiderio egli umilia
e affligge i figli dell'uomo.
33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων.
34 Quando schiacciano sotto i loro piedi
tutti i prigionieri del paese,
34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης.
35 quando falsano i diritti di un uomo
in presenza dell'Altissimo,
35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου?
36 quando fan torto a un altro in una causa,
forse non vede il Signore tutto ciò?
36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου? ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα.
37 Chi mai ha parlato e la sua parola si è avverata,
senza che il Signore lo avesse comandato?
37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος;
38 Dalla bocca dell'Altissimo non procedono forse
le sventure e il bene?
38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα;
39 Perché si rammarica un essere vivente,
un uomo, per i castighi dei suoi peccati?
39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου;
40 "Esaminiamo la nostra condotta e scrutiamola,
ritorniamo al Signore.
40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον.
41 Innalziamo i nostri cuori al di sopra delle mani,
verso Dio nei cieli.
41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες,
42 Abbiamo peccato e siamo stati ribelli;
tu non ci hai perdonato.
42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν? συ δεν μας συνεχωρησας.
43 Ti sei avvolto nell'ira e ci hai perseguitati,
hai ucciso senza pietà.
43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας? εφονευσας, δεν εφεισθης.
44 Ti sei avvolto in una nube,
così che la supplica non giungesse fino a te.
44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων.
45 Ci hai ridotti a spazzatura e rifiuto
in mezzo ai popoli.
45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων.
46 Han spalancato la bocca contro di noi
tutti i nostri nemici.
46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας.
47 Terrore e trabocchetto sono la nostra sorte,
desolazione e rovina".
47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος.
48 Rivoli di lacrime scorrono dai miei occhi,
per la rovina della figlia del mio popolo.
48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου.
49 Il mio occhio piange senza sosta
perché non ha pace
49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν,
50 finché non guardi e non veda il Signore dal cielo.
50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου.
51 Il mio occhio mi tormenta
per tutte le figlie della mia città.
51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου.
52 Mi han dato la caccia come a un passero
coloro che mi son nemici senza ragione.
52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον.
53 Mi han chiuso vivo nella fossa
e han gettato pietre su di me.
53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε.
54 Son salite le acque fin sopra il mio capo;
io dissi: "È finita per me".
54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου? ειπα, Απερριφθην.
55 Ho invocato il tuo nome, o Signore,
dalla fossa profonda.
55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου.
56 Tu hai udito la mia voce: "Non chiudere
l'orecchio al mio sfogo".
56 Ηκουσας την φωνην μου? μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου.
57 Tu eri vicino quando ti invocavo,
hai detto: "Non temere!".
57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην? ειπας, Μη φοβου.
58 Tu hai difeso, Signore, la mia causa,
hai riscattato la mia vita.
58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου? ελυτρωσας την ζωην μου.
59 Hai visto, o Signore, il torto che ho patito,
difendi il mio diritto!
59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον? κρινον την κρισιν μου.
60 Hai visto tutte le loro vendette,
tutte le loro trame contro di me.
60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου.
61 Hai udito, Signore, i loro insulti,
tutte le loro trame contro di me,
61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου?
62 i discorsi dei miei oppositori e le loro ostilità
contro di me tutto il giorno.
62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν.
63 Osserva quando siedono e quando si alzano;
io sono la loro beffarda canzone.
63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται? εγω ειμαι το ασμα αυτων.
64 Rendi loro il contraccambio, o Signore,
secondo l'opera delle loro mani.
64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων.
65 Rendili duri di cuore,
la tua maledizione su di loro!
65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν? σου επ' αυτους.
66 Perseguitali nell'ira e distruggili
sotto il cielo, Signore.
66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου.