Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Matthew 14


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 At that time Herod the tetrarch heard of the reputation of Jesus1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηκουσεν Ηρωδης ο τετραρχης την φημην του Ιησου
2 and said to his servants, "This man is John the Baptist. He has been raised from the dead; that is why mighty powers are at work in him."2 και ειπε προς τους δουλους αυτου? Ουτος ειναι Ιωαννης ο Βαπτιστης? αυτος ηγερθη απο των νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
3 Now Herod had arrested John, bound (him), and put him in prison on account of Herodias, the wife of his brother Philip,3 Διοτι ο Ηρωδης συλλαβων τον Ιωαννην εδεσεν αυτον και εβαλεν εν φυλακη δια Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου.
4 for John had said to him, "It is not lawful for you to have her."4 Διοτι ελεγε προς αυτον ο Ιωαννης? Δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης αυτην.
5 Although he wanted to kill him, he feared the people, for they regarded him as a prophet.5 Και θελων να θανατωση αυτον εφοβηθη τον οχλον, διοτι ειχον αυτον ως προφητην.
6 But at a birthday celebration for Herod, the daughter of Herodias performed a dance before the guests and delighted Herod6 Οτε δε ετελουντο τα γενεθλια του Ηρωδου, εχορευσεν η θυγατηρ της Ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν εις τον Ηρωδην?
7 so much that he swore to give her whatever she might ask for.7 οθεν μεθ' ορκου ωμολογησεν εις αυτην να δωση ο, τι αν ζητηση.
8 Prompted by her mother, she said, "Give me here on a platter the head of John the Baptist."8 Η δε, παρακινηθεισα υπο της μητρος αυτης, Δος μοι, λεγει, εδω επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
9 The king was distressed, but because of his oaths and the guests who were present, he ordered that it be given,9 Και ελυπηθη ο βασιλευς, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους προσεταξε να δοθη,
10 and he had John beheaded in the prison.10 και πεμψας απεκεφαλισε τον Ιωαννην εν τη φυλακη.
11 His head was brought in on a platter and given to the girl, who took it to her mother.11 Και εφερθη η κεφαλη αυτου επι πινακι και εδοθη εις το κορασιον, και εφερεν αυτην προς την μητερα αυτης.
12 His disciples came and took away the corpse and buried him; and they went and told Jesus.12 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εσηκωσαν το σωμα και εθαψαν αυτο, και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εις τον Ιησουν.
13 When Jesus heard of it, he withdrew in a boat to a deserted place by himself. The crowds heard of this and followed him on foot from their towns.13 Και ακουσας ο Ιησους ανεχωρησεν εκειθεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ' ιδιαν? και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουθησαν αυτον πεζοι απο των πολεων.
14 When he disembarked and saw the vast crowd, his heart was moved with pity for them, and he cured their sick.14 Και οτε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους και εθεραπευσε τους αρρωστους αυτων.
15 When it was evening, the disciples approached him and said, "This is a deserted place and it is already late; dismiss the crowds so that they can go to the villages and buy food for themselves."15 Οτε δε εγεινεν εσπερα, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ερημος ειναι ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλθεν? απολυσον τους οχλους, δια να υπαγωσιν εις τας κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους τροφας.
16 (Jesus) said to them, "There is no need for them to go away; give them some food yourselves."16 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν να υπαγωσι? δοτε εις αυτους σεις να φαγωσιν.
17 But they said to him, "Five loaves and two fish are all we have here."17 Οι δε λεγουσι προς αυτον? Δεν εχομεν εδω ειμη πεντε αρτους και δυο οψαρια.
18 Then he said, "Bring them here to me,"18 Ο δε ειπε? Φερετε μοι αυτα εδω.
19 and he ordered the crowds to sit down on the grass. Taking the five loaves and the two fish, and looking up to heaven, he said the blessing, broke the loaves, and gave them to the disciples, who in turn gave them to the crowds.19 Και προσταξας τους οχλους να καθησωσιν επι τα χορτα, και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησε, και κοψας εδωκεν εις τους μαθητας τους αρτους, οι δε μαθηται εις τους οχλους.
20 They all ate and were satisfied, and they picked up the fragments left over --twelve wicker baskets full.20 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν το περισσευμα των κλασματων, δωδεκα κοφινους πληρεις.
21 Those who ate were about five thousand men, not counting women and children.21 οι δε τρωγοντες ησαν εως πεντακισχιλιοι ανδρες, εκτος γυναικων και παιδιων.
22 Then he made the disciples get into the boat and precede him to the other side, while he dismissed the crowds.22 Και ευθυς ηναγκασεν ο Ιησους τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να υπαγωσι προ αυτου εις το περαν, εωσου απολυση τους οχλους.
23 After doing so, he went up on the mountain by himself to pray. When it was evening he was there alone.23 Και αφου απελυσε τους οχλους, ανεβη εις το ορος κατ' ιδιαν δια να προσευχηθη. Και οτε εγεινεν εσπερα, ητο μονος εκει.
24 Meanwhile the boat, already a few miles offshore, was being tossed about by the waves, for the wind was against it.24 Το δε πλοιον ητο ηδη εν τω μεσω της θαλασσης, βασανιζομενον υπο των κυματων? διοτι ητο εναντιος ο ανεμος.
25 During the fourth watch of the night, he came toward them, walking on the sea.25 Εν δε τη τεταρτη φυλακη της νυκτος υπηγε προς αυτους ο Ιησους, περιπατων επι την θαλασσαν.
26 When the disciples saw him walking on the sea they were terrified. "It is a ghost," they said, and they cried out in fear.26 Και ιδοντες αυτον οι μαθηται επι την θαλασσαν περιπατουντα, εταραχθησαν, λεγοντες οτι φαντασμα ειναι, και απο του φοβου εκραξαν.
27 At once (Jesus) spoke to them, "Take courage, it is I; do not be afraid."27 Ευθυς δε ελαλησε προς αυτους ο Ιησους λεγων? Θαρσειτε, εγω ειμαι? μη φοβεισθε.
28 Peter said to him in reply, "Lord, if it is you, command me to come to you on the water."28 Αποκριθεις δε προς αυτον ο Πετρος ειπε? Κυριε, εαν ησαι συ, προσταξον με να ελθω προς σε επι τα υδατα.
29 He said, "Come." Peter got out of the boat and began to walk on the water toward Jesus.29 Ο δε ειπεν, Ελθε. Και καταβας απο του πλοιου ο Πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα, δια να ελθη προς τον Ιησουν.
30 But when he saw how (strong) the wind was he became frightened; and, beginning to sink, he cried out, "Lord, save me!"30 Βλεπων ομως τον ανεμον δυνατον εφοβηθη, και αρχισας να καταποντιζηται, εκραξε λεγων? Κυριε, σωσον με.
31 Immediately Jesus stretched out his hand and caught him, and said to him, "O you of little faith, why did you doubt?"31 Και ευθυς ο Ιησους εκτεινας την χειρα επιασεν αυτον και λεγει προς αυτον? Ολιγοπιστε, εις τι εδιστασας;
32 After they got into the boat, the wind died down.32 Και αφου εισηλθον εις το πλοιον, επαυσεν ο ανεμος?
33 Those who were in the boat did him homage, saying, "Truly, you are the Son of God."33 οι δε εν τω πλοιω ελθοντες προσεκυνησαν αυτον, λεγοντες? Αληθως Θεου Υιος εισαι.
34 After making the crossing, they came to land at Gennesaret.34 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ.
35 When the men of that place recognized him, they sent word to all the surrounding country. People brought to him all those who were sick35 Και γνωρισαντες αυτον οι ανθρωποι του τοπου εκεινου, απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας,
36 and begged him that they might touch only the tassel on his cloak, and as many as touched it were healed.36 και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι μονον το ακρον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγισαν ιατρευθησαν.