Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giudici 2


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Ascenditque angelus Domini de Galgalis in Bochim et ait: “ Eduxi vos de Aegypto et introduxi in terram, pro qua iuravi patribus vestris et pollicitus sum, ut non facerem irritum pactum meum vobiscum in sempiternum,1 Και ανεβη αγγελος Κυριου απο Γαλγαλων εις Βοκιμ και ειπε, Σας ανεβιβασα εξ Αιγυπτου και σας εφερα εις την γην την οποιαν ωμοσα προς τους πατερας σας? και ειπα, Δεν θελω αθετησει την προς εσας διαθηκην μου εις τον αιωνα?
2 ita dumtaxat ut non feriretis foedus cum habitatoribus terrae huius, sed aras eorum subverteretis. Et noluistis audire vocem meam. Cur hoc fecistis?2 και σεις δεν θελετε καμει συνθηκην προς τους κατοικους του τοπου τουτου? τα θυσιαστηρια αυτων θελετε καταστρεψει. Δεν υπηκουσατε ομως εις την φωνην μου? δια τι επραξατε τουτο;
3 Quam ob rem nolui expellere eos a facie vestra, ut sint vobis in laqueum, et dii eorum in ruinam ”.
3 Δια τουτο και εγω ειπα, Δεν θελω εκδιωξει αυτους απ' εμπροσθεν σας? αλλα θελουσιν εισθαι εναντιοι σας, και οι θεοι αυτων θελουσιν εισθαι παγις εις εσας.
4 Cumque loqueretur angelus Domini verba haec ad omnes filios Israel, elevaverunt vocem suam et fleverunt.4 Και καθως ελαλησεν ο αγγελος του Κυριου τους λογους τουτους προς παντας τους υιους Ισραηλ, ο λαος υψωσε την φωνην αυτου και εκλαυσε.
5 Et vocatum est nomen loci illius Bochim (id est locus Flentium); immolaveruntque ibi hostias Domino.
5 Και εκαλεσαν το ονομα του τοπου εκεινου Βοκιμ? και εθυσιασαν εκει εις τον Κυριον.
6 Dimisit ergo Iosue populum, et abierunt filii Israel unusquisque in possessionem suam, ut obtinerent terram.6 Και οτε απελυσε τον λαον ο Ιησους, οι υιοι Ισραηλ υπηγον εκαστος εις την κληρονομιαν αυτου, δια να κατακληρονομησωσι την γην.
7 Servieruntque Domino cunctis diebus Iosue et seniorum, qui longo post eum vixerunt tempore et viderant universum opus magnum Domini, quod fecerat cum Israel.7 Και ελατρευσαν ο λαος τον Κυριον πασας τας ημερας του Ιησου και πασας τας ημερας των πρεσβυτερων, οιτινες επεζησαν μετα τον Ιησουν και ειδον παντα τα εργα τα μεγαλα του Κυριου, οσα εκαμεν υπερ του Ισραηλ.
8 Mortuus est autem Iosue filius Nun famulus Domini centum et decem annorum;8 Και ετελευτησεν Ιησους, ο υιος του Ναυη, ο δουλος του Κυριου, ηλικιας εκατον δεκα ετων.
9 et sepelierunt eum in finibus possessionis suae in Thamnathsare in monte Ephraim a septentrionali plaga montis Gaas.9 Και εθαψαν αυτον εις το οριον της κληρονομιας αυτου εν Θαμναθ-αρες, εν τω ορει Εφραιμ, κατα το βορειον μερος του ορους Γαας.
10 Omnisque illa generatio congregata est ad patres suos, et surrexerunt alii post illam, qui non noverant Dominum et opus, quod fecerat cum Israel.
10 Και πασα ετι η γενεα εκεινη προσετεθησαν εις τους πατερας αυτων? και εσηκωθη αλλη γενεα μετ' αυτους, ητις δεν εγνωρισε τον Κυριον ουδε τα εργα, τα οποια εκαμεν υπερ του Ισραηλ.
11 Feceruntque filii Israel malum in conspectu Domini et servierunt Baalim11 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου και ελατρευσαν τους Βααλειμ?
12 ac dimiserunt Dominum, Deum patrum suorum, qui eduxerat eos de terra Aegypti, et secuti sunt deos alienos, de diis populorum, qui habitabant in circuitu eorum, et adoraverunt eos et ad iracundiam concitaverunt Dominum12 και εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων, τον εξαγαγοντα αυτους εκ γης Αιγυπτου, και υπηγον κατοπιν αλλων θεων, εκ των θεων των λαων των περιξ αυτων, και προσεκυνησαν αυτους και παρωργισαν τον Κυριον.
13 dimittentes eum et servientes Baal et Astharoth.13 Και εγκατελιπον τον Κυριον και ελατρευσαν τον Βααλ και τας Ασταρωθ.
14 Iratusque Dominus contra Israel tradidit eos in manibus diripientium, qui diripuerunt eos, et vendidit eos hostibus, qui habitabant per gyrum, nec potuerunt resistere adversariis suis;14 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ισραηλ, και παρεδωκεν αυτους εις την χειρα των λεηλατιστων, και ελεηλατησαν αυτους? και επωλησεν αυτους εις την χειρα των εχθρων αυτων κυκλω, ωστε δεν ηδυνηθησαν πλεον να σταθωσι κατα προσωπον των εχθρων αυτων.
15 sed, quocumque pergere voluissent, manus Domini erat super eos ad malum, sicut locutus est et iuravit eis, et vehementer afflicti sunt.
15 Πανταχου οπου εξηρχοντο, η χειρ του Κυριου ητο εναντιον αυτων προς κακον, καθως ελαλησεν ο Κυριος και καθως ωμοσεν ο Κυριος προς αυτους? και ηλθον εις μεγαλην αμηχανιαν.
16 Suscitavitque Dominus iudices, qui liberarent eos de vastantium manibus;16 Τοτε ανεστησεν ο Κυριος κριτας, οιτινες εσωσαν αυτους εκ της χειρος των λεηλατουντων αυτους.
17 sed nec illos audire voluerunt fornicantes cum diis alienis et adorantes eos. Cito deseruerunt viam, per quam ingressi fuerant patres eorum audientes mandata Domini, et omnia fecere contraria.17 Πλην ουδε εις τους κριτας αυτων υπηκουσαν, αλλ' επορνευσαν κατοπιν αλλων θεων και προσεκυνησαν αυτους? εξεκλιναν ταχεως απο της οδου, εις την οποιαν περιεπατησαν οι πατερες αυτων υπακουοντες εις τας εντολας του Κυριου? δεν εκαμον ουτω.
18 Cumque Dominus iudices suscitaret eis, erat Dominus cum iudice et liberabat eos de manu hostium eorum toto tempore iudicis, quia flectebatur misericordia et audiebat gemitus afflictorum.18 Και οτε ανεστησεν ο Κυριος εις αυτους κριτας, τοτε ο Κυριος ητο μετα του κριτου και εσωζεν αυτους εκ της χειρος των εχθρων αυτων καθ' ολας τας ημερας του κριτου? διοτι εσπλαγχνισθη ο Κυριος εις τους στεναγμους αυτων τους εξ αιτιας των καταθλιβοντων αυτους και καταπιεζοντων αυτους.
19 Postquam autem mortuus esset iudex, revertebantur et multo faciebant peiora quam fecerant patres sui, sequentes deos alienos, servientes eis et adorantes illos: non dimiserunt opera sua et viam durissimam, per quam ambulare consueverant.
19 Οτε δε απεθνησκεν ο κριτης, επεστρεφον και διεφθειροντο χειροτερα παρα τους πατερας αυτων, υπαγοντες κατοπιν αλλων θεων, δια να λατρευωσιν αυτους και να προσκυνωσιν αυτους? δεν επαυον απο των πραξεων αυτων ουδε απο της οδου αυτων της διεστραμμενης.
20 Iratusque est furor Domini in Israel et ait: “ Quia irritum fecit gens ista pactum meum, quod pepigeram cum patribus eorum, et vocem meam audire contempsit,20 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ισραηλ, και ειπεν, Επειδη ο λαος ουτος παρεβη την διαθηκην μου, την οποιαν προσεταξα εις τους πατερας αυτων, και δεν υπηκουσεν εις την φωνην μου?
21 et ego non expellam gentes, quas dimisit Iosue et mortuus est;21 και εγω δεν θελω εκδιωξει πλεον απ' εμπροσθεν αυτων ουδεν εκ των εθνων, τα οποια αφηκεν ο Ιησους οτε ετελευτησε,
22 ut in ipsis experiar Israel, utrum custodiant viam Domini et ambulent in ea, sicut custodierunt patres eorum, an non ”.
22 δια να δοκιμασω τον Ισραηλ δια μεσου αυτων, εαν φυλαττωσι την οδον του Κυριου, περιπατουντες εν αυτη, καθως εφυλαξαν αυτην οι πατερες αυτων, η ουχι.
23 Dimisit ergo Dominus has nationes et cito expellere noluit nec tradidit in manibus Iosue.
23 Και αφηκε Κυριος τα εθνη ταυτα, χωρις να εκδιωξη ταχεως αυτα? ουδε παρεδωκεν αυτα εις την χειρα του Ιησου.