Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 3


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et affinitate coniunctus est pharaoni regi Aegypti. Accepit namque filiam eius et adduxit in civitatem David, donec compleret aedificans domum suam et domum Domini et murum Ierusalem per circuitum.
1 Εκαμε δε ο Σολομων επιγαμιαν μετα του Φαραω, βασιλεως της Αιγυπτου, και ελαβε την θυγατερα του Φαραω? και εφερεν αυτην εις την πολιν Δαβιδ, εωσου ετελειωσε να οικοδομη τον οικον αυτου και τον οικον του Κυριου και το τειχος της Ιερουσαλημ κυκλω.
2 Attamen populus immolabat in excelsis; non enim aedificatum erat templum nomini Domini usque in diem illum.2 Πλην ο λαος εθυσιαζεν επι τους υψηλους τοπους, επειδη δεν ητο ωκοδομημενος οικος εις το ονομα του Κυριου, εως των ημερων εκεινων.
3 Dilexit autem Salomon Dominum ambulans in praeceptis David patris sui, excepto quod in excelsis immolabat et accendebat thymiama.3 Και ηγαπησεν ο Σολομων τον Κυριον, περιπατων εις τα προσταγματα Δαβιδ του πατρος αυτου? μονον εθυσιαζε και εθυμιαζεν επι τους υψηλους τοπους.
4 Abiit itaque in Gabaon, ut immolaret ibi; illud quippe erat excelsum maximum. Mille hostias in holocaustum obtulit Salomon super altare illud.
4 Και υπηγεν ο βασιλευς εις Γαβαων, δια να θυσιαση εκει? διοτι εκεινος ητο ο υψηλος τοπος ο μεγας? χιλια ολοκαυτωματα προσεφερεν ο Σολομων επι το θυσιαστηριον εκεινο.
5 In Gabaon apparuit Dominus Salomoni per somnium nocte dicens: “ Postula quod vis, ut dem tibi ”.5 Εφανη δε ο Κυριος εν Γαβαων εις τον Σολομωντα καθ' υπνον δια νυκτος? και ειπεν ο Θεος, Ζητησον τι να σοι δωσω.
6 Et ait Salomon: “ Tu fecisti cum servo tuo David patre meo misericordiam magnam, sicut ambulavit in conspectu tuo in veritate et iustitia et recto corde tecum; custodisti ei misericordiam tuam grandem et dedisti ei filium sedentem super thronum eius, sicut est hodie.6 Ο δε Σολομων ειπε, Συ εκαμες μεγα ελεος προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου, επειδη περιεπατησεν ενωπιον σου εν αληθεια και εν δικαιοσυνη και εν ευθυτητι καρδιας μετα σου? και εφυλαξας εις αυτον το μεγα τουτο ελεος και εδωκας εις αυτον υιον καθημενον επι του θρονου αυτου, καθως την ημεραν ταυτην?
7 Et nunc, Domine Deus meus, tu regnare fecisti servum tuum pro David patre meo. Ego autem sum puer parvus et ignorans egressum et introitum meum;7 και τωρα, Κυριε Θεε μου, συ εκαμες τον δουλον σου βασιλεα αντι Δαβιδ του πατρος μου? και εγω ειμαι παιδαριον μικρον? δεν εξευρω πως να εξερχωμαι και να εισερχωμαι?
8 et servus tuus in medio est populi, quem elegisti, populi infiniti, qui numerari et supputari non potest prae multitudine.8 και ο δουλος σου ειναι εν μεσω του λαου σου, τον οποιον εξελεξας, λαου μεγαλου, οστις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη ουδε να λογαριασθη?
9 Da ergo servo tuo cor docile, ut iudicare possit populum tuum et discernere inter bonum et malum. Quis enim potest iudicare populum tuum hunc multum? ”.
9 δος λοιπον εις τον δουλον σου καρδιαν νοημονα εις το να κρινη τον λαον σου, δια να διακρινω μεταξυ καλου και κακου? διοτι τις δυναται να κρινη τον λαον σου τουτον τον μεγαν;
10 Placuit ergo sermo coram Domino quod Salomon rem huiuscemodi postulasset,10 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Κυριον, οτι ο Σολομων εζητησε το πραγμα τουτο.
11 et dixit Deus Salomoni: “ Quia postulasti verbum hoc et non petisti tibi dies multos nec divitias aut animam inimicorum tuorum, sed postulasti tibi sapientiam ad discernendum iudicium,11 Και ειπεν ο Θεος προς αυτον, Επειδη εζητησας το πραγμα τουτο, και δεν εζητησας εις σεαυτον πολυζωιαν, και δεν εζητησας εις σεαυτον πλουτη, και δεν εζητησας την ζωην των εχθρων σου, αλλ' εζητησας εις σεαυτον συνεσιν δια να εννοης κρισιν,
12 ecce feci tibi secundum sermones tuos et dedi tibi cor sapiens et intellegens, in tantum ut nullus ante te similis tui fuerit nec post te surrecturus sit;12 ιδου, εκαμα κατα τους λογους σου? ιδου, εδωκα εις σε καρδιαν σοφην και συνετην, ωστε δεν εσταθη προτερον σου ομοιος σου, ουδε μετα σε θελει αναστηθη ομοιος σου?
13 sed et haec, quae non postulasti, dedi tibi, divitias scilicet et gloriam, ut nemo fuerit similis tui in regibus cunctis diebus tuis.13 ετι δε εδωκα εις σε και ο, τι δεν εζητησας, και πλουτον και δοξαν, ωστε μεταξυ των βασιλεων δεν θελει εισθαι ουδεις ομοιος σου καθ' ολας τας ημερας σου?
14 Si autem ambulaveris in viis meis et custodieris praecepta mea et mandata mea, sicut ambulavit David pater tuus, longos faciam dies tuos ”.14 και εαν περιπατης εις τας οδους μου, φυλαττων τα διαταγματα μου και τας εντολας μου, καθως περιεπατησε Δαβιδ ο πατηρ σου, τοτε θελω μακρυνει τας ημερας σου.
15 Igitur evigilavit Salomon et intellexit quod esset somnium. Cumque venisset Ierusalem, stetit coram arca foederis Domini et obtulit holocausta et fecit victimas pacificas et convivium universis famulis suis.
15 Και εξυπνησεν ο Σολομων? και ιδου, ητο ενυπνιον. Και ηλθεν εις Ιερουσαλημ και εσταθη ενωπιον της κιβωτου της διαθηκης του Κυριου, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και εκαμεν ειρηνικας προσφορας και εκαμε συμποσιον εις παντας τους δουλους αυτου.
16 Tunc venerunt duae mulieres meretrices ad regem steteruntque coram eo.16 Τοτε ηλθον δυο γυναικες πορναι προς τον βασιλεα και εσταθησαν εμπροσθεν αυτου.
17 Quarum una ait: “ Obsecro, mi domine; ego et mulier haec habitabamus in domo una, et peperi apud eam in domo;17 Και ειπεν η μια γυνη, Ω, κυριε μου εγω και η γυνη αυτη κατοικουμεν εν τη αυτη οικια, και εγεννησα συγκατοικουσα μετ' αυτης?
18 tertia vero die, postquam ego peperi, peperit et haec; et eramus simul, nullusque alius nobiscum in domo, exceptis nobis duabus.18 την δε τριτην ημεραν αφου εγω εγεννησα, εγεννησε και η γυνη αυτη? και ημεθα ομου? δεν ητο ξενος μεθ' ημων εν τη οικια? μονον ημεις αι δυο ημεθα εν τη οικια?
19 Mortuus est autem filius mulieris huius nocte; dormiens quippe oppressit eum.19 και την νυκτα απεθανεν ο υιος της γυναικος ταυτης, επειδη εκοιμηθη επ' αυτον?
20 Et consurgens intempesta nocte, silentio tulit filium meum de latere meo ancillae tuae dormientis et collocavit in sinu suo; suum autem filium, qui erat mortuus, posuit in sinu meo.20 και αυτη σηκωθεισα το μεσονυκτιον, ελαβε τον υιον μου εκ του πλαγιου μου, ενω η δουλη σου εκοιματο, και εβαλεν αυτον εις τον κολπον αυτης? τον δε υιον αυτης τον νεκρον εβαλεν εις τον κολπον μου?
21 Cumque surrexissem mane, ut darem lac filio meo, apparuit mortuus; quem diligentius intuens clara luce, deprehendi non esse meum, quem genueram ”.21 και οτε εσηκωθην το πρωι, δια να θηλασω τον υιον μου, ιδου, ητο νεκρος? πλην αφου το πρωι παρετηρησα αυτο, ιδου, δεν ητο ο υιος μου τον οποιον εγεννησα.
22 Responditque altera mulier: “ Non est ita, sed filius meus vivit, tuus autem mortuus est ”. E contrario illa dicebat: “ Mentiris. Filius quippe tuus mortuus est, meus autem vivit ”. Atque in hunc modum contendebant coram rege.
22 Η δε αλλη γυνη ειπεν, Ουχι, αλλ' ο ζων ειναι ο υιος μου, ο δε νεκρος ειναι ο υιος σου. Η δε ειπεν, Ουχι, αλλ' ο νεκρος ειναι ο υιος σου, ο δε ζων ειναι ο υιος μου. Ουτως ελαλησαν ενωπιον του βασιλεως.
23 Tunc rex ait: “ Haec dicit: “Filius meus vivit, et filius tuus mortuus est”; et ista respondit: “Non, sed filius tuus mortuus est, et filius meus vivit” ”.23 Και ειπεν ο βασιλευς, Η μεν λεγει, Ουτος ο ζων ειναι ο υιος μου, ο δε νεκρος ειναι ο υιος σου? η δε λεγει, Ουχι, αλλ' ο νεκρος ειναι ο υιος σου, ο δε ζων ειναι ο υιος μου.
24 Dixit ergo rex: “ Afferte mihi gladium! ”. Cumque attulissent gladium coram rege:24 Και ειπεν ο βασιλευς, φερετε μοι μαχαιραν. Και εφεραν την μαχαιραν εμπροσθεν του βασιλεως.
25 “ Dividite, inquit, infantem vivum in duas partes, et date dimidiam partem uni et dimidiam partem alteri ”.25 Και ειπεν ο βασιλευς, Διαιρεσατε εις δυο το παιδιον το ζων, και δοτε το ημισυ εις την μιαν και το ημισυ εις την αλλην.
26 Dixit autem mulier, cuius filius erat vivus, ad regem — commota sunt quippe viscera eius super filio suo —: “ Obsecro, domine, date illi infantem vivum et nolite interficere eum ”. E contrario illa dicebat: “ Nec mihi nec tibi sit; dividatur ”.26 Τοτε η γυνη, της οποιας ητο ο υιος ο ζων, ελαλησε προς τον βασιλεα, διοτι τα σπλαγχνα αυτης επονεσαν δια τον υιον αυτης, και ειπεν, Ω, κυριε μου, δος εις αυτην το παιδιον το ζων, και κατ' ουδενα τροπον μη θανατωσης αυτο. Η δε αλλη ειπε, Μητε ιδικον μου ας ηναι, μητε ιδικον σου? διαιρεσατε αυτο.
27 Respondens rex ait: “ Date huic infantem vivum, et non occidatur; haec est mater eius ”.
27 Τοτε αποκριθεις ο βασιλευς, ειπε, Δοτε εις αυτην το παιδιον το ζων, και κατ' ουδενα τροπον μη θανατωσητε αυτο? αυτη ειναι μητηρ αυτου.
28 Audivit itaque omnis Israel iudicium, quod iudicasset rex; et timuerunt regem videntes sapientiam Dei esse in eo ad faciendum iudicium.
28 Και ηκουσε πας ο Ισραηλ περι της κρισεως, την οποιαν ο βασιλευς εκρινε, και εφοβηθησαν τον βασιλεα? διοτι ειδον οτι σοφια Θεου ητο εν αυτω δια να καμνη κρισιν?