Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 12


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Venit autem Roboam in Sichem; illuc enim congregatus erat omnis Israel ad constituendum eum regem.1 Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ? διοτι εις Συχεμ ηρχετο πας ο Ισραηλ δια να καμη αυτον βασιλεα.
2 At Ieroboam filius Nabat, cum adhuc esset in Aegypto profugus a facie regis Salomonis, audito hoc nuntio, reversus est de Aegypto.2 Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο ετι εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου του βασιλεως Σολομωντος, εμεινεν ετι ο Ιεροβοαμ εν Αιγυπτω?
3 Miseruntque et vocaverunt eum. Venit ergo Ieroboam et omnis multitudo Israel, et locuti sunt ad Roboam dicentes:3 απεστειλαν ομως και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πασα η συναγωγη του Ισραηλ και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες,
4 “ Pater tuus durissimum iugum imposuit nobis; tu itaque nunc imminue paululum de imperio patris tui durissimo et de iugo gravissimo, quod imposuit nobis, et serviemus tibi ”.4 Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων? τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σε δουλευει.
5 Qui ait eis: “ Ite usque ad tertium diem et revertimini ad me ”.
Cumque abisset populus,
5 Ο δε ειπε προς αυτους, Αναχωρησατε εως τρεις ημερας? επειτα επιστρεψατε προς εμε. Και ανεχωρησεν ο λαος.
6 iniit consilium rex Roboam cum senioribus, qui assistebant coram Salomone patre eius, cum adhuc viveret, et ait: “ Quod mihi datis consilium, ut respondeam populo huic? ”.6 Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον;
7 Qui dixerunt ei: “ Si hodie oboedieris populo huic et servieris et petitioni eorum cesseris locutusque fueris ad eos verba lenia, erunt tibi servi cunctis diebus ”.7 Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν σημερον γεινης δουλος εις τον λαον τουτον και δουλευσης αυτους και αποκριθης προς αυτους και λαλησης αγαθους λογους προς αυτους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος.
8 Qui dereliquit consilium senum, quod dederant ei, et adhibuit adulescentes, qui nutriti fuerant cum eo et assistebant illi,8 Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους, τους συνανατραφεντας μετ' αυτου τους παρισταμενους ενωπιον αυτου.
9 dixitque ad eos: “ Quod mihi datis consilium, ut respondeam populo huic, qui dixerunt mihi: “Levius fac iugum, quod imposuit pater tuus super nos”? ”.9 Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον, τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας;
10 Et dixerunt ei iuvenes, qui nutriti fuerant cum eo: “ Sic loquere populo huic, qui locuti sunt ad te dicentes: “Pater tuus aggravavit iugum nostrum, tu releva nos”; sic loqueris ad eos: Minimus digitus meus grossior est lumbis patris mei.10 Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι, οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας? ουτω θελεις λαλησει προς αυτους? Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου?
11 Et nunc, pater meus posuit super vos iugum grave, ego autem addam super iugum vestrum; pater meus cecidit vos flagellis, ego autem caedam scorpionibus ”.
11 τωρα λοιπον, ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
12 Venit ergo Ieroboam et omnis populus ad Roboam die tertia, sicut locutus fuerat rex dicens: “ Revertimini ad me die tertia ”.12 Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν.
13 Responditque rex populo dura, derelicto consilio seniorum, quod ei dederant,13 Και απεκριθη ο βασιλευς προς τον λαον σκληρως και εγκατελιπε την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον?
14 et locutus est eis secundum consilium iuvenum dicens:
“ Pater meus aggravavit iugum vestrum,
ego autem addam iugo vestro;
pater meus cecidit vos flagellis,
ego autem caedam vos scorpionibus ”.
14 και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
15 Ergo non acquievit rex populo, quoniam dispositum erat a Domino, ut suscitaret verbum suum, quod locutus fuerat in manu Ahiae Silonitae ad Ieroboam filium Nabat.
15 Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον? διοτι το πραγμα εγεινε παρα Κυριου, δια να εκτελεση τον λογον αυτου, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ.
16 Videns itaque omnis Israel quod noluisset eos audire rex, respondit ei dicens:
“ Quae nobis pars in David,
vel quae hereditas in filio Isai?
Vade in tabernacula tua, Israel!
Nunc vide domum tuam, David! ”. Et abiit Israel in tabernacula sua.
16 Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εν τω Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εν τω υιω του Ιεσσαι? εις τας σκηνας σου, Ισραηλ? προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησεν ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου.
17 Super filios autem Israel, quicumque habitabant in civitatibus Iudae, regnavit Roboam.17 Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους.
18 Misit rex Roboam Adoniram, qui erat super servitutem; et lapidavit eum omnis Israel, et mortuus est. Porro rex Roboam festinus ascendit currum et fugit in Ierusalem.18 Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων? και ελιθοβολησεν αυτον πας ο Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ.
19 Recessitque Israel a domo David usque in praesentem diem.
19 Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ εως της ημερας ταυτης.
20 Factum est autem cum audisset omnis Israel quod reversus esset Ieroboam, miserunt et vocaverunt eum, congregato coetu, et constituerunt eum regem super omnem Israel; nec secutus est quisquam domum David praeter tribum Iudae solam.
20 Οτε δε ηκουσε πας ο Ισραηλ οτι ο Ιεροβοαμ επεστρεψεν, απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον εις την συναγωγην και εκαμον αυτον βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? δεν ηκολουθησε τον οικον του Δαβιδ, ειμη η φυλη του Ιουδα μονη.
21 Venit autem Roboam Ierusalem et congrcgavit universam domum Iudae et tribum Beniamin, centum octoginta milia electorum virorum bellatorum, ut pugnaret contra domum Israel et reduceret regnum Roboam filio Salomonis.21 Και ελθων ο Ροβοαμ εις Ιερουσαλημ, συνηθροισε παντα τον οικον Ιουδα και την φυλην Βενιαμιν, εκατον ογδοηκοντα χιλιαδας εκλεκτων πολεμιστων, δια να πολεμησωσι κατα του οικου του Ισραηλ, οπως επαναφερωσι την βασιλειαν εις τον Ροβοαμ τον υιον του Σολομωντος.
22 Factus est vero sermo Domini ad Semeiam virum Dei dicens:22 Εγεινεν ομως λογος Θεου προς τον Σεμαιαν, ανθρωπον του Θεου, λεγων,
23 “ Loquere ad Roboam filium Salomonis regem Iudae et ad omnem domum Iudae et Beniamin et reliquos de populo dicens:23 Λαλησον προς Ροβοαμ, τον υιον του Σολομωντος, τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον οικον Ιουδα και Βενιαμιν και προς το επιλοιπον του λαου, λεγων,
24 Haec dicit Dominus: Non ascendetis neque bellabitis contra fratres vestros, filios Israel; revertatur vir in domum suam; a me enim factum est hoc ”. Audierunt sermonem Domini et reversi sunt de itinere, sicut eis praeceperat Dominus.
24 ουτω λεγει Κυριος? Δεν θελετε αναβη ουδε πολεμησει εναντιον των αδελφων σας των υιων Ισραηλ? επιστρεψατε εκαστος εις τον οικον αυτου? διοτι παρ' εμου εγεινε το πραγμα τουτο. Και υπηκουσαν εις τον λογον του Κυριου και επεστρεψαν να υπαγωσι, κατα τον λογον του Κυριου.
25 Aedificavit autem Ieroboam Sichem in monte Ephraim et habitavit ibi; et egressus inde aedificavit Phanuel.
25 Τοτε ωκοδομησεν ο Ιεροβοαμ την Συχεμ επι του ορους Εφραιμ, και κατωκησεν εν αυτη? επειτα εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησε την Φανουηλ.
26 Dixitque Ieroboam in corde suo: “ Nunc revertetur regnum ad domum David,26 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ εν τη καρδια αυτου. Τωρα θελει επιστρεψει η βασιλεια εις τον οικον του Δαβιδ?
27 si ascenderit populus iste, ut faciat sacrificia in domo Domini in Ierusalem, et convertetur cor populi huius ad dominum suum Roboam regem Iudae, interficientque me et revertentur ad Roboam regem Iudae ”.27 εαν ο λαος ουτος αναβη δια να προσφερη θυσιας εν τω οικω του Κυριου εν Ιερουσαλημ, τοτε η καρδια του λαου τουτου θελει επιστρεψει προς τον κυριον αυτου, τον Ροβοαμ βασιλεα του Ιουδα, και θελουσι θανατωσει εμε και επιστρεψει προς Ροβοαμ τον βασιλεα του Ιουδα.
28 Et excogitato consilio, fecit rex duos vitulos aureos et dixit ad populum: “ Nolite ultra ascendere in Ierusalem! Ecce dii tui, Israel, qui te eduxerunt de terra Aegypti ”.28 Ελαβε λοιπον ο βασιλευς βουλην και εκαμε δυο μοσχους χρυσους, και ειπε προς αυτους, Φθανει εις εσας να αναβαινητε εις Ιερουσαλημ? ιδου, οι θεοι σου, Ισραηλ, οιτινες σε ανηγαγον εκ γης Αιγυπτου.
29 Posuitque unum in Bethel et alterum donavit in Dan;29 Και εθεσε τον ενα εν Βαιβηλ και τον αλλον εθεσεν εν Δαν.
30 et factum est hoc in peccatum: ibat enim populus coram uno usque in Dan.30 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας? διοτι επορευετο ο λαος εως εις Δαν, δια να προσκυνη ενωπιον του ενος.
31 Et fecit fana in excelsis et sacerdotes de extremis populi, qui non erant de filiis Levi.31 Και εκαμεν οικους επι των υψηλων τοπων και εκαμεν ιερεις εκ των εσχατων του λαου, οιτινες δεν ησαν εκ των υιων Λευι.
32 Constituitque diem sollemnem in mense octavo, quinta decima die mensis, in similitudinem sollemnitatis, quae celebratur in Iuda. Et ascendit altare; sic fecit in Bethel, ut immolaret vitulis, quos fabricatus erat; constituitque in Bethel sacerdotes excelsorum, quae fecerat.32 Και εκαμεν ο Ιεροβοαμ εορτην εν τω μηνι τω ογδοω, εν τη δεκατη πεμπτη ημερα του μηνος, ως την εορτην την εν Ιουδα, και ανεβη επι το θυσιαστηριον. Ουτως εκαμεν εν Βαιθηλ, θυσιαζων εις τους μοσχους τους οποιους εκαμε? και κατεστησεν εν Βαιθηλ τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους οποιους εκαμε.
33 Et ascendit super altare, quod exstruxerat in Bethel, quinta decima die mensis octavi, quem finxerat de corde suo; et fecit sollemnitatem filiis Israel et ascendit super altare, ut adoleret.
33 Και ανεβη επι το θυσιαστηριον το οποιον εκαμεν εν Βαιθηλ, την δεκατην πεμπτην ημεραν του ογδοου μηνος, εν τω μηνι τον οποιον εφευρεν απο της καρδιας αυτου? και εκαμεν εορτην εις τους υιους Ισραηλ, και ανεβη επι το θυσιαστηριον, δια να θυμιαση.