Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 11


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Rex autem Salomon amavit mulieres alienigenas multas, filiam quoque pharaonis et Moabitidas et Ammonitidas, Idumaeas et Sidonias et Hetthaeas,1 Ηγαπησε δε ο βασιλευς Σολομων πολλας ξενας γυναικας, εκτος της θυγατρος του Φαραω, Μωαβιτιδας, Αμμωνιτιδας, Ιδουμαιας, Σιδωνιας, Χετταιας?
2 de gentibus, super quibus dixit Dominus filiis Israel: “ Non ingrediemini ad eas, neque de illis ingredientur ad vestras; certissime enim avertent corda vestra, ut sequamini deos earum ”. His itaque copulatus est Salomon amore;2 εκ των εθνων περι των οποιων ο Κυριος ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Δεν θελετε εισελθει προς αυτα, ουδε αυτα θελουσιν εισελθει προς εσας, μηποτε εκκλινωσι τας καρδιας σας κατοπιν των θεων αυτων? εις αυτα ο Σολομων προσεκολληθη με ερωτα.
3 fueruntque ei uxores quasi reginae septingentae et concubinae trecentae, et averterunt mulieres cor eius.3 Και ειχε γυναικας βασιλιδας επτακοσιας και παλλακας τριακοσιας? και αι γυναικες αυτου εξεκλιναν την καρδιαν αυτου.
4 Cumque iam esset senex, depravatum est cor eius per mulieres, ut sequeretur deos alienos; nec erat cor eius perfectum cum Domino Deo suo sicut cor David patris eius,4 Διοτι οτε εγηρασεν ο Σολομων, αι γυναικες αυτου εξεκλιναν την καρδιαν αυτου κατοπιν αλλων θεων? και η καρδια αυτου δεν ητο τελεια μετα του Κυριου του Θεου αυτου, ως η καρδια Δαβιδ του πατρος αυτου.
5 sed colebat Salomon Astharthen, deam Sidoniorum, et Melchom idolum Ammonitarum.5 Και επορευθη ο Σολομων κατοπιν της Ασταρτης, της θεας των Σιδωνιων, και κατοπιν του Μελχωμ, του βδελυγματος των Αμμωνιτων.
6 Fecitque Salomon quod non placuerat coram Domino et non adimplevit ut sequeretur Dominum sicut David pater eius.6 Και επραξεν ο Σολομων πονηρα ενωπιον του Κυριου και δεν επορευθη εντελως κατοπιν του Κυριου, ως Δαβιδ ο πατηρ αυτου.
7 Tunc aedificavit Salomon fanum Chamos idolo Moab in monte, qui est contra Ierusalem, et Melchom idolo filiorum Ammon;7 Τοτε ωκοδομησεν ο Σολομων υψηλον τοπον εις τον Χεμως, το βδελυγμα του Μωαβ, εν τω ορει τω απεναντι της Ιερουσαλημ, και εις τον Μολοχ, το βδελυγμα των υιων Αμμων.
8 atque in hunc modum fecit universis uxoribus suis alienigenis, quae adolebant et immolabant diis suis.
8 Και ουτως εκαμε δι' ολας τας γυναικας αυτου τας ξενας, αιτινες εθυμιαζον και εθυσιαζον εις τους θεους αυτων.
9 Igitur iratus est Dominus Salomoni, quod aversa esset mens eius a Domino, Deo Israel, qui apparuerat ei bis9 Και ωργισθη ο Κυριος κατα του Σολομωντος επειδη η καρδια αυτου εξεκλινεν απο του Κυριου του Θεου του Ισραηλ, οστις εφανερωθη δις εις αυτον,
10 et praeceperat de verbo hoc, ne sequeretur deos alienos; et non custodivit, quae mandavit ei Dominus.10 και προσεταξεν εις αυτον περι του πραγματος τουτου, να μη υπαγη κατοπιν αλλων θεων? δεν εφυλαξεν ομως εκεινο, το οποιον ο Κυριος προσεταξε.
11 Dixit itaque Dominus Salomoni: “ Quia habuisti hoc apud te et non custodisti pactum meum et praecepta mea, quae mandavi tibi, disrumpens scindam regnum tuum a te et dabo illud servo tuo.11 Δια τουτο ειπεν ο Κυριος εις τον Σολομωντα, Επειδη τουτο ευρεθη εν σοι, και δεν εφυλαξας την διαθηκην μου και τα διαταγματα μου, τα οποια προσεταξα εις σε, θελω εξαπαντος διαρρηξει την βασιλειαν απο σου και δωσει αυτην εις τον δουλον σου?
12 Verumtamen in diebus tuis non faciam propter David patrem tuum; de manu filii tui scindam illud.12 πλην εν ταις ημεραις σου δεν θελω καμει τουτο, χαριν Δαβιδ του πατρος σου? εκ της χειρος του υιου σου θελω διαρρηξει αυτην?
13 Nec totum regnum auferam, sed tribum unam dabo filio tuo propter David servum meum et Ierusalem, quam elegi ”.
13 δεν θελω ομως διαρρηξει πασαν την βασιλειαν? μιαν φυλην θελω δωσει εις τον υιον σου, χαριν Δαβιδ του δουλου μου, και χαριν της Ιερουσαλημ, την οποιαν εξελεξα.
14 Suscitavit autem Dominus adversarium Salomoni Adad Idumaeum, qui erat de semine regio, in Edom.14 Και εσηκωσεν ο Κυριος αντιπαλον εις τον Σολομωντα, τον Αδαδ τον Ιδουμαιον? ουτος ητο εκ του σπερματος των βασιλεων της Ιδουμαιας.
15 Cum enim vicisset David Idumaeam, et ascendisset Ioab princeps militiae ad sepeliendum eos, qui fuerant interfecti, et occidisset omne masculinum in Idumaea15 Διοτι, οτε ητο ο Δαβιδ εν τη Ιδουμαια και Ιωαβ ο αρχιστρατηγος ανεβη να θαψη τους θανατωθεντας και επαταξε παν αρσενικον εν τη Ιδουμαια,
16 — sex enim mensibus ibi moratus est Ioab et omnis Israel, donec interimerent omne masculinum in Idumaea —16 επειδη εξ μηνας εκαθησεν εκει ο Ιωαβ μετα παντος του Ισραηλ, εωσου εξωλοθρευσε παν αρσενικον εκ της Ιδουμαιας,
17 fugit Adad ipse et viri Idumaei de servis patris eius cum eo, ut ingrederetur Aegyptum; erat autem Adad puer parvulus.17 τοτε ο Αδαδ εφυγεν, αυτος και μετ' αυτου τινες Ιδουμαιοι εκ των δουλων του πατρος αυτου, δια να υπαγωσιν εις την Αιγυπτον? ητο δε ο Αδαδ μικρον παιδιον.
18 Cumque surrexissent de Madian, venerunt in Pharan tuleruntque secum viros de Pharan et introierunt Aegyptum ad pharaonem regem Aegypti, qui dedit ei domum et cibos constituit et terram delegavit.18 Και εσηκωθησαν εκ της Μαδιαμ και ηλθον εις Φαραν? και ελαβον μεθ' εαυτων ανδρας εκ Φαραν και ηλθον εις Αιγυπτον προς τον Φαραω βασιλεα της Αιγυπτου? οστις εδωκεν εις αυτον οικιαν και διεταξεν εις αυτον τροφας και γην εδωκεν εις αυτον.
19 Et invenit Adad gratiam coram pharao valde, in tantum ut daret ei uxorem sororem uxoris suae germanam Taphnes reginae.19 Και ευρηκεν ο Αδαδ μεγαλην χαριν ενωπιον του Φαραω, ωστε εδωκεν εις αυτον γυναικα την αδελφην της γυναικος αυτου, την αδελφην της Ταχπενες της βασιλισσης.
20 Genuitque ei soror Taphnes Genubath filium et ablactavit eum Taphnes in domo pharaonis, eratque Genubath habitans apud pharaonem cum filiis eius.20 Και εγεννησεν εις αυτον η αδελφη της Ταχπενες τον Γενουβαθ τον υιον αυτου, τον οποιον η Ταχπενες απεγαλακτισεν εντος του οικου του Φαραω? και ητο ο Γενουβαθ εν τω οικω του Φαραω, μεταξυ των υιων του Φαραω.
21 Cumque audisset Adad in Aegypto dormisse David cum patribus suis et mortuum esse Ioab principem militiae, dixit pharaoni: “ Dimitte me, ut vadam in terram meam ”.21 Και οτε ηκουσεν ο Αδαδ εν Αιγυπτω οτι εκοιμηθη ο Δαβιδ μετα των πατερων αυτου και οτι απεθανεν Ιωαβ ο αρχιστρατηγος, ειπεν ο Αδαδ προς τον Φαραω, Εξαποστειλον με, δια να απελθω εις την γην μου.
22 Dixitque ei pharao: “ Qua enim re apud me indiges, ut quaeras ire ad terram tuam? ”. At ille respondit: “ Nulla; sed obsecro, ut dimittas me ”.
22 Και ειπε προς αυτον ο Φαραω, Αλλα τι σοι λειπει πλησιον μου, και ιδου, συ ζητεις να απελθης εις την γην σου; Και απεκριθη, Ουδεν? αλλ' εξαποστειλον με, παρακαλω.
23 Suscitavit quoque Deus Salomoni adversarium Razon filium Eliada, qui fugerat ab Adadezer rege Soba domino suo.23 Και εσηκωσεν ο Θεος εις αυτον και αλλον αντιπαλον, τον Ρεζων, υιον του Ελιαδα, οστις ειχε φυγει απο του κυριου αυτου Αδαδεζερ, βασιλεως της Σωβα?
24 Et congregavit ad se viros et factus est princeps turmae, cum interficeret eos David; abieruntque Damascum et habitaverunt ibi et regnaverunt in Damasco.24 και συναθροισας εις εαυτον ανδρας, εγεινεν αρχηγος συμμοριας, οτε επαταξεν ο Δαβιδ τους απο Σωβα? και υπηγαν εις Δαμασκον και κατωκησαν εκει και εβασιλευσαν εν Δαμασκω?
25 Eratque adversarius Israeli cunctis diebus Salomonis; et hoc cum malo, quod erat Adad. Et detestatus est Israel regnavitque in Syria.
25 και ητο αντιπαλος του Ισραηλ πασας τας ημερας του Σολομωντος, εκτος των κακων, τα οποια εκαμεν ο Αδαδ? και επηρεαζε τον Ισραηλ, βασιλευων επι της Συριας.
26 Ieroboam quoque filius Nabat, Ephrathaeus de Sareda, servus Salomonis, cuius mater erat nomine Sarva mulier vidua, levavit manum contra regem.26 Και ο Ιεροβοαμ, υιος του Ναβατ, Εφραθαιος απο Σαρηδα, δουλος του Σολομωντος, του οποιου η μητηρ ωνομαζετο Σερουα, γυνη χηρα, και ουτος εσηκωσε χειρα κατα του βασιλεως.
27 Et haec causa rebellionis adversus eum: Salomon aedificavit Mello et coaequavit voraginem civitatis David patris sui.27 Αυτη δε ητο η αιτια, δια την οποιαν εσηκωσε χειρα κατα του βασιλεως? ο Σολομων ωκοδομει την Μιλλω και εκλεισε το χαλασμα της πολεως Δαβιδ του πατρος αυτου?
28 Erat autem Ieroboam vir fortis et strenuus; vidensque Salomon adulescentem industrium constituerat eum praefectum super labores universae domus Ioseph.
28 και ητο ο ανθρωπος Ιεροβοαμ δυνατος εν ισχυι? και ειδεν ο Σολομων τον νεον οτι ητο φιλεργος και κατεστησεν αυτον επιστατην επι παντα τα φορτια του οικου Ιωσηφ.
29 Factum est igitur in tempore illo, ut Ieroboam egrederetur de Ierusalem, et inveniret eum Ahias Silonites propheta in via opertus pallio novo; erant autem duo tantum in agro.29 Και κατ' εκεινον τον καιρον, οτε ο Ιεροβοαμ εξηλθεν εξ Ιερουσαλημ, ευρηκεν αυτον καθ' οδον ο προφητης Αχια ο Σηλωνιτης, ενδεδυμενος ιματιον νεον? και ησαν οι δυο μονοι εν τη πεδιαδι.
30 Apprehendensque Ahias pallium suum novum, quo coopertus erat, scidit in duodecim partes30 Και επιασεν ο Αχια το νεον ιματιον, το οποιον εφορει, και εσχισεν αυτο εις δωδεκα τμηματα?
31 et ait ad Ieroboam: “ Tolle tibi decem scissuras; haec enim dicit Dominus, Deus Israel: Ecce ego scindam regnum de manu Salomonis et dabo tibi decem tribus.31 και ειπε προς τον Ιεροβοαμ, Λαβε εις σεαυτον δεκα τμηματα? διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, θελω διαρρηξει την βασιλειαν εκ της χειρος του Σολομωντος και δωσει τας δεκα φυλας εις σε?
32 Porro una tribus remanebit ei propter servum meum David et Ierusalem civitatem, quam elegi ex omnibus tribubus Israel;32 θελει μενει ομως εις αυτον μια φυλη, χαριν του δουλου μου Δαβιδ και χαριν της Ιερουσαλημ, της πολεως, την οποιαν εξελεξα εκ πασων των φυλων του Ισραηλ?
33 eo quod dereliquerint me et adoraverint Astharthen deam Sidoniorum et Chamos deum Moab et Melchom deum filiorum Ammon et non ambulaverint in viis meis, ut facerent iustitiam coram me et praecepta mea et iudicia sicut David pater eius.33 διοτι με εγκατελιπον και ελατρευσαν Ασταρτην την θεαν των Σιδωνιων, Χεμως τον θεον των Μωαβιτων και Μελχωμ τον θεον των υιων Αμμων? και δεν περιεπατησαν εις τας οδους μου δια να πραττωσι το ευθες ενωπιον μου, και να φυλαττωσι τα διαταγματα μου και τας κρισεις μου, ως Δαβιδ ο πατηρ αυτου?
34 Nec auferam omne regnum de manu eius, sed ducem ponam eum cunctis diebus vitae suae propter David servum meum, quem elegi, qui custodivit mandata mea et praecepta mea.34 δεν θελω ομως λαβει πασαν την βασιλειαν εκ της χειρος αυτου, αλλα θελω διατηρησει αυτον ηγεμονα πασας τας ημερας της ζωης αυτου, χαριν Δαβιδ του δουλου μου, τον οποιον εξελεξα, διοτι εφυλαττε τας εντολας μου και τα διαταγματα μου?
35 Auferam autem regnum de manu filii eius et dabo tibi decem tribus;35 θελω ομως λαβει την βασιλειαν εκ της χειρος του υιου αυτου και δωσει αυτην εις σε, τας δεκα φυλας?
36 filio autem eius dabo tribum unam, ut remaneat lucerna David servo meo cunctis diebus coram me in Ierusalem civitate, quam elegi, ut esset nomen meum ibi.36 εις δε τον υιον αυτου θελω δωσει μιαν φυλην, δια να εχη Δαβιδ ο δουλος μου λυχνον παντοτε εμπροσθεν μου εν Ιερουσαλημ, τη πολει την οποιαν εξελεξα εις εμαυτον δια να θεσω το ονομα μου εκει.
37 Te autem assumam, et regnabis super omnia, quae desiderat anima tua, erisque rex super Israel.37 και σε θελω λαβει, και θελεις βασιλευσει κατα παντα οσα η ψυχη σου επιθυμει και θελεις εισθαι βασιλευς επι τον Ισραηλ?
38 Si igitur audieris omnia, quae praecepero tibi, et ambulaveris in viis meis et feceris, quod rectum est coram me custodiens mandata mea et praecepta mea, sicut fecit David servus meus, ero tecum et aedificabo tibi domum stabilem, quomodo aedificavi David, et tradam tibi Israel38 και εαν εισακουσης εις παντα οσα σε προσταζω και περιπατης εις τας οδους μου και πραττης το ευθες ενωπιον μου, φυλαττων τα διαταγματα μου και τας εντολας μου, καθως εκαμνε Δαβιδ ο δουλος μου, τοτε θελω εισθαι μετα σου και θελω οικοδομησει εις σε οικον ασφαλη, καθως ωκοδομησα εις τον Δαβιδ, και θελω δωσει τον Ισραηλ εις σε?
39 et affligam semen David super hoc, verumtamen non cunctis diebus ”.
39 και θελω κακουχησει το σπερμα του Δαβιδ δια τουτο, πλην ουχι δια παντος.
40 Voluit ergo Salomon interficere Ieroboam, qui surrexit et aufugit in Aegyptum ad Sesac regem Aegypti et fuit in Aegypto usque ad mortem Salomonis.
40 Οθεν εζητησεν ο Σολομων να θανατωση τον Ιεροβοαμ. Και σηκωθεις ο Ιεροβοαμ, εφυγεν εις Αιγυπτον προς Σισακ τον βασιλεα της Αιγυπτου, και ητο εν Αιγυπτω εωσου απεθανεν ο Σολομων.
41 Reliqua autem gestorum Salomonis, omnia, quae fecit, et sapientia eius, ecce universa scripta sunt in libro gestorum Salomonis;41 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Σολομωντος και παντα οσα εκαμε, και η σοφια αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των πραξεων του Σολομωντος;
42 dies autem, quos regnavit Salomon in Ierusalem super omnem Israel, quadraginta anni sunt.42 Αι δε ημεραι, οσας εβασιλευσεν ο Σολομων εν Ιερουσαλημ επι παντα τον Ισραηλ, ησαν τεσσαρακοντα ετη.
43 Dormivitque Salomon cum patribus suis et sepultus est in civitate David patris sui; regnavitque Roboam filius eius pro eo.
43 Και εκοιμηθη ο Σολομων μετα των πατερων αυτου και εταφη εν τη πολει Δαβιδ του πατρος αυτου? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ροβοαμ ο υιος αυτου.