Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 5


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et venerunt universae tribus Is rael ad David in Hebron dicen tes: “ Ecce nos os tuum et caro tua sumus.1 Και ηλθον πασαι αι φυλαι του Ισραηλ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον, λεγοντες, Ιδου, οστουν σου και σαρξ σου ειμεθα ημεις?
2 Sed et heri et nudiustertius, cum esset Saul rex super nos, tu eras educens et reducens Israel. Dixit autem Dominus ad te: “Tu pasces populum meum Israel et tu eris dux super Israel” ”.2 και προτερον ετι, οτε ο Σαουλ εβασιλευεν εφ' ημας, συ ησο ο εξαγων και εισαγων τον Ισραηλ? και προς σε ειπεν ο Κυριος, Συ θελεις ποιμανει τον λαον μου τον Ισραηλ, και συ θελεις εισθαι ηγεμων επι τον Ισραηλ.
3 Venerunt quoque omnes senes Israel ad regem in Hebron, et percussit cum eis rex David foedus in Hebron coram Domino; unxeruntque David in regem super Israel.3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ προς τον βασιλεα εις Χεβρων? και εκαμεν ο βασιλευς Δαβιδ συνθηκην μετ' αυτων εις Χεβρων ενωπιον του Κυριου? και εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ.
4 Triginta annorum erat David, cum regnare coepisset, et quadraginta annis regnavit:4 Τριακοντα ετων ητο ο Δαβιδ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε τεσσαρακοντα ετη?
5 in Hebron regnavit super Iudam septem annis et sex mensibus; in Ierusalem autem regnavit triginta tribus annis super omnem Israel et Iudam.
5 εν μεν Χεβρων εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν επτα ετη και εξ μηνας? εν δε Ιερουσαλημ εβασιλευσε τριακοντα τρια ετη επι παντα τον Ισραηλ και Ιουδαν.
6 Et abiit rex et omnes viri, qui erant cum eo, in Ierusalem ad Iebusaeum habitatorem terrae. Qui dixit ad David: “Non ingredieris huc, sed depellent te caeci et claudi ”, significantes: “ Non ingredietur David huc ”.6 Και υπηγεν ο βασιλευς και οι ανδρες αυτου εις Ιερουσαλημ, προς τους Ιεβουσαιους, τους κατοικουντας την γην? οιτινες ελαλησαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν θελεις εισελθει ενταυθα, εαν δεν εκβαλης τους τυφλους και χωλους? λεγοντες οτι ο Δαβιδ δεν ηθελε δυνηθη να εισελθη εκει.
7 Cepit autem David arcem Sion: haec est civitas David.7 Ο Δαβιδ ομως εκυριευσε το φρουριον Σιων? αυτη ειναι η πολις Δαβιδ.
8 Dixerat enim David in die illa: “ Omnis, qui percutiet Iebusaeum, attingat per cuniculum fontis claudos et caecos exosos animae David ”. Idcirco dicitur in proverbio: “ Caecus et claudus non intrabunt in domum ”.8 Και ειπεν ο Δαβιδ την ημεραν εκεινην, Οστις φθαση εις τον οχετον και παταξη τους Ιεβουσαιους, και τους χωλους και τους τυφλους, τους μισουμενους υπο της ψυχης του Δαβιδ, θελει εισθαι αρχηγος. Δια τουτο λεγουσι, Τυφλος και χωλος δεν θελουσιν εισελθει εις τον οικον.
9 Habitavit autem David in arce et vocavit eam Civitatem David; et aedificavit per gyrum a Mello et intrinsecus.9 Και κατωκησεν ο Δαβιδ εν τινι φρουριω και ωνομασεν αυτο, Η πολις Δαβιδ. Και εκαμεν ο Δαβιδ οικοδομας κυκλω απο Μιλλω και εσω.
10 Et ibat proficiens atque succrescens, et Dominus, Deus exercituum, erat cum eo.
10 Και προεχωρει ο Δαβιδ και εμεγαλυνετο, και Κυριος ο Θεος των δυναμεων ητο μετ' αυτου.
11 Misit quoque Hiram rex Tyri nuntios ad David et ligna cedrina et artifices lignorum artificesque lapidum pro parietibus; et aedificaverunt domum David.11 Και απεστειλεν ο Χειραμ, βασιλευς της Τυρου, πρεσβεις προς τον Δαβιδ, και ξυλα κεδρινα και ξυλουργους και κτιστας, και ωκοδομησαν οικον εις τον Δαβιδ.
12 Et cognovit David quoniam confirmasset eum Dominus regem super Israel et quoniam exaltasset regnum eius super populum suum Israel.
12 Και εγνωρισεν ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος κατεστησεν αυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, και οτι υψωσε την βασιλειαν αυτου δια τον λαον αυτου Ισραηλ.
13 Accepitque David adhuc concubinas et uxores de Ierusalem, postquam venerat de Hebron; natique sunt David et alii filii et filiae.13 Και ελαβε προσετι ο Δαβιδ παλλακας και γυναικας εκ της Ιερουσαλημ, αφου ηλθεν εκ Χεβρων? και εγεννηθησαν ετι εις τον Δαβιδ υιοι και θυγατερες.
14 Et haec nomina eorum, qui nati sunt ei in Ierusalem: Samua et Sobab et Nathan et Salomon14 ταυτα δε ειναι τα ονοματα των εις αυτον γεννηθεντων εν Ιερουσαλημ? Σαμμουα και Σωβαβ και Ναθαν και Σολομων,
15 et Iebahar et Elisua et Napheg15 και Ιεβαρ και Ελισουα και Νεφεγ και Ιαφια,
16 et Iaphia et Elisama et Eliada et Eliphalet.
16 και Ελισαμα και Ελιαδα και Ελιφαλετ.
17 Audierunt vero Philisthim quod unxissent David regem super Israel et ascenderunt universi, ut quaererent David. Quod cum audisset David, descendit in praesidium;17 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ, ανεβησαν παντες οι Φιλισταιοι να ζητησωσι τον Δαβιδ? και ο Δαβιδ ηκουσε περι τουτου και κατεβη εις το φρουριον.
18 Philisthim autem venientes diffusi sunt in valle Raphaim.18 Και ηλθον οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.
19 Et consuluit David Dominum dicens: “ Si ascendam ad Philisthim? Et si dabis eos in manu mea? ”. Et dixit Dominus ad David: “Ascende, quia tradens dabo Philisthim in manu tua ”.19 Και ερωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να αναβω προς τους Φιλισταιους; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα μου; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Αναβα? διοτι βεβαιως θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.
20 Venit ergo David in Baalpharasim (id est Dominus diruptionum); et percussit eos ibi et dixit: “Divisit Dominus inimicos meos coram me, sicut dividuntur aquae ”. Propterea vocatum est nomen loci illius Baalpharasim.20 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Βααλ-φερασειμ, και εκει επαταξεν αυτους ο Δαβιδ και ειπεν, Ο Κυριος διεκοψε τους εχθρους μου εμπροσθεν μου, καθως διακοπτονται τα υδατα. Δια τουτο εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Βααλ-φερασειμ.
21 Et reliquerunt ibi sculptilia sua, quae tulit David et viri eius.
21 Και εκει κατελιπον τα ειδωλα αυτων, και εσηκωσαν αυτα ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου.
22 Et addiderunt adhuc Philisthim ut ascenderent et diffusi sunt in valle Raphaim.22 Και ανεβησαν παλιν οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.
23 Consuluit autem David Dominum, qui respondit: “ Non ascendas, sed gyra post tergum eorum et venies ad eos ex adverso arborum celthium23 Και οτε ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, ειπε, Μη αναβης? στρεψον οπισω αυτων και επιπεσον επ' αυτους απεναντι των συκαμινων.
24 et, cum audieris sonitum gradientis in cacumine arborum celthium, tunc inibis proelium, quia tunc egredietur Dominus ante faciem tuam, ut percutiat castra Philisthim ”.24 και οταν ακουσης θορυβον διαβασεως επι των κορυφων των συκαμινων, τοτε θελεις σπευσει διοτι τοτε ο Κυριος θελει εξελθει εμπροσθεν σου, δια να παταξη το στρατοπεδον των Φιλισταιων.
25 Fecit itaque David, sicut praeceperat ei Dominus; et percussit Philisthim de Gabaon usque dum venias Gazer.
25 Και εκαμεν ο Δαβιδ, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος? και επαταξε τους Φιλισταιους απο Γαβαα εως της εισοδου Γεζερ.