Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 15


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Al mattino i sommi sacerdoti, con gli anziani, gli scribi e tutto il sinedrio, dopo aver tenuto consiglio, misero in catene Gesù, lo condussero e lo consegnarono a Pilato.1 Και ευθυς το πρωι συνεβουλευθησαν οι αρχιερεις μετα των πρεσβυτερων και γραμματεων και ολον το συνεδριον, και δεσαντες τον Ιησουν εφεραν και παρεδωκαν εις τον Πιλατον.
2 Allora Pilato prese a interrogarlo: "Sei tu il re dei Giudei?". Ed egli rispose: "Tu lo dici".2 Και ηρωτησεν αυτον ο Πιλατος? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον? Συ λεγεις.
3 I sommi sacerdoti frattanto gli muovevano molte accuse.3 Και κατηγορουν αυτον οι αρχιερεις πολλα.
4 Pilato lo interrogò di nuovo: "Non rispondi nulla? Vedi di quante cose ti accusano!".4 Ο δε Πιλατος παλιν ηρωτησεν αυτον, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; ιδε ποσα σου καταμαρτυρουσιν.
5 Ma Gesù non rispose più nulla, sicché Pilato ne restò meravigliato.
5 Ο δε Ιησους ετι δεν απεκριθη ουδεν, ωστε ο Πιλατος εθαυμαζε.
6 Per la festa egli era solito rilasciare un carcerato a loro richiesta.6 Κατα δε την εορτην απελυεν εις αυτους ενα δεσμιον, οντινα εζητουν?
7 Un tale chiamato Barabba si trovava in carcere insieme ai ribelli che nel tumulto avevano commesso un omicidio.7 ητο δε ο λεγομενος Βαραββας δεδεμενος μετα των συνωμοτων, οιτινες εν τη στασει επραξαν φονον.
8 La folla, accorsa, cominciò a chiedere ciò che sempre egli le concedeva.8 Και αναβοησας ο οχλος, ηρχισε να ζητη να καμη καθως παντοτε εκαμνεν εις αυτους.
9 Allora Pilato rispose loro: "Volete che vi rilasci il re dei Giudei?".9 Ο δε Πιλατος απεκριθη προς αυτους, λεγων? Θελετε να σας απολυσω τον βασιλεα των Ιουδαιων;
10 Sapeva infatti che i sommi sacerdoti glielo avevano consegnato per invidia.10 Επειδη ηξευρεν οτι δια φθονον παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις.
11 Ma i sommi sacerdoti sobillarono la folla perché egli rilasciasse loro piuttosto Barabba.11 Οι αρχιερεις ομως διηγειραν τον οχλον να ζητησωσι να απολυση εις αυτους μαλλον τον Βαραββαν.
12 Pilato replicò: "Che farò dunque di quello che voi chiamate il re dei Giudei?".12 Και ο Πιλατος αποκριθεις παλιν, ειπε προς αυτους? Τι λοιπον θελετε να καμω τουτον, τον οποιον λεγετε βασιλεα των Ιουδαιων;
13 Ed essi di nuovo gridarono: "Crocifiggilo!".13 Οι δε παλιν εκραξαν? Σταυρωσον αυτον.
14 Ma Pilato diceva loro: "Che male ha fatto?". Allora essi gridarono più forte: "Crocifiggilo!".14 Ο δε Πιλατος ελεγε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν; οι δε περισσοτερον εκραξαν? Σταυρωσον αυτον.
15 E Pilato, volendo dar soddisfazione alla moltitudine, rilasciò loro Barabba e, dopo aver fatto flagellare Gesù, lo consegnò perché fosse crocifisso.

15 Ο Πιλατος λοιπον, θελων να καμη εις τον οχλον το αρεστον, απελυσεν εις αυτους τον Βαραββαν και παρεδωκε τον Ιησουν, αφου εμαστιγωσεν αυτον, δια να σταυρωθη.
16 Allora i soldati lo condussero dentro il cortile, cioè nel pretorio, e convocarono tutta la coorte.16 Οι δε στρατιωται εφεραν αυτον ενδον της αυλης, το οποιον ειναι το πραιτωριον, και συγκαλουσιν ολον το ταγμα των στρατιωτων?
17 Lo rivestirono di porpora e, dopo aver intrecciato una corona di spine, gliela misero sul capo.17 και ενδυουσιν αυτον πορφυραν και πλεξαντες ακανθινον στεφανον, βαλλουσι περι την κεφαλην αυτου,
18 Cominciarono poi a salutarlo: "Salve, re dei Giudei!".18 και ηρχισαν να χαιρετωσιν αυτον, λεγοντες? Χαιρε, βασιλευ των Ιουδαιων?
19 E gli percuotevano il capo con una canna, gli sputavano addosso e, piegando le ginocchia, si prostravano a lui.19 και ετυπτον την κεφαλην αυτου με καλαμον και ενεπτυον εις αυτον, και γονυπετουντες προσεκυνουν αυτον.
20 Dopo averlo schernito, lo spogliarono della porpora e gli rimisero le sue vesti, poi lo condussero fuori per crocifiggerlo.

20 Και αφου ενεπαιξαν αυτον, εξεδυσαν αυτον την πορφυραν και ενεδυσαν αυτον τα ιματια αυτου και εφεραν αυτον εξω, δια να σταυρωσωσιν αυτον.
21 Allora costrinsero un tale che passava, un certo Simone di Cirene che veniva dalla campagna, padre di Alessandro e Rufo, a portare la croce.21 Και αγγαρευουσι τινα Σιμωνα Κυρηναιον διαβαινοντα, ενω ηρχετο απο του αγρου, τον πατερα του Αλεξανδρου και Ρουφου, δια να σηκωση τον σταυρον αυτου.
22 Condussero dunque Gesù al luogo del Gòlgota, che significa luogo del cranio,22 Και φερουσιν αυτον εις τον τοπον Γολγοθα, το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κρανιου τοπος.
23 e gli offrirono vino mescolato con mirra, ma egli non ne prese.

23 Και εδιδον εις αυτον να πιη οινον μεμιγμενον με σμυρναν? αλλ' εκεινος δεν ελαβε.
24 Poi lo crocifissero 'e si divisero le' sue 'vesti, tirando a sorte su di esse' quello che ciascuno dovesse prendere.24 Και αφου εσταυρωσαν αυτον, διεμεριζοντο τα ιματια αυτου, βαλλοντες κληρον επ' αυτα τι εκαστος να λαβη.
25 Erano le nove del mattino quando lo crocifissero.25 Ητο δε ωρα τριτη και εσταυρωσαν αυτον.
26 E l'iscrizione con il motivo della condanna diceva: 'Il re dei Giudei'.26 Και η επιγραφη της κατηγοριας αυτου ητο επιγεγραμμενη, Ο βασιλευς των Ιουδαιων.
27 Con lui crocifissero anche due ladroni, uno alla sua destra e uno alla sinistra.27 Και μετ' αυτου σταυρονουσι δυο ληστας, ενα εκ δεξιων και ενα εξ αριστερων αυτου.
28 .

28 Και επληρωθη η γραφη η λεγουσα? Και μετα ανομων ελογισθη.
29 I passanti lo insultavano e, 'scuotendo il capo', esclamavano: "Ehi, tu che distruggi il tempio e lo riedifichi in tre giorni,29 Και οι διαβαινοντες εβλασφημουν αυτον, κινουντες τας κεφαλας αυτων και λεγοντες? Ουα, ο χαλων τον ναον και δια τριων ημερων οικοδομων,
30 salva te stesso scendendo dalla croce!".30 σωσον σεαυτον και καταβα απο του σταυρου.
31 Ugualmente anche i sommi sacerdoti con gli scribi, facendosi beffe di lui, dicevano: "Ha salvato altri, non può salvare se stesso!31 Ομοιως δε και οι αρχιερεις, εμπαιζοντες προς αλληλους μετα των γραμματεων, ελεγον? Αλλους εσωσεν, εαυτον δεν δυναται να σωση.
32 Il Cristo, il re d'Israele, scenda ora dalla croce, perché vediamo e crediamo". E anche quelli che erano stati crocifissi con lui lo insultavano.

32 Ο Χριστος ο βασιλευς του Ισραηλ ας καταβη τωρα απο του σταυρου, δια να ιδωμεν και πιστευσωμεν. Και οι συνεσταυρωμενοι μετ' αυτου ωνειδιζον αυτον.
33 Venuto mezzogiorno, si fece buio su tutta la terra, fino alle tre del pomeriggio.33 Οτε δε ηλθεν η εκτη ωρα, σκοτος εγεινεν εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης?
34 Alle tre Gesù gridò con voce forte: 'Eloì, Eloì, lemà sabactàni?', che significa: 'Dio mio, Dio mio, perché mi hai abbandonato?'34 και την ωραν την εννατην εβοησεν ο Ιησους μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Ελωι, Ελωι, λαμα σαβαχθανι; το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες;
35 Alcuni dei presenti, udito ciò, dicevano: "Ecco, chiama Elia!".35 Και τινες των παρεστωτων ακουσαντες, ελεγον? Ιδου, τον Ηλιαν φωναζει.
36 Uno corse a inzuppare di 'aceto' una spugna e, postala su una canna, gli 'dava da bere', dicendo: "Aspettate, vediamo se viene Elia a toglierlo dalla croce".36 Δραμων δε εις και γεμισας σπογγον απο οξους και περιθεσας αυτον εις καλαμον, εποτιζεν αυτον, λεγων? Αφησατε, ας ιδωμεν αν ερχηται ο Ηλιας να καταβιβαση αυτον.
37 Ma Gesù, dando un forte grido, spirò.
37 Ο δε Ιησους, εκβαλων φωνην μεγαλην, εξεπνευσε.
38 Il velo del tempio si squarciò in due, dall'alto in basso.
38 Και το καταπετασμα του ναου εσχισθη εις δυο απο ανωθεν εως κατω.
39 Allora il centurione che gli stava di fronte, vistolo spirare in quel modo, disse: "Veramente quest'uomo era Figlio di Dio!".

39 Ιδων δε ο εκατονταρχος ο παρισταμενος απεναντι αυτου οτι ουτω κραξας εξεπνευσεν, ειπεν? Αληθως ο ανθρωπος ουτος ητο Υιος Θεου.
40 C'erano anche alcune donne, che stavano ad osservare da lontano, tra le quali Maria di Màgdala, Maria madre di Giacomo il minore e di ioses, e Salome,40 Ησαν δε και γυναικες απο μακροθεν θεωρουσαι, μεταξυ των οποιων ητο και Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου του μικρου και του Ιωση, και η Σαλωμη,
41 che lo seguivano e servivano quando era ancora in Galilea, e molte altre che erano salite con lui a Gerusalemme.

41 αιτινες και οτε ητο εν τη Γαλιλαια ηκολουθουν αυτον και υπηρετουν αυτον, και αλλαι πολλαι, αιτινες συνανεβησαν μετ' αυτου εις Ιεροσολυμα.
42 Sopraggiunta ormai la sera, poiché era la Parascève, cioè la vigilia del sabato,42 Και οτε εγεινεν ηδη εσπερα, διοτι ητο παρασκευη, τουτεστι προσαββατον,
43 Giuseppe d'Arimatéa, membro autorevole del sinedrio, che aspettava anche lui il regno di Dio, andò coraggiosamente da Pilato per chiedere il corpo di Gesù.43 ηλθεν Ιωσηφ ο απο Αριμαθαιας, εντιμος βουλευτης, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου, και τολμησας εισηλθε προς τον Πιλατον και εζητησε το σωμα του Ιησου.
44 Pilato si meravigliò che fosse già morto e, chiamato il centurione, lo interrogò se fosse morto da tempo.44 Ο δε Πιλατος εθαυμασεν αν ηδη απεθανε? και προσκαλεσας τον εκατονταρχον, ηρωτησεν αυτον αν προ πολλου απεθανε?
45 Informato dal centurione, concesse la salma a Giuseppe.45 και μαθων παρα του εκατονταρχου, εχαρισε το σωμα εις τον Ιωσηφ.
46 Egli allora, comprato un lenzuolo, lo calò giù dalla croce e, avvoltolo nel lenzuolo, lo depose in un sepolcro scavato nella roccia. Poi fece rotolare un masso contro l'entrata del sepolcro.46 Και ουτος, αγορασας σινδονα και καταβιβασας αυτον, ετυλιξε με την σινδονα και εθεσεν αυτον εν μνημειω, το οποιον ητο λελατομημενον εκ πετρας, και προσεκυλισε λιθον επι την θυραν του μνημειου.
47 Intanto Maria di Màgdala e Maria madre di Ioses stavano ad osservare dove veniva deposto.47 Η δε Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιωση εβλεπον που τιθεται.