Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Lucas 14


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Y sucedió que, habiendo ido en sábado a casa de uno de los jefes de los fariseos para comer, ellos le estaban observando.1 Και οτε ηλθεν αυτος εις τον οικον τινος των αρχοντων των Φαρισαιων το σαββατον δια να φαγη αρτον, εκεινοι παρετηρουν αυτον.
2 Había allí, delante de él, un hombre hidrópico.2 Και ιδου, ανθρωπος τις υδρωπικος ητο εμπροσθεν αυτου.
3 Entonces preguntó Jesús a los legistas y a los fariseos: «¿Es lícito curar en sábado, o no?»3 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς τους νομικους και Φαρισαιους, λεγων? Ειναι ταχα συγκεχωρημενον να θεραπευη τις εν τω σαββατω;
4 Pero ellos se callaron. Entonces le tomó, le curó, y le despidió.4 Οι δε εσιωπησαν. Και πιασας ιατρευσεν αυτον και απελυσε.
5 Y a ellos les dijo: «¿A quién de vosotros se le cae un hijo o un buey a un pozo en día de sábado y no lo saca al momento?»5 Και αποκριθεις προς αυτους ειπε? Τινος υμων ο ονος η ο βους θελει πεσει εις φρεαρ, και δεν θελει ευθυς ανασυρει αυτον εν τη ημερα του σαββατου;
6 Y no pudieron replicar a esto.6 Και δεν ηδυνηθησαν να αποκριθωσιν εις αυτον προς ταυτα.
7 Notando cómo los invitados elegían los primeros puestos, les dijo una parábola:7 Ειπε δε παραβολην προς τους κεκλημενους, επειδη παρετηρει πως εξελεγον τας πρωτοκαθεδριας, λεγων προς αυτους.
8 «Cuando seas convidado por alguien a una boda, no te pongas en el primer puesto, no sea que haya sido convidado por él otro más distinguido que tú,8 Οταν προσκληθης υπο τινος εις γαμους, μη καθησης εις τον πρωτον τοπον, μηποτε ειναι προσκεκλημενος υπ' αυτου εντιμοτερος σου,
9 y viniendo el que os convidó a ti y a él, te diga: “Deja el sitio a éste”, y entonces vayas a ocupar avergonzado el último puesto.9 και ελθων εκεινος, οστις εκαλεσε σε και αυτον, σοι ειπη? Δος τοπον εις τουτον? και τοτε αρχισης με αισχυνην να λαμβανης τον εσχατον τοπον.
10 Al contrario, cuando seas convidado, vete a sentarte en el último puesto, de manera que, cuando venga el que te convidó, te diga: “Amigo, sube más arriba.” Y esto será un honor para ti delante de todos los que estén contigo a la mesa.10 Αλλ' οταν προσκληθης, υπαγε και καθησον εις τον εσχατον τοπον, δια να σοι ειπη οταν ελθη εκεινος, οστις σε εκαλεσε? Φιλε, αναβα ανωτερω? τοτε θελεις εχει δοξαν ενωπιον των συγκαθημενων μετα σου.
11 Porque todo el que se ensalce, será humillado; y el que se humille, será ensalzado».11 Διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη και ο ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
12 Dijo también al que le había invitado: «Cuando des una comida o una cena, no llames a tus amigos, ni a tus hermanos, ni a tus parientes, ni a tus vecinos ricos; no sea que ellos te inviten a su vez, y tengas ya tu recompensa.12 Ελεγε δε και προς εκεινον, οστις προσεκαλεσεν αυτον. Οταν καμνης γευμα η δειπνον, μη προσκαλει τους φιλους σου μηδε τους αδελφους σου μηδε τους συγγενεις σου μηδε γειτονας πλουσιους, μηποτε και αυτοι σε αντικαλεσωσι, και γεινη εις σε ανταποδοσις.
13 Cuando des un banquete, llama a los pobres, a los lisiados, a los cojos, a los ciegos;13 Αλλ' οταν καμνης υποδοχην, προσκαλει πτωχους, βεβλαμμενους, χωλους, τυφλους,
14 y serás dichoso, porque no te pueden corresponder, pues se te recompensará en la resurrección de los justos».14 και θελεις εισθαι μακαριος, διοτι δεν εχουσι να σοι ανταποδωσωσιν? επειδη η ανταποδοσις θελει γεινει εις σε εν τη αναστασει των δικαιων.
15 Habiendo oído esto, uno de los comensales le dijo: «¡Dichoso el que pueda comer en el Reino de Dios!»15 Ακουσας δε ταυτα εις των συγκαθημενων, ειπε προς αυτον? Μακαριος οστις φαγη αρτον εν τη βασιλεια του Θεου.
16 El le respondió: «Un hombre dio una gran cena y convidó a muchos;16 Ο δε ειπε προς αυτον? Ανθρωπος τις εκαμε δειπνον μεγα και εκαλεσε πολλους?
17 a la hora de la cena envió a su siervo a decir a los invitados: “Venid, que ya está todo preparado.”17 και απεστειλε τον δουλον αυτου τη ωρα του δειπνου δια να ειπη προς τους κεκλημενους? Ερχεσθε, επειδη παντα ειναι ηδη ετοιμα.
18 Pero todos a una empezaron a excusarse. El primero le dijo: “He comprado un campo y tengo que ir a verlo; te ruego me dispenses.”18 Και ηρχισαν παντες με μιαν γνωμην να παραιτωνται. Ο πρωτος ειπε προς αυτον? Αγρον ηγορασα, και εχω αναγκην να εξελθω και να ιδω αυτον? παρακαλω σε, εχε με παρητημενον.
19 Y otro dijo: “He comprado cinco yuntas de bueyes y voy a probarlas; te ruego me dispenses.”19 Και αλλος ειπεν? Ηγορασα πεντε ζευγη βοων, και υπαγω να δοκιμασω αυτα? παρακαλω σε, εχε με παρητημενον.
20 Otro dijo: “Me he casado, y por eso no puedo ir.”20 και αλλος ειπε? Γυναικα ενυμφευθην, και δια τουτο δεν δυναμαι να ελθω.
21 «Regresó el siervo y se lo contó a su señor. Entonces, airado el dueño de la casa, dijo a su siervo: “Sal en seguida a las plazas y calles de la ciudad, y haz entrar aquí a los pobres y lisiados, y ciegos y cojos.”21 Και ελθων ο δουλος εκεινος, απηγγειλε προς τον κυριον αυτου ταυτα. Τοτε οργισθεις ο οικοδεσποτης, ειπε προς τον δουλον αυτου? Εξελθε ταχεως εις τας πλατειας και τας οδους της πολεως, και εισαγαγε εδω τους πτωχους και βεβλαμμενους και χωλους και τυφλους.
22 Dijo el siervo: “Señor, se ha hecho lo que mandaste, y todavía hay sitio.”22 Και ειπεν ο δουλος? Κυριε, εγεινεν ως προσεταξας, και ειναι ετι τοπος.
23 Dijo el señor al siervo: “Sal a los caminos y cercas, y obliga a entrar hasta que se llene mi casa.”23 Και ειπεν ο κυριος προς τον δουλον? Εξελθε εις τας οδους και φραγμους και αναγκασον να εισελθωσι, δια να γεμισθη ο οικος μου.
24 Porque os digo que ninguno de aquellos invitados probará mi cena».24 Διοτι σας λεγω οτι ουδεις των ανδρων εκεινων των κεκλημενων θελει γευθη του δειπνου μου.
25 Caminaba con él mucha gente, y volviéndose les dijo:25 Ηρχοντο δε μετ' αυτου οχλοι πολλοι. Και στραφεις ειπε προς αυτους?
26 «Si alguno viene donde mí y no odia a su padre, a su madre, a su mujer, a sus hijos, a sus hermanos, a sus hermanas y hasta su propia vida, no puede ser discípulo mío.26 Εαν τις ερχηται προς εμε και δεν μιση τον πατερα αυτου και την μητερα και την γυναικα και τα τεκνα και τους αδελφους και τας αδελφας, ετι δε και την εαυτου ζωην, δεν δυναται να ηναι μαθητης μου.
27 El que no lleve su cruz y venga en pos de mí, no puede ser discípulo mío.27 Και οστις δεν βασταζει τον σταυρον αυτου και ερχεται οπισω μου, δεν δυναται να ηναι μαθητης μου.
28 «Porque ¿quién de vosotros, que quiere edificar una torre, no se sienta primero a calcular los gastos, y ver si tiene para acabarla?28 Διοτι τις εξ υμων, θελων να οικοδομηση πυργον, δεν καθηται πρωτον και λογαριαζει την δαπανην, αν εχη τα αναγκαια δια να τελειωση αυτον;
29 No sea que, habiendo puesto los cimientos y no pudiendo terminar, todos los que lo vean se pongan a burlarse de él, diciendo:29 μηποτε αφου βαλη θεμελιον και δεν δυναται να τελειωση αυτον, αρχισωσι παντες οι βλεποντες να εμπαιζωσιν αυτον,
30 “Este comenzó a edificar y no pudo terminar.”30 λεγοντες? Οτι ουτος ο ανθρωπος ηρχισε να οικοδομη και δεν ηδυνηθη να τελειωση.
31 O ¿qué rey, que sale a enfrentarse contra otro rey, no se sienta antes y delibera si con 10.000 puede salir al paso del que viene contra él con 20.000?31 Η τις βασιλευς υπαγων να πολεμηση αλλον βασιλεα δεν καθηται προτερον και σκεπτεται εαν ηναι δυνατος με δεκα χιλιαδας να απαντηση τον ερχομενον κατ' αυτου με εικοσι χιλιαδας;
32 Y si no, cuando está todavía lejos, envía una embajada para pedir condiciones de paz.32 Ει δε μη, ενω αυτος ειναι ετι μακραν, αποστελλει πρεσβεις και ζητει ειρηνην.
33 Pues, de igual manera, cualquiera de vosotros que no renuncie a todos sus bienes, no puede ser discípulo mío.33 Ουτω λοιπον πας οστις εξ υμων δεν απαρνειται παντα τα εαυτου υπαρχοντα, δεν δυναται να ηναι μαθητης μου.
34 «Buena es la sal; mas si también la sal se desvirtúa, ¿con qué se la sazonará?34 Καλον το αλας? αλλ' εαν το αλας διαφθαρη, με τι θελει αρτυθη;
35 No es útil ni para la tierra ni para el estercolero; la tiran afuera. El que tenga oídos para oír, que oiga».35 δεν ειναι πλεον χρησιμον ουτε δια την γην ουτε δια την κοπριαν? εξω ριπτουσιν αυτο. Ο εχων ωτα δια να ακουη ας ακουη.