Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Das zweite Buch Samuel 22


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 David sang dem Herrn an dem Tag, als ihn der Herr aus der Gewalt all seiner Feinde und aus der Gewalt Sauls errettet hatte, folgendes Lied:1 Και ελαλησεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ο Κυριος ηλευθερωσεν αυτον εκ χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ χειρος του Σαουλ?
2 Herr, du mein Fels, meine Burg, mein Retter,2 και ειπεν, Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου?
3 mein Gott, mein Fels, bei dem ich mich berge,
mein Schild und sicheres Heil, meine Feste,
meine Zuflucht, mein Helfer,
der mich vor der Gewalttat rettet.
3 ο Θεος ειναι ο βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου, ο υψηλος πυργος μου και η καταφυγη μου, ο σωτηρ μου? συ εσωσας με εκ της αδικιας.
4 Ich rufe: Der Herr sei gepriesen!,
und ich werde vor meinen Feinden gerettet.
4 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.
5 Denn mich umfingen die Wellen des Todes,
mich erschreckten die Fluten des Verderbens.
5 Οτε του θανατου τα κυματα με περιεκυκλωσαν, χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν,
6 Die Bande der Unterwelt umstrickten mich,
über mich fielen die Schlingen des Todes.
6 οι πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, αι παγιδες του θανατου με εφθασαν,
7 In meiner Not rief ich zum Herrn
und rief zu meinem Gott.
Aus seinem Heiligtum hörte er mein Rufen,
mein Hilfeschrei (drang) zu seinen Ohren.
7 εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα? και ηκουσε της φωνης μου εκ του ναου αυτου, και η κραυγη μου ηλθεν εις τα ωτα αυτου.
8 Da wankte und schwankte die Erde,
die Grundfesten des Himmels erbebten.
Sie wankten, denn sein Zorn war entbrannt.
8 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη? τα θεμελια του ουρανου εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.
9 Rauch stieg aus seiner Nase auf,
aus seinem Mund kam verzehrendes Feuer,
glühende Kohlen sprühten aus von ihm.
9 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.
10 Er neigte den Himmel und fuhr herab,
zu seinen Füßen dunkle Wolken.
10 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.
11 Er fuhr auf dem Kerub und flog daher;
er schwebte auf den Flügeln des Windes.
11 Και επεβη επι χερουβειμ και επεταξε, και εφανη επι πτερυγων ανεμων.
12 Er hüllte sich in Finsternis,
in dunkles Wasser und dichtes Gewölk wie in ein Zelt.
12 Και εθεσε σκηνην περιξ αυτου το σκοτος, υδατα ζοφερα, νεφη πυκνα των αερων.
13 Von seinem Glanz flammten glühende Kohlen auf.13 Ανθρακες πυρος εξεκαυθησαν εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου.
14 Da ließ der Herr den Donner vom Himmel her dröhnen,
der Höchste ließ seine Stimme erschallen.
14 Εβροντησεν ο Κυριος εξ ουρανου, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου.
15 Er schoss seine Pfeile und streute sie,
er schleuderte Blitze und jagte sie dahin.
15 Και απεστειλε βελη και εσκορπισεν αυτους? αστραπας, και συνεταραξεν αυτους.
16 Da wurden sichtbar die Tiefen des Meeres,
die Grundfesten der Erde wurden entblößt
durch das Drohen des Herrn,
vor dem Schnauben seines zornigen Atems.
16 Και εφανησαν οι πυθμενες της θαλασσης, ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, εις την επιτιμησιν του Κυριου, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων αυτου.
17 Er griff aus der Höhe herab und fasste mich,
zog mich heraus aus gewaltigen Wassern.
17 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.
18 Er entriss mich meinen mächtigen Feinden,
die stärker waren als ich und mich hassten.
18 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.
19 Sie überfielen mich am Tag meines Unheils,
doch der Herr wurde mein Halt.
19 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου?
20 Er führte mich hinaus ins Weite,
er befreite mich, denn er hatte an mir Gefallen.
20 Και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με, διοτι ηυδοκησεν εις εμε.
21 Der Herr hat mir vergolten,
weil ich gerecht bin und meine Hände rein sind.
21 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.
22 Denn ich hielt mich an die Wege des Herrn
und fiel nicht ruchlos ab von meinem Gott.
22 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.
23 Ja, ich habe alle seine Gebote vor Augen,
weiche von seinen Gesetzen niemals ab.
23 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου? και απο των διαταγματων αυτου δεν απεμακρυνθην.
24 Ich war vor ihm ohne Makel,
ich nahm mich in Acht vor der Sünde.
24 Και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.
25 Darum hat der Herr mir vergolten,
weil ich gerecht bin
und weil ich rein bin vor seinen Augen.
25 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, Κατα την καθαροτητα μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
26 Gegen den Treuen zeigst du dich treu,
an dem Aufrichtigen handelst du recht.
26 Μετα οσιου, οσιος θελεις εισθαι, μετα ανδρος τελειου, τελειος θελεις εισθαι?
27 Gegen den Reinen zeigst du dich rein,
doch falsch gegen den Falschen.
27 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενα θελεις φερθη.
28 Dem bedrückten Volk bringst du Heil,
doch die Blicke der Stolzen zwingst du nieder.
28 Και θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? επι δε τους υπερηφανους οι οφθαλμοι σου ειναι, δια να ταπεινωσης αυτους,
29 Ja, du bist meine Leuchte, Herr.
Der Herr macht meine Finsternis hell.
29 διοτι συ εισαι ο λυχνος μου, Κυριε? και ο Κυριος θελει φωτισει το σκοτος μου.
30 Mit dir erstürme ich Wälle,
mit meinem Gott überspringe ich Mauern.
30 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα? δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.
31 Vollkommen ist Gottes Weg,
das Wort des Herrn ist im Feuer geläutert.
Ein Schild ist er für alle, die sich bei ihm bergen.
31 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος, ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.
32 Denn wer ist Gott als allein der Herr,
wer ist ein Fels, wenn nicht unser Gott?
32 Διοτι τις Θεος, πλην του Κυριου; και τις φρουριον, πλην του Θεου ημων?
33 Gott ist meine starke Burg,
er gab mir meinen Weg ohne Hindernis frei.
33 ο Θεος ειναι το κραταιον οχυρωμα μου? και καθιστων αμωμον την οδον μου.
34 Er ließ mich springen schnell wie Hirsche,
auf hohem Weg ließ er mich gehen.
34 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.
35 Er lehrte meine Hände kämpfen,
meine Arme, den ehernen Bogen zu spannen.
35 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.
36 Du gabst mir deine Hilfe zum Schild,
dein Zuspruch machte mich groß.
36 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.
37 Du schaffst meinen Schritten weiten Raum,
meine Knöchel wanken nicht.
37 Συ επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.
38 Ich verfolge meine Feinde und vertilge sie,
ich kehre nicht um, bis sie vernichtet sind.
38 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και ηφανισα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.
39 Ich vernichte sie, ich schlage sie nieder;
sie können sich nicht mehr erheben,
sie fallen und liegen unter meinen Füßen.
39 Και συνετελεσα αυτους, και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? και επεσον υπο τους ποδας μου.
40 Du hast mich zum Kampf mit Kraft umgürtet,
hast (alle) in die Knie gezwungen,
die sich gegen mich erhoben.
40 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.
41 Meine Feinde hast du zur Flucht gezwungen;
ich konnte die vernichten, die mich hassen.
41 Και εκαμες τους εχθρους μου να στρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.
42 Sie schreien, doch hilft ihnen niemand,
sie schreien zum Herrn, doch er gibt keine Antwort.
42 Περιεβλεψαν, αλλ' ουδεις ο σωζων? εβοησαν προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.
43 Ich zermalme sie wie Staub auf der Erde,
wie Unrat auf der Straße zertrete, zermalme ich sie.
43 Και κατελεπτυνα αυτους ως την σκονην της γης? συνετριψα αυτους ως τον πηλον της οδου και κατεπατησα αυτους.
44 Du rettest mich aus dem Streit meines Volkes,
bewahrst mich als Haupt ganzer Völker.
Stämme, die ich früher nicht kannte,
sind mir nun untertan.
44 Και ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου μου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.
45 Mir huldigen die Söhne der Fremde;
sobald sie mich nur hören, gehorchen sie mir.
45 Ξενοι υπεταχθησαν εις εμε? μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε.
46 Die Söhne der Fremde schwinden dahin,
sie kommen zitternd aus ihren Burgen hervor.
46 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.
47 Es lebt der Herr! Mein Fels sei gepriesen!
Der Gott, der Fels meines Heils, sei hoch erhoben;
47 Ζη Κυριος? και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος, το φρουριον της σωτηριας μου.
48 denn Gott verschaffte mir Vergeltung
und unterwarf mir die Völker.
48 Ο Θεος, ο εκδικων με και υποταττων τους λαους υποκατω μου?
49 Du hast mich meinen Feinden entführt,
mich über meine Gegner erhoben,
dem Mann der Gewalt mich entrissen.
49 Και ο εξαγαγων με εκ των εχθρων μου? συ, ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.
50 Darum will ich dir danken, Herr, vor den Völkern,
ich will deinem Namen singen und spielen.
50 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.
51 Seinem König verlieh er große Hilfe,
Huld erwies er seinem Gesalbten,
David und seinem Stamm auf ewig.
51 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου? και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.