Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giudici 11


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Fuit Iephte Galaadites vir fortissimus, filius meretricis mulieris, quem genuit Galaad.1 Και ο Ιεφθαε ο Γαλααδιτης ητο δυνατος εν ισχυι? και ητο υιος γυναικος πορνης, και εγεννησεν ο Γαλααδ τον Ιεφθαε.
2 Habuit autem Galaad uxorem, de qua suscepit filios, qui, postquam creverant, eiecerunt Iephte dicentes: “ Heres in domo patris nostri esse non poteris, quia de altera matre generatus es ”.2 Και εγεννησεν η γυνη του Γαλααδ εις αυτον υιους? και ηυξηθησαν οι υιοι της γυναικος και απεβαλον τον Ιεφθαε, λεγοντες προς αυτον, Δεν θελεις κληρονομησει εν τω οικω του πατρος ημων? διοτι εισαι υιος γυναικος ξενης.
3 Quos ille fugiens atque devitans habitavit in terra Tob; congregatique sunt ad eum viri inopes et exierunt cum eo.
3 Και εφυγεν ο Ιεφθαε απο προσωπου των αδελφων αυτου και κατωκησεν εν τη γη Τωβ? και συνηχθησαν εις τον Ιεφθαε ανθρωποι ποταποι και εξηρχοντο μετ' αυτου.
4 In illis diebus pugnabant filii Ammon contra Israel.4 Και μετα καιρον οι υιοι Αμμων επολεμησαν εναντιον του Ισραηλ.
5 Quibus acriter instantibus, perrexerunt maiores natu de Galaad, ut tollerent in auxilium sui Iephte de terra Tob.5 Και οτε επολεμησαν οι υιοι Αμμων εναντιον του Ισραηλ, οι πρεσβυτεροι της Γαλααδ υπηγαν να παραλαβωσι τον Ιεφθαε εκ της γης Τωβ.
6 Dixeruntque ad eum: “ Veni et esto princeps noster, et pugnemus contra filios Ammon ”.6 Και ειπον προς τον Ιεφθαε, Ελθε και γινου αρχηγος ημων, δια να πολεμησωμεν τους υιους Αμμων.
7 Quibus ille respondit: “ Nonne vos estis, qui odistis me et eiecistis de domo patris mei? Et nunc venistis ad me necessitate compulsi ”.7 Και ειπεν ο Ιεφθαε προς τους πρεσβυτερους της Γαλααδ, Σεις δεν με εμισησατε και με απεβαλετε εκ του οικου του πατρος μου; δια τι λοιπον ηλθετε τωρα προς εμε, οτε ευρισκεσθε εις αμηχανιαν;
8 Dixeruntque principes Galaad ad Iephte: “ Ob hanc igitur causam nunc ad te venimus, ut proficiscaris nobiscum et pugnes contra filios Ammon sisque dux omnium, qui habitant in Galaad ”.8 Και ειπαν οι πρεσβυτεροι της Γαλααδ προς τον Ιεφθαε, Δια τουτο επεστρεψαμεν τωρα προς σε? δια να ελθης μεθ' ημων και να πολεμησης τους υιους Αμμων και να ησαι αρχων εφ' ημων, επι παντων των κατοικων της Γαλααδ.
9 Iephte quoque dixit eis: “ Si revocatis me, ut pugnem pro vobis contra filios Ammon, tradideritque eos Dominus in manus meas, ego ero princeps vester ”.9 Και ειπεν ο Ιεφθαε προς τους πρεσβυτερους της Γαλααδ, Εαν σεις με επαναφερητε δια να πολεμησω τους υιους Αμμων, και ο Κυριος παραδωση αυτους εις εμε, εγω θελω εισθαι αρχων εφ' υμων;
10 Qui responderunt ei: “ Dominus, qui haec audit, ipse mediator ac testis est quod secundum verbum tuum faciemus ”.
10 Και ειπαν οι πρεσβυτεροι της Γαλααδ προς τον Ιεφθαε, Ο Κυριος ας ηναι μαρτυς μεταξυ ημων, εαν δεν καμωμεν κατα τον λογον σου.
11 Abiit itaque Iephte cum principibus Galaad, fecitque eum omnis populus principem sui. Locutusque est Iephte omnes sermones suos coram Domino in Maspha.
11 Τοτε υπηγεν ο Ιεφθαε μετα των πρεσβυτερων της Γαλααδ, και κατεστησεν αυτον ο λαος εφ' εαυτου κεφαλην και αρχοντα? και ελαλησεν ο Ιεφθαε παντας τους λογους αυτου ενωπιον του Κυριου εν Μισπα.
12 Et misit Iephte nuntios ad regem filiorum Ammon, qui ex persona sua dicerent: “ Quid mihi et tibi est, quia venisti contra me, ut invaderes terram meam? ”.12 Και απεστειλεν ο Ιεφθαε πρεσβεις προς τον βασιλεα των υιων Αμμων, λεγων, Τι εχεις να καμης μετ' εμου και ηλθες εναντιον μου να πολεμησης εν τη γη μου;
13 Quibus ille respondit: “ Quia tulit Israel terram meam, quando ascendit de Aegypto, a finibus Arnon usque Iaboc atque Iordanem; nunc igitur cum pace redde mihi eam ”.13 Και απεκριθη ο βασιλευς των υιων Αμμων προς τους πρεσβεις του Ιεφθαε, Διοτι ο Ισραηλ ελαβε την γην μου, οτε ανεβαινεν εξ Αιγυπτου, απο Αρνων εως Ιαβοκ και εως του Ιορδανου? τωρα λοιπον επιστρεψον αυτα εν ειρηνη.
14 Rursumque Iephte nuntios misit et imperavit eis, ut dicerent regi Ammon:14 Και απεστειλε παλιν ο Ιεφθαε πρεσβεις προς τον βασιλεα των υιων Αμμων?
15 “ Haec dicit Iephte: Non tulit Israel terram Moab nec terram filiorum Ammon.15 και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει ο Ιεφθαε? Ο Ισραηλ δεν ελαβε την γην του Μωαβ ουδε την γην των υιων Αμμων?
16 Sed, quando de Aegypto conscenderunt, ambulavit Israel per solitudinem usque ad mare Rubrum et venit in Cades;16 αλλ' αφου ανεβη ο Ισραηλ εξ Αιγυπτου και επορευθη δια της ερημου εις την Ερυθραν θαλασσαν και ηλθεν εις Καδης,
17 misitque nuntios ad regem Edom dicens: “Dimitte, ut transeam per terram tuam”. Qui noluit acquiescere precibus eius. Misit quoque et ad regem Moab, qui et ipse transitum praebere contempsit. Mansit itaque Israel in Cades17 τοτε ο Ισραηλ απεστειλε πρεσβεις προς τον βασιλεα του Εδωμ, λεγων, Ας περασω, παρακαλω, δια της γης σου? πλην ο βασιλευς του Εδωμ δεν εισηκουσεν. Ετι δε και προς τον βασιλεα του Μωαβ απεστειλε? πλην και αυτος δεν συγκατενευσε? και εκαθισεν ο Ισραηλ εν Καδης.
18 et pertransiens desertum circuivit ex latere terram Edom et terram Moab venitque contra orientalem plagam terrae Moab et castrametatus est trans Arnon nec voluit intrare terminos Moab; Arnon quippe confinium est terrae Moab.18 Τοτε υπηγε δια της ερημου και περιηλθε την γην του Εδωμ και την γην του Μωαβ και ηλθεν απο ανατολων της γης του Μωαβ και εστρατοπεδευσε περαν του Αρνων, και δεν εισηλθεν εις τα ορια του Μωαβ? διοτι ο Αρνων ητο οριον του Μωαβ.
19 Misit itaque Israel nuntios ad Sehon regem Amorraeorum, regem Hesebon, et dixit ei: “Dimitte, ut transeam per terram tuam usque ad locum meum”.19 Και απεστειλεν ο Ισραηλ πρεσβεις προς τον Σηων βασιλεα των Αμορραιων, βασιλεα της Εσεβων? και ειπε προς αυτον ο Ισραηλ, Ας περασωμεν, παρακαλουμεν, δια της γης σου εως του τοπου μου.
20 Qui et ipse Israel verbis diffidens non dimisit eum transire per terminos suos, sed, omni populo suo congregato, egressus est contra eum in Iasa et fortiter resistebat.20 Αλλ' ο Σηων δεν ενεπιστευθη εις τον Ισραηλ να περαση δια του οριου αυτου? οθεν εσυναξεν ο Σηων παντα τον λαον αυτου, και εστρατοπεδευσεν εν Ιαασα και επολεμησε τον Ισραηλ.
21 Tradiditque eum Dominus in manu Israel cum omni exercitu suo, qui percussit eum et possedit omnem terram Amorraei habitatoris regionis illius,21 Και παρεδωκε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ τον Σηων και παντα τον λαον αυτου εις την χειρα του Ισραηλ, και επαταξεν αυτους? και ο Ισραηλ εκληρονομησε πασαν την γην των Αμορραιων, των κατοικων της γης εκεινης.
22 universos fines eius de Arnon usque Iaboc et de solitudine usque ad Iordanem.22 Και εκληρονομησαν παντα τα ορια των Αμορραιων, απο Αρνων εως Ιαβοκ και απο της ερημου εως του Ιορδανου.
23 Dominus ergo, Deus Israel, subvertit Amorraeum coram populo suo Israel; et tu nunc vis possidere terram eius?23 Και τωρα, αφου Κυριος ο Θεος του Ισραηλ εξεδιωξε τους Αμορραιους απ' εμπροσθεν του λαου αυτου Ισραηλ, συ θελεις κληρονομησει αυτους;
24 Nonne ea, quae tibi Chamos deus tuus in possessionem dat, tibi iure debentur? Quae autem Dominus Deus noster victor obtinuit, in nostram cedunt possessionem.24 συ δεν κληρονομεις ο, τι εκληροδοτησεν εις σε Χεμως ο Θεος σου; και ημεις, παντα οσα εκληροδοτησεν εις ημας Κυριος ο Θεος ημων, ταυτα θελομεν κληρονομησει.
25 Num quid melior es Balac filio Sephor rege Moab? Numquid iurgatus est contra Israel et pugnavit contra eum?25 Και τωρα μηπως συ εισαι τι καλητερος του Βαλακ υιου του Σεπφωρ βασιλεως του Μωαβ; διεφιλονεικησεν εκεινος διολου προς τον Ισραηλ η επολεμησε ποτε εναντιον αυτου,
26 Quando habitabat in Hesebon et viculis eius et in Aroer et villis illius et in cunctis civitatibus iuxta Arnon per trecentos annos, quare tanto tempore nihil super hac repetitione tentastis?26 αφου ο Ισραηλ κατωκησεν εις Εσεβων και εις τας κωμας αυτης, και εις Αροηρ και εις τας κωμας αυτης, και εις πασας τας πολεις τας πλησιον του Αρνων, τριακοσια ετη; δια τι λοιπον εν τω διαστηματι τουτω δεν ηλευθερωσατε αυτα;
27 Igitur non ego pecco in te, sed tu contra me male agis indicens mihi bella non iusta. Iudicet Dominus arbiter huius diei inter filios Israel et inter filios Ammon ”.27 Εγω λοιπον δεν επταισα εις σε? αλλα συ πραττεις αδικα εις εμε, πολεμων εναντιον μου. Ο Κυριος ο Κριτης ας κρινη σημερον αναμεσον των υιων Ισραηλ και των υιων Αμμων.
28 Noluitque acquiescere rex filiorum Ammon verbis Iephte, quae per nuntios mandaverat.
28 Αλλα δεν εισηκουσεν ο βασιλευς των υιων Αμμων εις τους λογους του Ιεφθαε, τους οποιους εστειλε προς αυτον.
29 Factus est ergo super Iephte spiritus Domini, et pertransiens Galaad et Manasse venit in Maspha Galaad et inde ad filios Ammon.29 Τοτε επηλθεν επι τον Ιεφθαε πνευμα Κυριου, και αυτος επερασε δια της Γαλααδ και του Μανασση, και επερασε δια της Μισπα της Γαλααδ, και απο Μισπα της Γαλααδ επερασεν επι τους υιους Αμμων.
30 Votum autem vovit Domino dicens: “ Si tradideris filios Ammon in manus meas,30 Και ευχηθη ο Ιεφθαε ευχην προς τον Κυριον, και ειπεν, Εαν τωοντι παραδωσης τους υιους Αμμων εις την χειρα μου,
31 quicumque primus fuerit egressus de foribus domus meae mihique occurrerit revertenti cum pace a filiis Ammon, eum holocaustum offeram Domino ”.31 τοτε ο, τι εξελθη εκ των θυρων του οικου μου εις συναντησιν μου, οταν επιστρεφω εν ειρηνη απο των υιων Αμμων, θελει εισθαι του Κυριου, και θελω προσφερει αυτο εις ολοκαυτωμα.
32 Transivitque Iephte ad filios Ammon, ut pugnaret contra eos; quos tradidit Dominus in manus eius.32 Τοτε διεβη ο Ιεφθαε προς τους υιους Αμμων δια να πολεμηση αυτους? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα αυτου.
33 Percussitque eos ab Aroer usque dum venias in Mennith viginti civitates et usque ad Abelcharmim plaga magna nimis; humiliatique sunt filii Ammon a filiis Israel.
33 Και επαταξεν αυτους, απο Αροηρ εως της εισοδου Μινιθ, εικοσι πολεις, και εως της πεδιαδος των αμπελωνων, εν σφαγη μεγαλη σφοδρα. Και εταπεινωθησαν οι υιοι Αμμων εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.
34 Revertenti autem Iephte in Maspha domum suam occurrit unigenita filia cum tympanis et choris: non enim habebat alios liberos.34 Και ηλθεν ο Ιεφθαε εις Μισπα προς τον οικον αυτου? και ιδου, η θυγατηρ αυτου εξηρχετο εις συναντησιν αυτου μετα τυμπανων και χορων? και αυτη ητο μονογενης? εκτος αυτης δεν ειχεν ουτε υιον ουτε θυγατερα.
35 Qua visa, scidit vestimenta sua et ait: “ Heu, filia mi, incurvans incurvasti me! Et tu es in eis, qui me perturbant! Aperui enim os meum ad Dominum et aliud facere non potero ”.35 Και ως ειδεν αυτην, διεσχισε τα ιματια αυτου και ειπεν, Οιμοι θυγατηρ μου? ολως κατελυπησας με, και συ εισαι εκ των καταθλιβοντων με? διοτι εγω ηνοιξα το στομα μου προς τον Κυριον, και δεν δυναμαι να λαβω οπισω τον λογον μου.
36 Cui illa respondit: “ Pater mi, si aperuisti os tuum ad Dominum, fac mihi, quodcumque pollicitus es, concessa tibi a Domino ultione atque victoria de hostibus tuis filiis Ammon ”.36 Εκεινη δε ειπε προς αυτον, Πατερ μου, εαν ηνοιξας το στομα σου προς τον Κυριον, καμε εις εμε κατ' εκεινο το οποιον εξηλθεν εκ του στοματος σου? αφου ο Κυριος εκαμεν εκδικησιν εις σε απο των εχθρων σου, απο των υιων Αμμων.
37 Dixitque ad patrem: “ Hoc solum mihi praesta, quod deprecor: Dimitte me, ut duobus mensibus circumeam montes et plangam virginitatem meam cum sodalibus meis ”.37 Και ειπε προς τον πατερα αυτης, Ας γεινη εις εμε το πραγμα τουτο? αφες με δυο μηνας, δια να υπαγω να περιελθω τα ορη και να κλαυσω την παρθενιαν μου, εγω και αι συντροφοι μου.
38 Cui ille respondit: “ Vade! ”. Et dimisit eam duobus mensibus. Cumque abisset cum sodalibus suis, flebat virginitatem suam in montibus.38 Ο δε ειπεν, Υπαγε? και απεστειλεν αυτην δια δυο μηνας, και υπηγεν αυτη μετα των συντροφων αυτης και εκλαυσε την παρθενιαν αυτης επι τα ορη.
39 Expletisque duobus mensibus, reversa est ad patrem suum; et fecit ei, sicut voverat, quae non cognoverat virum. Exinde mos increbuit in Israel, et consuetudo servata est,39 Και εις το τελος των δυο μηνων επεστρεψε προς τον πατερα αυτης? και εκαμεν εις αυτην κατα την ευχην αυτου την οποιαν ευχηθη? και αυτη δεν εγνωρισεν ανδρα. Και εγεινεν εθος εις τον Ισραηλ,
40 ut post anni circulum conveniant in unum filiae Israel et plangant filiam Iephte Galaaditae diebus quattuor.
40 να υπαγωσιν αι θυγατερες του Ισραηλ απο χρονου εις χρονον, να θρηνωσι την θυγατερα του Ιεφθαε του Γαλααδιτου, τεσσαρας ημερας κατ' ετος.