Cantico 8
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Quis mihi det te fratrem meum, sugentem ubera matris meae, ut inveniam te foris et deosculer te, et iam me nemo despiciat? | 1 Ειθε να ησο ως αδελφος μου, θηλασας τους μαστους της μητρος μου. Ευρισκουσα σε εξω ηθελον σε φιλησει, και δεν ηθελον με καταφρονησει. |
2 Apprehenderem te et ducerem in domum matris meae; ibi me doceres, et darem tibi poculum ex vino condito et mustum malorum granatorum meorum. | 2 Ηθελον σε συρει και σε εισαξει εις τον οικον της μητρος μου, δια να με διδαξης? ηθελον σε ποτισει οινον αρωματικον και χυμον του ροιδιου μου. |
3 Laeva eius sub capite meo, et dextera illius amplexatur me. | 3 Η αριστερα αυτου ηθελεν εισθαι υπο την κεφαλην μου, και η δεξια αυτου ηθελε με εναγκαλισθη. |
4 Adiuro vos, filiae Ierusalem, ne suscitetis neque evigilare faciatis dilectam, donec ipsa velit. | 4 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση. |
5 Quae est ista, quae ascendit de deserto innixa super dilectum suum? Sub arbore malo suscitavi te; ibi parturivit te mater tua, ibi parturivit te genetrix tua. | 5 Τις αυτη η αναβαινουσα απο της ερημου, επιστηριζομενη επι τον αγαπητον αυτης; Εγω σε εξυπνησα υπο την μηλεαν? εκει σε εκοιλοπονησεν η μητηρ σου? εκει σε εγεννησεν η τεκουσα σε. |
6 Pone me ut signaculum super cor tuum, ut signaculum super brachium tuum, quia fortis est ut mors dilectio, dura sicut infernus aemulatio; lampades eius lampades ignis atque flammae divinae. | 6 Θεσον με, ως σφραγιδα, επι την καρδιαν σου, ως σφραγιδα επι τον βραχιονα σου? διοτι η αγαπη ειναι ισχυρα ως ο θανατος? η ζηλοτυπια σκληρα ως ο αδης? αι φλογες αυτης φλογες πυρος, αναφλεξις ορμητικωτατη. |
7 Aquae multae non potuerunt exstinguere caritatem, nec flumina obruent illam; si dederit homo omnem substantiam domus suae pro dilectione, quasi nihil despicient eum. | 7 Υδατα πολλα δεν δυνανται να σβεσωσι την αγαπην, ουδε ποταμοι δυνανται να πνιξωσιν αυτην? εαν τις δωση παντα τα υπαρχοντα του οικου αυτου δια την αγαπην, παντελως θελουσι καταφρονησει αυτα. |
8 Soror nostra parva et ubera non habet; quid faciemus sorori nostrae in die, quando alloquenda est? | 8 Ημεις εχομεν αδελφην μικραν, και μαστους δεν εχει? τι θελομεν καμει εις την αδελφην ημων την ημεραν καθ' ην γεινη λογος περι αυτης; |
9 Si murus est, aedificemus super eum propugnacula argentea; si ostium est, compingamus illud tabulis cedrinis. | 9 Εαν ηναι τειχος, θελομεν οικοδομησει επ' αυτην παλατιον αργυρουν? και εαν ηναι θυρα, θελομεν περιασφαλισει αυτην με σανιδας κεδρινας. |
10 Ego murus, et ubera mea sicut turris; ex quo facta sum coram eo quasi pacem reperiens. | 10 Εγω ειμαι τειχος, και οι μαστοι μου ως πυργοι? τοτε ημην εις τους οφθαλμους αυτου ως ευρισκουσα ειρηνην. |
11 Vinea fuit Salomoni in Baalhamon. Tradidit eam custodibus; vir affert pro fructu eius mille argenteos. | 11 Ο Σολομων ειχεν αμπελωνα εν Βααλ-χαμων? εδωκε τον αμπελωνα εις φυλακας? εκαστος επρεπε να φερη δια τον καρπον αυτου χιλια αργυρια. |
12 Vinea mea coram me est; mille tibi, Salomon, et ducenti his, qui custodiunt fructus eius. | 12 Ο αμπελων εμου ειναι εμπροσθεν μου? τα χιλια ας ηναι δια σε, Σολομων, και διακοσια δια τους φυλαττοντας τον καρπον αυτου. |
13 Quae habitas in hortis, amici auscultant, fac me audire vocem tuam. | 13 Ω συ η καθημενη εν τοις κηποις, οι συντροφοι προσεχουσιν εις την φωνην σου? καμε με να ακουσω αυτην. |
14 Fuge, dilecte mi, et assimilare capreae hinnuloque cervorum super montes aromatum. | 14 Φευγε, αγαπητε μου, και γινου ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου επι τα ορη των αρωματων. |