Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 15


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Post haec fecit sibi Absalom currus et equos et quinqua ginta viros, qui praecederent eum.1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.
2 Et mane consurgens Absalom stabat iuxta viam portae; et omnem virum, qui habebat negotium, ut veniret ad regis iudicium, vocabat Absalom ad se et dicebat: “ De qua civitate es tu? ”. Qui respondens aiebat: “ Ex una tribu Israel ego sum servus tuus ”.2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.
3 Respondebatque ei Absalom: “ Vide, sermones tui sunt boni et iusti, sed non est qui te audiat constitutus a rege ”. Dicebatque Absalom:3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.
4 “ Quis me constituat iudicem in terra, ut ad me veniant omnes, qui habent negotium iudicandum, et iustificem eos? ”.4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.
5 Sed et cum accederet ad eum homo, ut se prostraret coram illo, extendebat manum suam et apprehendens osculabatur eum.5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.
6 Faciebatque hoc omni Israel, qui veniebat ad iudicium, ut audiretur a rege, et sollicitabat corda virorum Israel.
6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.
7 Post quattuor autem annos dixit Absalom ad regem: “ Vadam, quaeso, et reddam in Hebron vota mea, quae vovi Domino.7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?
8 Votum enim vovit servus tuus, cum esset in Gesur Syriae, dicens: Si reduxerit me Dominus in Ierusalem, sacrificabo Domino ”.8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.
9 Dixitque ei rex. “ Vade in pace ”. Et surrexit et abiit in Hebron.
9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.
10 Misit autem Absalom exploratores in universas tribus Israel dicens: “ Statim ut audieritis clangorem bucinae, dicite: “Factus est rex Absalom in Hebron” ”.10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.
11 Porro cum Absalom ierunt ducenti viri de Ierusalem vocati, euntes simplici corde et causam penitus ignorantes.11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.
12 Accersivit quoque Absalom, cum immolaret victimas, Achitophel Gilonitem consiliarium David de civitate sua Gilo. Et facta est coniuratio valida; populusque concurrens augebatur cum Absalom.
12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.
13 Venit igitur nuntius ad David dicens: “ Toto corde universus Israel sequitur Absalom ”.13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.
14 Et ait David servis suis, qui erant cum eo in Ierusalem: “ Surgite, fugiamus; neque enim erit nobis effugium a facie Absalom. Festinate egredi, ne festinans occupet nos et impellat super nos ruinam et percutiat civitatem in ore gladii ”.14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.
15 Dixeruntque servi regis ad eum: “ In omnibus, quaecumque elegerit dominus noster rex, ecce servi tui sumus ”.15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.
16 Egressus est ergo rex et universa domus eius post eum et dereliquit rex decem mulieres concubinas ad custodiendam domum.16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.
17 Egressusque rex et omnis populus post eum steterunt ad ultimam domum.17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.
18 Et universi servi eius transierunt iuxta eum; et omnes Cherethi et Phelethi et omnes Getthaei, sescenti viri, qui secuti eum fuerant de Geth, transierunt coram rege.
18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.
19 Dixit autem rex ad Ethai Getthaeum: “ Cur venis etiam tu nobiscum? Revertere et habita cum rege, quia alienigena es, immo et exsul de loco tuo.19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?
20 Heri venisti, et hodie compellam te vagari nobiscum, cum ego vadam, quo iturus sum? Revertere et reduc tecum fratres tuos, et Dominus faciat tecum misericordiam et veritatem ”.20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.
21 Et respondit Ethai regi dicens: “ Vivit Dominus et vivit dominus meus rex, in quocumque loco fuerit dominus meus rex, sive ad mortem sive ad vitam, ibi erit servus tuus ”.21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.
22 Et ait David Ethai: “ Veni et transi ”. Et transivit Ethai Getthaeus et omnes viri eius et omnes parvuli, qui cum eo erant.22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.
23 Omnisque terra flebat voce magna, et universus populus transibat. Rex quoque transgrediebatur torrentem Cedron, et cunctus populus incedebat contra viam deserti.
23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.
24 Venit autem et Sadoc et universi Levitae cum eo portantes arcam foederis Dei; et deposuerunt arcam Dei. Et sacrificavit Abiathar, donec omnis populus egressus fuerat de civitate.24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.
25 Et dixit rex ad Sadoc: “ Reporta arcam Dei in urbem. Si invenero gratiam in oculis Domini, reducet me et ostendet mihi eam et habitationem suam.25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?
26 Si autem dixerit: “Non places mihi”, praesto sum: faciat, quod bonum est coram se ”.26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
27 Et dixit rex ad Sadoc sacerdotem: “ Videsne? Revertere in civitatem in pace; et Achimaas filius tuus et Ionathan filius Abiathar, duo filii vestri sint vobiscum.27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?
28 Ecce ego morabor ad vada deserti, donec veniat sermo a vobis indicans mihi ”.28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.
29 Reportaverunt igitur Sadoc et Abiathar arcam Dei Ierusalem et manserunt ibi.
29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.
30 Porro David ascendebat clivum Olivarum scandens et flens, operto capite et nudis pedibus incedens; sed et omnis populus, qui erat cum eo, operto capite ascendebat plorans.30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.
31 Nuntiatum est autem David quod et Achitophel esset in coniuratione cum Absalom; dixitque David: “ Infatua, quaeso, Domine, consilium Achitophel ”.
31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.
32 Cumque ascendisset David summitatem montis, in quo adorabatur Deus, ecce occurrit ei Chusai Arachites, scissa veste et terra pleno capite.32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.
33 Et dixit ei David: “ Si veneris mecum, eris mihi oneri;33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?
34 Si autem in civitatem revertaris et dixeris Absalom: “Servus tuus ego, rex, ero; servus patris tui ego fui prius, nunc autem ego sum servus tuus”, dissipabis mihi consilium Achitophel.34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?
35 Habes autem tecum Sadoc et Abiathar sacerdotes; et omne verbum, quodcumque audieris de domo regis, indicabis Sadoc et Abiathar sacerdotibus.35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?
36 Sunt autem cum eis duo filii eorum: Achimaas Sadoc et Ionathan Abiathar; et mittetis per eos ad me omne verbum, quod audieritis ”.
36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.
37 Veniente ergo Chusai amico David in civitatem, Absalom quoque ingressus est Ierusalem.
37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.