Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giudici 4


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Eud era morto e gli Israeliti tornarono a fare ciò che è male agli occhi del Signore.1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ παλιν πονηρα ενωπιον του Κυριου, αφου ετελευτησεν ο Αωδ.
2 Il Signore li mise nelle mani di Iabin re di Canaan, che regnava in Cazor. Il capo del suo esercito era Sisara che abitava a Aroset-Goim.2 Και επωλησεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Ιαβειν, βασιλεως Χανααν, οστις εβασιλευεν εν Ασωρ? και αρχηγος των στρατευματων αυτου ητο ο Σισαρα, οστις κατωκει εκ Αρωσεθ των εθνων.
3 Gli Israeliti gridarono al Signore, perché Iabin aveva novecento carri di ferro e già da venti anni opprimeva duramente gli Israeliti.
3 Και εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ? διοτι ειχεν εννεακοσιας αμαξας σιδηρας? και αυτος κατεθλιψε σφοδρα τους υιους Ισραηλ εικοσι ετη.
4 In quel tempo era giudice d'Israele una profetessa, Debora, moglie di Lappidot.4 Και η Δεβορρα, γυνη προφητις, γυνη του Λαφιδωθ, αυτη εκρινε τον Ισραηλ κατα τον καιρον εκεινον.
5 Essa sedeva sotto la palma di Debora, tra Rama e Betel, sulle montagne di Efraim, e gli Israeliti venivano a lei per le vertenze giudiziarie.5 Και αυτη κατωκει υπο τον φοινικα της Δεβορρας, μεταξυ Ραμα και Βαιθηλ, εν τω ορει Εφραιμ? και ανεβαινον προς αυτην οι υιοι Ισραηλ δια να κρινωνται.
6 Essa mandò a chiamare Barak, figlio di Abinoam, da Kades di Nèftali, e gli disse: "Il Signore, Dio d'Israele, ti dà quest'ordine: Va', marcia sul monte Tabor e prendi con te diecimila figli di Nèftali e figli di Zàbulon.6 Και εστειλε και εκαλεσε τον Βαρακ τον υιον του Αβινεεμ απο Κεδες-νεφαλι, και ειπε προς αυτον, Δεν προσταξε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, λεγων, Υπαγε και συναξον δυναμιν εν τω ορει Θαβωρ και λαβε μετα σου δεκα χιλιαδας ανδρων εκ των υιων Νεφθαλι και εκ των υιων Ζαβουλων,
7 Io attirerò verso di te al torrente Kison Sisara, capo dell'esercito di Iabin, con i suoi carri e la sua numerosa gente, e lo metterò nelle tue mani".7 και θελω επισυρει προς σε εις τον ποταμον Κισων τον Σισαρα, τον αρχηγον του στρατευματος Ιαβειν, και τας αμαξας αυτου και το πληθος αυτου, και θελω παραδωσει αυτον εις την χειρα σου;
8 Barak le rispose: "Se vieni anche tu con me, andrò; ma se non vieni, non andrò".8 Και ειπε προς αυτην ο Βαρακ, Εαν συ ελθης μετ' εμου, θελω υπαγει? αλλ' εαν δεν ελθης μετ' εμου, δεν θελω υπαγει.
9 Rispose: "Bene, verrò con te; però non sarà tua la gloria sulla via per cui cammini; ma il Signore metterà Sisara nelle mani di una donna". Debora si alzò e andò con Barak a Kades.9 Η δε ειπε, Θελω ελθει εξαπαντος μετα σου? πλην δεν θελεις λαβει τιμην εν τη οδω εις την οποιαν υπαγεις? διοτι εις χειρα γυναικος θελει πωλησει ο Κυριος τον Σισαρα. Και η Δεβορρα εσηκωθη και υπηγε μετα του Βαρακ εις Κεδες.
10 Barak convocò Zàbulon e Nèftali a Kades; diecimila uomini si misero al suo seguito e Debora andò con lui.
10 Και συνεκαλεσεν ο Βαρακ τον Ζαβουλων και τον Νεφθαλι εις Κεδες, και ανεβη μετα δεκα χιλιαδων ανδρων κατα ποδας αυτου? και η Δεβορρα ανεβη μετ' αυτου.
11 Ora Eber, il Kenita, si era separato dai Keniti, discendenti di Obab, suocero di Mosè, e aveva piantato le tende alla Quercia di Saannaim che è presso Kades.
11 Ο δε Εβερ ο Κεναιος, εκ των υιων του Οβαβ πενθερου του Μωυσεως, ειχε χωρισθη απο των Κεναιων και ειχε στησει την σκηνην αυτου εως της δρυος Ζααναειμ, της πλησιον Κεδες.
12 Fu riferito a Sisara che Barak, figlio di Abinoam, era salito sul monte Tabor.12 Και ανηγγειλαν προς τον Σισαρα, οτι Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ ανεβη εις το ορος Θαβωρ.
13 Allora Sisara radunò tutti i suoi carri, novecento carri di ferro, e tutta la gente che era con lui da Aroset-Goim fino al torrente Kison.
13 Και συνηθροισεν ο Σισαρα πασας τας αμαξας αυτου, εννεακοσιας αμαξας σιδηρας, και παντα τον λαον τον μετ' αυτου, απο Αρωσεθ των εθνων εις τον ποταμον Κισων.
14 Debora disse a Barak: "Alzati, perché questo è il giorno in cui il Signore ha messo Sisara nelle tue mani. Il Signore non esce forse in campo davanti a te?". Allora Barak scese dal monte Tabor, seguito da diecimila uomini.14 Και ειπεν η Δεβορρα προς τον Βαρακ, Σηκωθητι? διοτι αυτη ειναι η ημερα, καθ' ην ο Κυριος παρεδωκε τον Σισαρα εις την χειρα σου? δεν εξηλθεν ο Κυριος εμπροσθεν σου; Και κατεβη ο Βαρακ απο του ορους Θαβωρ και δεκα χιλιαδες ανδρες κατοπιν αυτου.
15 Il Signore sconfisse, davanti a Barak, Sisara con tutti i suoi carri e con tutto il suo esercito; Sisara scese dal carro e fuggì a piedi.15 Και κατετροπωσεν ο Κυριος τον Σισαρα και πασας τας αμαξας και παν το στρατευμα, εν στοματι μαχαιρας, εμπροσθεν του Βαρακ? και κατεβη ο Σισαρα απο της αμαξης και εφυγε πεζος.
16 Barak inseguì i carri e l'esercito fino ad Aroset-Goim; tutto l'esercito di Sisara cadde a fil di spada e non ne scampò neppure uno.
16 Κατεδιωξε δε ο Βαρακ κατοπιν των αμαξων και κατοπιν του στρατευματος εως της Αρωσεθ των εθνων? και επεσε παν το στρατευμα του Σισαρα εν στοματι μαχαιρας? δεν εμεινεν ουδε εις.
17 Intanto Sisara era fuggito a piedi verso la tenda di Giaele, moglie di Eber il Kenita, perché vi era pace fra Iabin, re di Cazor, e la casa di Eber il Kenita.17 Και εφυγεν ο Σισαρα πεζος εις την σκηνην της Ιαηλ, γυναικος του Εβερ του Κεναιου? διοτι ητο ειρηνη μεταξυ του Ιαβειν βασιλεως της Ασωρ και του οικου του Εβερ του Κεναιου.
18 Giaele uscì incontro a Sisara e gli disse: "Fermati, mio signore, fermati da me: non temere". Egli entrò da lei nella sua tenda ed essa lo nascose con una coperta.18 Και εξηλθεν η Ιαηλ εις συναντησιν του Σισαρα και ειπε προς αυτον, Εισελθε, κυριε μου, εισελθε προς εμε? μη φοβου. Και οτε εισηλθε προς αυτην εις την σκηνην, εσκεπασεν αυτον με καλυμμα.
19 Egli le disse: "Dammi un po' d'acqua da bere perché ho sete". Essa aprì l'otre del latte, gli diede da bere e poi lo ricoprì.19 Και ειπε προς αυτην. Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ, διοτι εδιψησα. Και ηνοιξε τον ασκον του γαλακτος και εποτισεν αυτον και εσκεπασεν αυτον.
20 Egli le disse: "Sta' all'ingresso della tenda; se viene qualcuno a interrogarti dicendo: C'è qui un uomo?, dirai: Nessuno".20 Και ειπε προς αυτην, Στηθι εις την θυραν της σκηνης, και εαν ελθη τις και σε ερωτηση, λεγων, Ειναι τις ενταυθα; ειπε, Ουχι.
21 Ma Giaele, moglie di Eber, prese un picchetto della tenda, prese in mano il martello, venne pian piano a lui e gli conficcò il picchetto nella tempia, fino a farlo penetrare in terra. Egli era profondamente addormentato e sfinito; così morì.21 Και ελαβεν Ιαηλ η γυνη του Εβερ τον πασσαλον της σκηνης, και βαλουσα σφυραν εις την χειρα αυτης, υπηγεν ησυχως προς αυτον και ενεπηξε τον πασσαλον εις τον μηνιγγα αυτου, ωστε εκαρφωθη εις την γην? διοτι αυτος αποκαμωμενος ων εκοιματο βαθεως. Και απεθανε.
22 Ed ecco Barak inseguiva Sisara; Giaele gli uscì incontro e gli disse: "Vieni e ti mostrerò l'uomo che cerchi". Egli entrò da lei ed ecco Sisara era steso morto con il picchetto nella tempia.
22 Και ιδου, ο Βαρακ κατεδιωκε τον Σισαρα? η δε Ιαηλ εξηλθεν εις συναντησιν αυτου και ειπε προς αυτον, Ελθε, και θελω σοι δειξει τον ανδρα τον οποιον ζητεις. Και οτε εισηλθε προς αυτην, ιδου, ο Σισαρα εκειτο νεκρος, και ο πασσαλος εις τον μηνιγγα αυτου.
23 Così Dio umiliò quel giorno Iabin, re di Canaan, davanti agli Israeliti.23 Και εταπεινωσεν ο Θεος κατα την ημεραν εκεινην τον Ιαβειν βασιλεα Χανααν εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.
24 La mano degli Israeliti si fece sempre più pesante su Iabin, re di Canaan, finché ebbero sterminato Iabin re di Canaan.24 Και εκραταιουτο η χειρ των υιων Ισραηλ και κατισχυεν επι Ιαβειν βασιλεα Χανααν, εωσου εξωλοθρευσαν τον Ιαβειν βασιλεα Χανααν.