Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Job 29


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 And Job continued his solemn discourse. He said:1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν?
2 Wil no one bring back to me the months that have gone, and the days when God was my guardian,2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν?
3 when his lamp shone over my head, and his light was my guide in the darkness?3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει?
4 Shal I ever see my days of harvest again when God protected my tent;4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου?
5 when Shaddai stil dwelt with me, and my children were around me;5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου?
6 when my feet were bathed in milk, and streams of oil poured from the rocks?6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου?
7 When I went out to the gate of the city, when I took my seat in the square,7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια
8 as soon as I appeared, the young men stepped aside, and the old men rose to their feet.8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.
9 Men of note broke off their speeches, and put their hands over their mouths;9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.
10 the voices of rulers were silenced, and their tongues stayed stil in their mouths.10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.
11 On hearing me, people congratulated me, on seeing me, people deferred to me,11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου?
12 because I freed the poor in distress and the orphan who had no helper.12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.
13 The dying man's blessing rested on me and I gave the widow's heart cause to rejoice.13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.
14 Uprightness I wore as a garment, fair judgement was my cloak and my turban.14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.
15 I was eyes for the blind, and feet for the lame.15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.
16 Who but me was father of the poor? The stranger's case had a hearing from me.16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.
17 I used to break the fangs of the wicked, and snatch their prey from their jaws.17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.
18 And I used to say, 'I shall die in honour, after days as numerous as the sand.18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.
19 My roots can reach the water, the dews of night settle on my leaves.19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.
20 My glory wil be for ever new and the bow in my hand for ever strong.'20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.
21 They waited anxiously to hear me, and listened in silence to what I had to say.21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.
22 When I had finished, no one contradicted, my words dropping on them, one by one.22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.
23 They waited for me as though for rain, open-mouthed as though for a late shower.23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.
24 If I smiled at them, it was too good to be true, they watched my face for the least sign of favour.24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.
25 As their chief, I told them which course to take, like a king living among his troops, and I led themwherever I chose.25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.