Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Jeremia 6


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Flieht, ihr Leute von Benjamin,
hinaus aus Jerusalem! Stoßt in Tekoa in die Trompete
und richtet über Bet-Kerem ein Zeichen auf! Denn von Norden droht Unheil
und großes Verderben.
1 Υιοι Βενιαμιν, φυγετε μετα σπουδης εκ μεσου της Ιερουσαλημ και ηχησατε σαλπιγγα εν Θεκουε και υψωσατε σημειον εκ πυρος εν Βαιθ-ακκερεμ? διοτι κακον προκυπτει απο βορρα και συντριμμος μεγας.
2 Die Schöne und Verwöhnte,
die Tochter Zion, ich vernichte sie.
2 Παρωμοιασα την θυγατερα της Σιων με χαριεσσαν και τρυφεραν γυναικα.
3 Hirten kommen zu ihr mit ihren Herden;
sie schlagen rings um sie ihre Zelte auf,
jeder weidet seinen Bereich ab.
3 Οι ποιμενες και τα ποιμνια αυτων θελουσιν ελθει εις αυτην? θελουσι στησει σκηνας κυκλω εναντιον αυτης? θελουσι ποιμαινει εκαστος εν τω τοπω αυτου.
4 Ruft gegen Zion den Heiligen Krieg aus!
Auf! Greifen wir an am Mittag! - Weh uns: Schon neigt sich der Tag,
die Abendschatten strecken sich.
4 Ετοιμασατε πολεμον κατ' αυτης? σηκωθητε και ας αναβωμεν εν μεσημβρια. Ουαι εις ημας, διοτι κλινει η ημερα, διοτι εκτεινονται αι σκιαι της εσπερας.
5 Auf! Greifen wir an in der Nacht,
zerstören wir ihre Paläste!
5 Σηκωθητε και ας αναβωμεν δια νυκτος και ας καταστρεψωμεν τα παλατια αυτης.
6 Denn so spricht der Herr der Heere: Fällt ihre Bäume
und werft einen Wall auf gegen Jerusalem! Das ist die Stadt, von der erwiesen ist:
Alles in ihr ist Unterdrückung.
6 Διοτι ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Κατακοψατε δενδρα και υψωσατε περιχαρακωματα εναντιον της Ιερουσαλημ. Αυτη ειναι η πολις, εφ' ην πρεπει να γεινη επισκεψις? ειναι ολη καταδυναστεια εν μεσω αυτης.
7 Wie ein Brunnen sein Wasser sprudeln lässt,
so lässt sie ihre Schlechtigkeit sprudeln. Von Gewalttat und Unrecht hört man in ihr;
ständig sind mir vor Augen Leid und Misshandlung.
7 Καθως η πηγη αναβρυει τα υδατα αυτης, ουτως αυτη αναβρυει την κακιαν αυτης? βια και αρπαγη ακουονται εν αυτη? ενωπιον μου ακαταπαυστως ειναι πονος και πληγαι.
8 Lass dich warnen, Jerusalem,
sonst trenne ich mich von dir, sonst mache ich dich zur Wüste,
zum Land ohne Bewohner.
8 Σωφρονισθητι, Ιερουσαλημ, μηποτε αποσυρθη η ψυχη μου απο σου? μηποτε σε καταστησω ερημον, γην ακατοικητον.
9 So spricht der Herr der Heere: Genaue Nachlese wie am Weinstock
soll man halten am Rest Israels. Leg deine Hand an
wie ein Winzer an die Reben!
9 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? θελουσι σταφυλολογησει ολοτελως ως αμπελον τα υπολοιπα του Ισραηλ? επιστρεψον την χειρα σου ως ο τρυγητης εις τα καλαθια.
10 Zu wem soll ich reden
und wer wird mich hören, wenn ich mahne? Ihr Ohr ist ja unbeschnitten,
sie können nichts vernehmen. Das Wort des Herrn dient ihnen zum Spott;
es gefällt ihnen nicht.
10 Προς τινα θελω λαλησει και διαμαρτυρηθη, δια να ακουσωσιν; ιδου, το ωτιον αυτων ειναι απεριτμητον και δεν δυνανται να ακουσωσιν? ιδου, ο λογος του Κυριου ειναι προς αυτους ονειδος? δεν ηδυνονται εις αυτον.
11 Darum bin ich erfüllt vom Zorn des Herrn,
bin es müde, ihn länger zurückzuhalten. - Gieß ihn aus über das Kind auf der Straße
und zugleich über die Schar der jungen Männer! Ja, alle werden gefangen genommen,
Mann und Frau, Greis und Hochbetagter.
11 Δια τουτο ειμαι πληρης απο θυμου του Κυριου? απεκαμον κρατων εμαυτον? θελω εκχεει αυτον επι τα νηπια εξωθεν και επι την συναξιν των νεων ομου? διοτι και ο ανηρ θελει πιασθη μετα της γυναικος και ο ηλικιωμενος μετα του πληρους ημερων.
12 Ihre Häuser gehen an andere über,
die Felder und auch die Frauen. Denn ich strecke meine Hand aus
gegen die Bewohner des Landes - Spruch des Herrn.
12 Και αι οικιαι αυτων θελουσι περασει εις αλλους, οι αγροι και αι γυναικες ομου, διοτι θελω εκτεινει την χειρα μου επι τους κατοικους της γης, λεγει Κυριος.
13 Sie sind doch alle, vom Kleinsten bis zum Größten,
nur auf Gewinn aus; vom Propheten bis zum Priester
betrügen sie alle.
13 Διοτι απο μικρου αυτων εως μεγαλου αυτων πας τις εδοθη εις την πλεονεξιαν? και απο προφητου εως ιερεως πας τις πραττει ψευδος.
14 Den Schaden meines Volkes möchten sie leichthin heilen, indem sie rufen:
Heil, Heil! Aber kein Heil ist da.
14 Και ιατρευσαν το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επιπολαιως, λεγοντες, Ειρηνη, ειρηνη? και δεν υπαρχει ειρηνη.
15 Schämen müssten sie sich,
weil sie Gräuel verüben. Doch sie schämen sich nicht;
Scham ist ihnen unbekannt. Deshalb müssen sie fallen,
wenn die anderen fallen. Sobald ich sie zur Rechenschaft ziehe,
werden sie stürzen, spricht der Herr.
15 Μηπως ησχυνθησαν, οτε επραξαν βδελυγμα; μαλιστα παντελως δεν ησχυνθησαν ουδε ηρυθριασαν? δια τουτο θελουσι πεσει μεταξυ των πιπτοντων? οταν επισκεφθω αυτους, θελουσιν απολεσθη, ειπε Κυριος.
16 So spricht der Herr: Stellt euch an die Wege und haltet Ausschau,
fragt nach den Pfaden der Vorzeit, fragt, wo der Weg zum Guten liegt;
geht auf ihm, so werdet ihr Ruhe finden für eure Seele.
Sie aber sagten: Wir gehen nicht.
16 Ουτω λεγει Κυριος? Στητε επι τας οδους και ιδετε και ερωτησατε περι των αιωνιων τριβων, που ειναι η αγαθη οδος, και περιπατειτε εν αυτη, και θελετε ευρει αναπαυσιν εις τας ψυχας σας. Αλλ' αυτοι ειπον, δεν θελομεν περιπατησει εν αυτη.
17 Auch habe ich Wächter für euch aufgestellt:
Achtet auf den Schall der Trompete!
Sie aber sagten: Wir achten nicht darauf.
17 Και κατεστησα σκοπους εφ' υμας, λεγων, Ακουσατε τον ηχον της σαλπιγγος. Αλλ' ειπον, δεν θελομεν ακουσει.
18 Darum hört, ihr Völker, und erkennt,
was ich ihnen antun will.
18 Δια τουτο ακουσατε, εθνη, και συ, συναγωγη, γνωρισον τι ειναι μεταξυ αυτων.
19 Höre es, Erde!
Schon bringe ich Unheil über dieses Volk
als die Frucht seiner bösen Gesinnung. Denn auf meine Worte haben sie nicht geachtet
und meine Weisung haben sie verschmäht.
19 Ακουε, γη? ιδου, εγω θελω φερει κακον επι τον λαον τουτον, τον καρπον των διαλογισμων αυτων, διοτι δεν επροσεξαν εις τους λογους μου και εις τον νομον μου, αλλ' απερριψαν αυτον.
20 Was soll mir der Weihrauch aus Saba
und das gute Gewürzrohr aus fernem Land? Eure Brandopfer gefallen mir nicht,
eure Schlachtopfer sind mir nicht angenehm.
20 Τι προς εμε ο φερομενος λιβανος απο Σεβα και το απο γης μακρας ευωδες κινναμωμον; τα ολοκαυτωματα σας δεν ειναι δεκτα ουδε αι θυσιαι σας ευαρεστοι εις εμε.
21 Darum - so spricht der Herr: Ich lege diesem Volk Hindernisse in den Weg,
sodass sie darüber straucheln. Väter und Söhne zusammen,
einer wie der andere geht zugrunde.
21 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εγω θελω βαλει προσκομματα εμπροσθεν του λαου τουτου και οι πατερες και οι υιοι ομου θελουσι προσκοψει επ' αυτα, ο γειτων και ο φιλος αυτου θελουσιν απολεσθη.
22 So spricht der Herr: Seht, ein Volk zieht vom Nordland heran,
ein großes Volk bricht auf
von den Grenzen der Erde.
22 Ουτω λεγει ο Κυριος? Ιδου, λαος ερχεται απο της γης του βορρα, και εθνος μεγα θελει εγερθη απο των ακρων της γης.
23 Sie kommen mit Bogen und Sichelschwert,
grausam sind sie und ohne Erbarmen.Ihr Lärm gleicht dem Brausen des Meeres
und sie reiten auf Rossen, Krieger, zum Kampf gerüstet
gegen dich, Tochter Zion.
23 Τοξον και λογχην θελουσι κρατει? ειναι σκληροι και ανιλεοι? φωνη αυτων εκει ως θαλασσα, και επιβαινουσιν επι ιππους, παρατεταγμενοι ως ανδρες εις πολεμον εναντιον σου, θυγατηρ της Σιων.
24 Kaum hörten wir diese Nachricht,
da erschlafften uns die Hände, es packte uns die Angst,
das Zittern wie eine Gebärende.
24 Ηκουσαμεν την φημην αυτων? αι χειρες ημων παρελυθησαν? στενοχωρια κατελαβεν ημας, ωδινες ως τικτουσης.
25 Geht nicht aufs Feld hinaus,
macht euch nicht auf den Weg;
denn der Feind greift zum Schwert - Grauen ringsum!
25 Μη εξελθητε εις τον αγρον και εν οδω μη περιπατειτε? διοτι η ρομφαια του εχθρου ειναι τρομος πανταχοθεν.
26 Tochter, mein Volk, leg das Trauerkleid an
und wälz dich im Staub! Halte Trauer wie um den einzigen Sohn, bitterste Klage:
«Ach, jählings kam über uns der Verwüster.»
26 Θυγατηρ του λαου μου, περιζωσθητι σακκον και κυλισθητι εις στακτην? πενθος μονογενους καμε εις σεαυτην? θρηνησον πικρως? διοτι ο εξολοθρευτης θελει ελθει εξαιφνης εφ' ημας.
27 Zum Prüfer für mein Volk habe ich dich bestellt [zum Metallprüfer];
du sollst sein Verhalten erkennen und prüfen.
27 Σε εθεσα σκοπιαν, φρουριον μεταξυ του λαου μου, δια να γνωρισης και να εξερευνησης την οδον αυτων.
28 Sie alle sind schlimme Empörer,
Verleumder sind sie, Bronze und Eisen sind sie,
alle zusammen Verbrecher.
28 Παντες ειναι ολως απειθεις, περιπατουσι κακολογουντες? ειναι χαλκος και σιδηρος? παντες ειναι διεφθαρμενοι.
29 Der Blasebalg schnaubt,
doch das Blei bleibt unberührt vom Feuer. Umsonst versucht der Schmelzer zu schmelzen;
die Bösen lassen sich nicht ausscheiden.
29 Το φυσητηριον εκαυθη? ο μολυβδος κατηναλωθη υπο του πυρος? ο χωνευτης διαλυει εις ματην? διοτι οι κακοι δεν εχωρισθησαν.
30 «Verworfenes Silber» nennt man sie;
denn verworfen hat sie der Herr.
30 Αργυριον αποδεδοκιμασμενον θελουσιν ονομασει αυτους, διοτι ο Κυριος απεδοκιμασεν αυτους.