Livro dos Salmos 95
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
SAGRADA BIBLIA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Vinde, manifestemos nossa alegria ao Senhor, aclamemos o Rochedo de nossa salvação; | 1 Δευτε, ας αγαλλιασθωμεν εις τον Κυριον? ας αλαλαξωμεν εις το φρουριον της σωτηριας ημων. |
2 apresentemo-nos diante dele com louvores, e cantemos-lhe alegres cânticos, | 2 Ας προφθασωμεν ενωπιον αυτου μετα δοξολογιας? εν ψαλμοις ας αλαλαξωμεν εις αυτον. |
3 porque o Senhor é um Deus imenso, um rei que ultrapassa todos os deuses; | 3 Διοτι Θεος μεγας ειναι ο Κυριος, και Βασιλευς μεγας υπερ παντας τους θεους. |
4 nas suas mãos estão as profundezas da terra, e os cumes das montanhas lhe pertencem. | 4 Διοτι εις αυτου την χειρα ειναι τα βαθη της γης? και τα υψη των ορεων ειναι αυτου. |
5 Dele é o mar, ele o criou; assim como a terra firme, obra de suas mãos. | 5 Διοτι αυτου ειναι η θαλασσα, και αυτος εκαμεν αυτην? και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν. |
6 Vinde, inclinemo-nos em adoração, de joelhos diante do Senhor que nos criou. | 6 Δευτε, ας προσκυνησωμεν και ας προσπεσωμεν? ας γονατισωμεν ενωπιον του Κυριου, του Ποιητου ημων. |
7 Ele é nosso Deus; nós somos o povo de que ele é o pastor, as ovelhas que as suas mãos conduzem. Oxalá ouvísseis hoje a sua voz: | 7 Διοτι αυτος ειναι ο Θεος ημων? και ημεις λαος της βοσκης αυτου και προβατα της χειρος αυτου. Σημερον εαν ακουσητε της φωνης αυτου, |
8 Não vos torneis endurecidos como em Meribá, como no dia de Massá no deserto, | 8 μη σκληρυνητε την καρδιαν σας, ως εν τω παροργισμω, ως εν τη ημερα του πειρασμου εν τη ερημω? |
9 onde vossos pais me provocaram e me tentaram, apesar de terem visto as minhas obras. | 9 οπου οι πατερες σας με επειρασαν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου. |
10 Durante quarenta anos desgostou-me aquela geração, e eu disse: É um povo de coração desviado, que não conhece os meus desígnios. | 10 Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου. |
11 Por isso, jurei na minha cólera: Não hão de entrar no lugar do meu repouso. | 11 Δια τουτο ωμοσα εν τη οργη μου, οτι εις την αναπαυσιν μου δεν θελουσιν εισελθει. |