Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Secondo libro delle Cronache 24


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Septem annorum erat Ioas, cum regnare coepisset, et quadraginta annis regnavit in Ierusalem. Nomen matris eius Sebia de Bersabee.1 Επτα ετων ηλικιας ητο ο Ιωας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε τεσσαρακοντα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Σιβια, εκ Βηρ-σαβεε.
2 Fecitque, quod bonum est coram Domino, cunctis diebus Ioiadae sacerdotis.2 Και επραττεν ο Ιωας το ευθες ενωπιον Κυριου, πασας τας ημερας Ιωδαε του ιερεως.
3 Accepit autem ei Ioiada uxores duas, e quibus genuit filios et filias.
3 Και ελαβεν εις αυτον ο Ιωδαε δυο γυναικας, και εγεννησεν υιους και θυγατερας.
4 Post quae placuit Ioas, ut instauraret domum Domini.4 Και μετα ταυτα ηλθεν εις την καρδιαν του Ιωας να ανακαινιση τον οικον του Κυριου.
5 Congregavitque sacerdotes et Levitas et dixit eis: “ Egredimini ad civitates Iudae et colligite de universo Israel pecuniam ad sartatecta templi Dei vestri per singulos annos. Festinatoque hoc facite ”. Porro Levitae non festinarunt.5 Και συναγαγων τους ιερεις και τους Λευιτας, ειπε προς αυτους, Εξελθετε εις τας πολεις του Ιουδα, και συναγετε απο παντος του Ισραηλ αργυριον προς επισκευην του οικου του Θεου σας κατ' ετος, και επισπευσατε το πραγμα? οι Λευιται ομως δεν επεσπευσαν.
6 Vocavitque rex Ioiadam principem et dixit ei: “ Quare non tibi fuit curae, ut cogeres Levitas inferre de Iuda et de Ierusalem pecuniam, quae constituta est a Moyse servo Domini, ut inferret eam omnis congregatio Israel in tabernaculum testimonii?6 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τον Ιωδαε τον αρχηγον και ειπε προς αυτον, Δια τι δεν εζητησας παρα των Λευιτων να εισπραξωσιν εκ του Ιουδα και εκ της Ιερουσαλημ τον φορον του Μωυσεως, του δουλου του Κυριου, και της συναγωγης του Ισραηλ, δια την σκηνην του μαρτυριου;
7 Athalia enim impiissima et filii eius dissipaverunt domum Dei et de universis, quae sanctificata fuerant templo Domini, dedicaverunt Baalim ”.
7 Διοτι η Γοθολια, η ασεβης, και οι υιοι αυτης κατεφθειραν τον οικον του Θεου? και παντα ετι τα αφιερωματα του οικου του Κυριου ανεθηκαν εις τους Βααλειμ.
8 Praecepit ergo rex, et fecerunt arcam posueruntque eam iuxta portam domus Domini forinsecus.8 Εκαμον λοιπον κατα προσταγην του βασιλεως εν κιβωτιον, και εθεσαν αυτο εν τη πυλη του οικου του Κυριου εξω.
9 Et praedicatum est in Iuda et Ierusalem, ut deferrent singuli pretium Domino, quod constituit Moyses servus Dei super Israel in deserto.9 Και διεκηρυξαν εις τον Ιουδαν και εις την Ιερουσαλημ να εισφερωσι προς τον Κυριον τον φορον του Μωυσεως του δουλου του Θεου, τον επιβληθεντα επι τον Ισραηλ εν τη ερημω.
10 Laetatique sunt cuncti principes et omnis populus et ingressi contulerunt in arcam atque miserunt ita, ut impleretur.10 Και ηυφρανθησαν παντες οι αρχοντες και πας ο λαος, και εισεφερον και ερριπτον εις το κιβωτιον, εωσου γεμισθη.
11 Cumque tempus esset, ut deferrent arcam ad magistratus regis per manus Levitarum, et viderent multam esse pecuniam, ingrediebatur scriba regis et quem primus sacerdos constituerat, effundebantque pecuniam, quae erat in arca; porro arcam reportabant ad locum suum. Sicque faciebant per singula tempora, et congregata est infinita pecunia,11 Οτε δε εφερετο το κιβωτιον προς τους επιστατας του βασιλεως δια χειρος των Λευιτων, και οτε αυτοι εβλεπον οτι ητο πολυ το αργυριον, ηρχετο ο γραμματευς του βασιλεως και ο επιστατης του ιερεως του πρωτου, και εξεκενονον το κιβωτιον και φεροντες εθετον αυτο παλιν εις τον τοπον αυτου. Ουτως εκαμνον καθ' ημεραν και συνηγαγον αργυριον πολυ.
12 quam dederunt rex et Ioiada his, qui praeerant operibus domus Domini. At illi conducebant ex ea caesores lapidum et artifices operum singulorum, ut instaurarent domum Domini, fabros quoque ferri et aeris, ut domus Dei fulciretur.12 Και εδιδεν αυτο ο βασιλευς και ο Ιωδαε εις τους ποιουντας το εργον της υπηρεσιας του οικου του Κυριου, και εμισθονον κτιστας και ξυλουργους δια να ανακαινισωσι τον οικον του Κυριου? και σιδηρουργους ετι και χαλκουργους, δια να επισκευασωσι τον οικον του Κυριου.
13 Egeruntque operarii, et obducebatur cicatrix operi per manus eorum, ac suscitaverunt domum Domini in statum pristinum et firme eam stare fecerunt.13 Και οι εργαζομενοι το εργον ειργαζοντο, και δια χειρος αυτων προεβη το εργον της επισκευης? και αποκατεστησαν τον οικον του Θεου εις την προτεραν αυτου καταστασιν και εστερεωσαν αυτον.
14 Cumque haec complessent, detulerunt coram rege et Ioiada reliquam partem pecuniae, de qua facta sunt vasa templi in ministerium et ad holocausta, phialae quoque et cetera vasa aurea et argentea. Et offerebantur holocausta in domo Domini iugiter cunctis diebus Ioiadae.
14 Και αφου ετελειωσαν, εφεραν το εναπολειφθεν αργυριον εμπροσθεν του βασιλεως και του Ιωδαε, και εκ τουτου κατεσκευασαν σκευη δια τον οικον του Κυριου, σκευη λειτουργιας και ολοκαυτωσεως και φιαλας και σκευη χρυσα και αργυρα. Και προσεφερον ολοκαυτωματα εν τω οικω του Κυριου δια παντος, πασας τας ημερας του Ιωδαε.
15 Senuit autem Ioiada plenus dierum et mortuus est cum centum triginta esset annorum.15 Εγηρασε δε ο Ιωδαε και ητο πληρης ημερων, και απεθανεν? εκατον τριακοντα ετων ηλικιας ητο οτε απεθανε.
16 Sepelieruntque eum in civitate David cum regibus, eo quod fecisset bonum in Israel cum Deo et cum domo eius.
16 Και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, μετα των βασιλεων? επειδη επραξε καλον εν τω Ισραηλ και προς τον Θεον και τον οικον αυτου.
17 Postquam autem obiit Ioiada, ingressi sunt principes Iudae et adoraverunt regem, qui delinitus obsequiis eorum acquievit eis.17 Μετα δε τον θανατον του Ιωδαε ηλθον οι αρχοντες του Ιουδα και προσεκυνησαν τον βασιλεα? τοτε ο βασιλευς επηκουσεν αυτων?
18 Et dereliquerunt templum Domini, Dei patrum suorum, servieruntque palis et sculptilibus, et facta est ira contra Iudam et Ierusalem propter hoc peccatum.18 και εγκατελιπον τον οικον Κυριου του Θεου των πατερων αυτων, και ελατρευον τα αλση και τα ειδωλα? και ηλθεν οργη κατα του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, δια ταυτην την ανομιαν αυτων.
19 Mittebatque eis prophetas, ut reverterentur ad Dominum, quos protestantes illi audire nolebant.
19 Απεστειλε μεν προς αυτους προφητας, δια να επαναφερωσιν αυτους εις τον Κυριον, και διεμαρτυρηθησαν εναντιον αυτων? αλλα δεν εδωκαν ακροασιν.
20 Spiritus itaque Dei induit Zachariam filium Ioiadae sacerdotis; et stetit in conspectu populi et dixit eis: “ Haec dicit Deus: Quare transgredimini praecepta Domini, quod vobis non proderit? Quia dereliquistis Dominum, ipse dereliquit vos ”.20 Και περιεχυθη το Πνευμα του Θεου επι Ζαχαριαν τον υιον του Ιωδαε του ιερεως, και σταθεις επανωθεν του λαου, ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει ο Θεος? Δια τι παραβαινετε σεις τας εντολας του Κυριου; δεν θελετε βεβαιως ευοδωθη? επειδη σεις εγκατελιπετε τον Κυριον, και αυτος εγκατελιπεν εσας.
21 Qui coniuraverunt adversus eum et lapidaverunt eum iuxta regis imperium in atrio domus Domini.21 Και συνωμοσαν κατ' αυτου? και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους δια προσταγης του βασιλεως εν τη αυλη του οικου του Κυριου.
22 Et non est recordatus Ioas rex misericordiae, quam fecerat Ioiada pater illius secum, sed interfecit filium eius. Qui cum moreretur, ait: “ Videat Dominus et requirat! ”.
22 Και δεν ενεθυμηθη Ιωας ο βασιλευς το ελεος, το οποιον εκαμεν εις αυτον Ιωδαε ο πατηρ αυτου, αλλ' εθανατωσε τον υιον αυτου? ενω δε απεθνησκεν, ειπεν, Ο Κυριος ας ιδη και ας εκζητηση.
23 Cumque evolutus esset annus, ascendit contra eum exercitus Syriae venitque in Iudam et Ierusalem et exterminaverunt cunctos principes populi atque universam praedam miserunt regi Damascum.23 Και εν τω τελει του ετους ανεβη το στρατευμα της Συριας εναντιον αυτου? και ηλθον επι τον Ιουδαν και επι την Ιερουσαλημ, και εξωλοθρευσαν παντας τους αρχοντας του λαου εκ μεσου του λαου, και εστειλαν παντα τα λαφυρα αυτων προς τον βασιλεα της Δαμασκου.
24 Et certe, cum permodicus venisset numerus Syrorum, tradidit Dominus manibus eorum exercitum magnum valde, eo quod reliquissent Dominum, Deum patrum suorum; in Ioas quoque ignominiosa exercuere iudicia.24 Αν και το στρατευμα της Συριας ηλθε μετ' ολιγων ανδρων, ο Κυριος ομως παρεδωκε στρατευμα μεγα σφοδρα εις την χειρα αυτων, επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων? και εξετελεσαν κρισιν κατα του Ιωας.
25 Et abeuntes dimiserunt eum in languoribus magnis. Coniuraverunt autem contra eum servi sui in ultionem sanguinis filii Ioiadae sacerdotis et occiderunt eum in lectulo suo, et mortuus est. Sepelieruntque eum in civitate David, sed non in sepulcris regum.25 Αφου δε ανεχωρησαν απ' αυτου, αφησαντες αυτον εν αρρωστιαις μεγαλαις, συνωμοσαν εναντιον αυτου οι δουλοι αυτου δια το αιμα των υιων Ιωδαε του ιερεως, και εθανατωσαν αυτον επι της κλινης αυτου, και απεθανε? και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, δεν εθαψαν ομως αυτον εν τοις ταφοις των βασιλεων.
26 Insidiati vero sunt ei Zabad filius Semath Ammanitidis et Iozabad filius Semarith Moabitidis.
26 Οι δε συνομοσαντες εναντιον αυτου ησαν ουτοι Ζαβαδ ο υιος της Σιμεαθ της Αμμωνιτιδος και Ιωζαβαδ ο υιος της Σιμριθ της Μωαβιτιδος.
27 Porro de filiis eius, de summa tributi, quod impositum fuerat sub eo, et de instauratione domus Dei scriptum est in commentariis libri regum. Regnavitque Amasias filius eius pro eo.
27 Περι δε των υιων αυτου και του πληθους των υπ' αυτου φορτιων, και της επισκευης του οικου του Θεου, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τοις υπομνημασι του βιβλιου των βασιλεων. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αμασιας ο υιος αυτου.