Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Giudici 15


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Dopo qualche tempo, nei giorni della mietitura del grano, Sansone andò a visitare sua moglie, le portò un capretto e disse: "Voglio entrare da mia moglie nella camera". Ma il padre di lei non gli permise di entrare1 Και μετα τινα καιρον, εν ταις ημεραις του θερισμου του σιτου επεσκεφθη ο Σαμψων την γυναικα αυτου, φερων εριφιον εξ αιγων? και ειπε, Θελω εισελθει προς την γυναικα μου εις τον κοιτωνα. Αλλ' ο πατηρ αυτης δεν αφηκεν αυτον να εισελθη.
2 e gli disse: "Credevo proprio che tu l'avessi ripudiata e perciò l'ho data al tuo compagno; la sua sorella minore non è più bella di lei? Prendila dunque al suo posto".2 Και ειπεν ο πατηρ αυτης, Ειπα κατ' εμαυτον οτι διολου εμισησας αυτην? δια τουτο εδωκα αυτην εις τον συντροφον σου? η μικροτερα αδελφη αυτης δεν ειναι ωραιοτερα αυτης; λαβε λοιπον αυτην αντ' εκεινης.
3 Ma Sansone rispose loro: "Questa volta non sarò colpevole verso i Filistei, se farò loro del male".3 Ο δε Σαμψων ειπε περι αυτων, Τωρα θελω εισθαι αθωος προς τους Φιλισταιους, αν εγω κακοποιω αυτους.
4 Sansone se ne andò e catturò trecento volpi; prese delle fiaccole, legò coda e coda e mise una fiaccola fra le due code.4 Και υπηγεν ο Σαμψων και επιασε τριακοσιας αλωπεκας, και ελαβε λαμπαδας, και εστρεψεν ουραν προς ουραν και εβαλε μιαν λαμπαδα μεταξυ των δυο ουρων εις το μεσον.
5 Poi accese le fiaccole, lasciò andare le volpi per i campi di grano dei Filistei e bruciò i covoni ammassati, il grano tuttora in piedi e perfino le vigne e gli oliveti.5 Και αναψας τας λαμπαδας, απελυσεν εις τα σπαρτα των Φιλισταιων, και εκαυσε τας θημωνιας, εως και τα αθεριστα ασταχυα, εως και τας αμπελους και ελαιας.
6 I Filistei chiesero: "Chi ha fatto questo?". Fu risposto: "Sansone, il genero dell'uomo di Timna, perché costui gli ha ripreso la moglie e l'ha data al compagno di lui". I Filistei salirono e bruciarono tra le fiamme lei e suo padre.6 Τοτε οι Φιλισταιοι ειπον, Τις εκαμε τουτο; Και απεκριθησαν, Σαμψων ο γαμβρος του Θαμναθαιου? διοτι ελαβε την γυναικα αυτου και εδωκεν αυτην εις τον συντροφον αυτου. Και ανεβησαν οι Φιλισταιοι και εκαυσαν αυτην και τον πατερα αυτης εν πυρι.
7 Sansone disse loro: "Poiché agite in questo modo, io non la smetterò finché non mi sia vendicato di voi".
7 Και ειπε προς αυτους ο Σαμψων, Αν και σεις εκαμετε τουτο, εγω ομως θελω εκδικηθη εναντιον σας, και μετα ταυτα θελω παυσει.
8 Li batté l'uno sull'altro, facendone una grande strage. Poi scese e si ritirò nella caverna della rupe di Etam.
8 Και επαταξεν αυτους κνημην και μηρον εν σφαγη μεγαλη? και κατεβη και εκαθισεν εις το χασμα της πετρας Ηταμ.
9 Allora i Filistei vennero, si accamparono in Giuda e fecero una scorreria fino a Lechi.9 Ανεβησαν δε οι Φιλισταιοι και εστρατοπεδευσαν εν γη Ιουδα και διεχυθησαν εις Λεχι.
10 Gli uomini di Giuda dissero loro: "Perché siete venuti contro di noi?". Quelli risposero: "Siamo venuti per legare Sansone; per fare a lui quello che ha fatto a noi".10 Και ειπον οι ανδρες Ιουδα, Δια τι ανεβητε εναντιον ημων; Οι δε απεκριθησαν, Δια να δεσωμεν τον Σαμψων ανεβημεν, να καμωμεν εις αυτον ως εκαμεν εις ημας.
11 Tremila uomini di Giuda scesero alla caverna della rupe di Etam e dissero a Sansone: "Non sai che i Filistei ci dominano? Che cosa ci hai fatto?". Egli rispose loro: "Quello che hanno fatto a me, io l'ho fatto a loro".11 Και κατεβησαν τρεις χιλιαδες ανδρων εκ του Ιουδα εις το χασμα της πετρας Ηταμ και ειπον προς τον Σαμψων, Δεν εξευρεις οτι οι Φιλισταιοι εξουσιαζουσιν εφ' ημων; τι τουτο λοιπον το οποιον εκαμες εις ημας; Ο δε ειπε προς αυτους, Ως εκαμαν εις εμε, ουτως εκαμον εις αυτους.
12 Gli dissero: "Siamo scesi per legarti e metterti nelle mani dei Filistei". Sansone replicò loro: "Giuratemi che voi non mi colpirete".12 Και ειπον προς αυτον, Κατεβημεν να σε δεσωμεν, δια να σε παραδωσωμεν εις την χειρα των Φιλισταιων. Και ειπε προς αυτους ο Σαμψων, Ορκισθητε προς εμε, οτι σεις δεν θελετε επιπεσει κατ' εμου.
13 Quelli risposero: "No, ti legheremo soltanto e ti metteremo nelle loro mani; ma certo non ti uccideremo". Lo legarono con due funi nuove e lo fecero salire dalla rupe.13 Και ειπαν προς αυτον, λεγοντες, Ουχι? αλλα θελομεν σε δεσει δυνατα και σε παραδωσει εις την χειρα αυτων? πλην βεβαιως δεν θελομεν σε θανατωσει. Εδεσαν λοιπον αυτον με δυο νεα σχοινια και ανεβιβασαν αυτον εκ της πετρας.
14 Mentre giungeva a Lechi e i Filistei gli venivano incontro con grida di gioia, lo spirito del Signore lo investì; le funi che aveva alle braccia divennero come fili di lino bruciacchiati dal fuoco e i legami gli caddero disfatti dalle mani.14 Και οτε ηλθεν εις Λεχι, οι Φιλισταιοι αλαλαζοντες εδραμον εις συναντησιν αυτου. Και επηλθεν επ' αυτον Πνευμα Κυριου? και τα σχοινια, τα εις τους βραχιονας αυτου, εγειναν ως λιναριον το οποιον εξαπτεται εν τω πυρι, και τα δεσμα αυτου επεσον εκ των χειρων αυτου, διεσπασμενα.
15 Trovò allora una mascella d'asino ancora fresca, stese la mano, l'afferrò e uccise con essa mille uomini.
15 Και ευρηκε σιαγονα ονου νωπην, και εκτεινας την χειρα αυτου ελαβεν αυτην και εφονευσε δι' αυτης χιλιους ανδρας.
16 Sansone disse:

"Con la mascella dell'asino,
li ho ben macellati!
Con la mascella dell'asino,
ho colpito mille uomini!".

16 Και ειπεν ο Σαμψων, Δια σιαγονος ονου εκαμα σωρους, σωρους, δια σιαγονος ονου εφονευσα χιλιους ανδρας.
17 Quand'ebbe finito di parlare, gettò via la mascella; per questo, quel luogo fu chiamato Ramat-Lechi.17 Και αφου επαυσε λαλων, ερριψε την σιαγονα απο της χειρος αυτου? και ωνομασε τον τοπον εκεινον, Ραμαθ-λεχι.
18 Poi ebbe gran sete e invocò il Signore dicendo: "Tu hai concesso questa grande vittoria mediante il tuo servo; ora dovrò morir di sete e cader nelle mani dei non circoncisi?".18 Και διψησας σφοδρα, εβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Συ εδωκας δια χειρος του δουλου σου την μεγαλην ταυτην σωτηριαν? και τωρα να αποθανω υπο διψης και να πεσω εις την χειρα των απεριτμητων;
19 Allora Dio spaccò la roccia concava che è a Lechi e ne scaturì acqua. Sansone bevve, il suo spirito si rianimò ed egli riprese vita. Perciò quella fonte fu chiamata En-Korè: essa esiste a Lechi fino ad oggi.19 Και εσχισεν ο Θεος το κοιλωμα το εν Λεχι, και εξηλθεν υδωρ απ' αυτου? και αφου επιεν, ανελαβε το πνευμα αυτου, και ανεζωοποιηθη? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου, Εν-ακκορε, το οποιον ειναι εν Λεχι εως της ημερας ταυτης.
20 Sansone fu giudice d'Israele, al tempo dei Filistei, per venti anni.20 Και αυτος εκρινε τον Ισραηλ εν ταις ημεραις των Φιλισταιων εικοσι ετη.