Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Mark 6


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Leaving that district, he went to his home town, and his disciples accompanied him.1 Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου? και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.
2 With the coming of the Sabbath he began teaching in the synagogue, and most of them wereastonished when they heard him. They said, 'Where did the man get al this? What is this wisdom that has beengranted him, and these miracles that are worked through him?2 Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη? και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον? Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;
3 This is the carpenter, surely, the son of Mary, the brother of James and Joset and Jude and Simon? Hissisters, too, are they not here with us?' And they would not accept him.3 δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ' ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.
4 And Jesus said to them, 'A prophet is despised only in his own country, among his own relations and inhis own house';4 Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.
5 and he could work no miracle there, except that he cured a few sick people by laying his hands onthem.5 Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους?
6 He was amazed at their lack of faith. He made a tour round the vil ages, teaching.6 και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.
7 Then he summoned the Twelve and began to send them out in pairs, giving them authority overunclean spirits.7 Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο? και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,
8 And he instructed them to take nothing for the journey except a staff -- no bread, no haversack, nocoppers for their purses.8 και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,
9 They were to wear sandals but, he added, 'Don't take a spare tunic.'9 αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.
10 And he said to them, 'If you enter a house anywhere, stay there until you leave the district.10 Και ελεγε προς αυτους? Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.
11 And if any place does not welcome you and people refuse to listen to you, as you walk away shake offthe dust under your feet as evidence to them.'11 Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.
12 So they set off to proclaim repentance;12 Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,
13 and they cast out many devils, and anointed many sick people with oil and cured them.13 και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.
14 King Herod had heard about him, since by now his name was wel known. Some were saying, 'Johnthe Baptist has risen from the dead, and that is why miraculous powers are at work in him.'14 Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης? διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου? και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
15 Others said, 'He is Elijah,' others again, 'He is a prophet, like the prophets we used to have.'15 Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι? αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.
16 But when Herod heard this he said, 'It is John whose head I cut off; he has risen from the dead.'16 Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα? αυτος ανεστη εκ νεκρων.
17 Now it was this same Herod who had sent to have John arrested, and had had him chained up inprison because of Herodias, his brother Philip's wife whom he had married.17 Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.
18 For John had told Herod, 'It is against the law for you to have your brother's wife.'18 Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.
19 As for Herodias, she was furious with him and wanted to kil him, but she was not able to do so,19 Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.
20 because Herod was in awe of John, knowing him to be a good and upright man, and gave him hisprotection. When he had heard him speak he was greatly perplexed, and yet he liked to listen to him.20 Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.
21 An opportunity came on Herod's birthday when he gave a banquet for the nobles of his court, for hisarmy officers and for the leading figures in Galilee.21 Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ' ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,
22 When the daughter of this same Herodias came in and danced, she delighted Herod and his guests;so the king said to the girl, 'Ask me anything you like and I will give it you.'22 και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον? Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.
23 And he swore her an oath, 'I wil give you anything you ask, even half my kingdom.'23 Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.
24 She went out and said to her mother, 'What shall I ask for?' She replied, 'The head of John theBaptist.'24 Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης? Τι να ζητησω; Η δε ειπε? Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
25 The girl at once rushed back to the king and made her request, 'I want you to give me John theBaptist's head, immediately, on a dish.'25 Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα? Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
26 The king was deeply distressed but, thinking of the oaths he had sworn and of his guests, he wasreluctant to break his word to her.26 Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.
27 At once the king sent one of the bodyguard with orders to bring John's head.27 Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη
28 The man went off and beheaded him in the prison; then he brought the head on a dish and gave it tothe girl, and the girl gave it to her mother.28 και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.
29 When John's disciples heard about this, they came and took his body and laid it in a tomb.29 Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.
30 The apostles rejoined Jesus and told him al they had done and taught.30 Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.
31 And he said to them, 'Come away to some lonely place al by yourselves and rest for a while'; for therewere so many coming and going that there was no time for them even to eat.31 Και ειπε προς αυτους? Ελθετε σεις αυτοι κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον? διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν?
32 So they went off in the boat to a lonely place where they could be by themselves.32 και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ' ιδιαν.
33 But people saw them going, and many recognised them; and from every town they al hurried to theplace on foot and reached it before them.33 Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.
34 So as he stepped ashore he saw a large crowd; and he took pity on them because they were likesheep without a shepherd, and he set himself to teach them at some length.34 Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.
35 By now it was getting very late, and his disciples came up to him and said, 'This is a lonely place and itis getting very late,35 Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα?
36 so send them away, and they can go to the farms and villages round about, to buy themselvessomething to eat.'36 απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους? διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.
37 He replied, 'Give them something to eat yourselves.' They answered, 'Are we to go and spend twohundred denari on bread for them to eat?'37 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον? να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;
38 He asked, 'How many loaves have you? Go and see.' And when they had found out they said, 'Five,and two fish.'38 Ο δε λεγει προς αυτους? Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι? Πεντε, και δυο οψαρια.
39 Then he ordered them to get all the people to sit down in groups on the green grass,39 Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.
40 and they sat down on the ground in squares of hundreds and fifties.40 Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.
41 Then he took the five loaves and the two fish, raised his eyes to heaven and said the blessing; then hebroke the loaves and began handing them to his disciples to distribute among the people. He also shared out thetwo fish among them al .41 Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.
42 They al ate as much as they wanted.42 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.
43 They col ected twelve basketfuls of scraps of bread and pieces of fish.43 Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.
44 Those who had eaten the loaves numbered five thousand men.44 Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.
45 And at once he made his disciples get into the boat and go on ahead to the other side near Bethsaida,while he himself sent the crowd away.45 Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον?
46 After saying goodbye to them he went off into the hills to pray.46 και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.
47 When evening came, the boat was far out on the sea, and he was alone on the land.47 Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.
48 He could see that they were hard pressed in their rowing, for the wind was against them; and aboutthe fourth watch of the night he came towards them, walking on the sea. He was going to pass them by,48 Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι? διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους? και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.
49 but when they saw him walking on the sea they thought it was a ghost and cried out;49 Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν?
50 for they had all seen him and were terrified. But at once he spoke to them and said, 'Courage! It's me!Don't be afraid.'50 διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ' αυτων και λεγει προς αυτους? Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.
51 Then he got into the boat with them and the wind dropped. They were utterly and completelydumbfounded,51 Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος? και εξεπληττοντο καθ' εαυτους λιαν καθ' υπερβολην και εθαυμαζον.
52 because they had not seen what the miracle of the loaves meant; their minds were closed.52 Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.
53 Having made the crossing, they came to land at Gennesaret and moored there.53 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.
54 When they disembarked people at once recognised him,54 Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,
55 and started hurrying al through the countryside and brought the sick on stretchers to wherever theyheard he was.55 εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.
56 And wherever he went, to vil age or town or farm, they laid down the sick in the open spaces, begginghim to let them touch even the fringe of his cloak. And al those who touched him were saved.56 Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.