Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Matthew 14


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 At that time Herod the tetrarch heard about the reputation of Jesus1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηκουσεν Ηρωδης ο τετραρχης την φημην του Ιησου
2 and said to his court, 'This is John the Baptist himself; he has risen from the dead, and that is why miraculous powers are at work in him.'2 και ειπε προς τους δουλους αυτου? Ουτος ειναι Ιωαννης ο Βαπτιστης? αυτος ηγερθη απο των νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
3 Now it was Herod who had arrested John, chained him up and put him in prison because of Herodias,his brother Philip's wife.3 Διοτι ο Ηρωδης συλλαβων τον Ιωαννην εδεσεν αυτον και εβαλεν εν φυλακη δια Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου.
4 For John had told him, 'It is against the Law for you to have her.'4 Διοτι ελεγε προς αυτον ο Ιωαννης? Δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης αυτην.
5 He had wanted to kil him but was afraid of the people, who regarded John as a prophet.5 Και θελων να θανατωση αυτον εφοβηθη τον οχλον, διοτι ειχον αυτον ως προφητην.
6 Then, during the celebrations for Herod's birthday, the daughter of Herodias danced before thecompany and so delighted Herod6 Οτε δε ετελουντο τα γενεθλια του Ηρωδου, εχορευσεν η θυγατηρ της Ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν εις τον Ηρωδην?
7 that he promised on oath to give her anything she asked.7 οθεν μεθ' ορκου ωμολογησεν εις αυτην να δωση ο, τι αν ζητηση.
8 Prompted by her mother she said, 'Give me John the Baptist's head, here, on a dish.'8 Η δε, παρακινηθεισα υπο της μητρος αυτης, Δος μοι, λεγει, εδω επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
9 The king was distressed but, thinking of the oaths he had sworn and of his guests, he ordered it to begiven her,9 Και ελυπηθη ο βασιλευς, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους προσεταξε να δοθη,
10 and sent and had John beheaded in the prison.10 και πεμψας απεκεφαλισε τον Ιωαννην εν τη φυλακη.
11 The head was brought in on a dish and given to the girl, who took it to her mother.11 Και εφερθη η κεφαλη αυτου επι πινακι και εδοθη εις το κορασιον, και εφερεν αυτην προς την μητερα αυτης.
12 John's disciples came and took the body and buried it; then they went off to tell Jesus.12 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εσηκωσαν το σωμα και εθαψαν αυτο, και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εις τον Ιησουν.
13 When Jesus received this news he withdrew by boat to a lonely place where they could be bythemselves. But the crowds heard of this and, leaving the towns, went after him on foot.13 Και ακουσας ο Ιησους ανεχωρησεν εκειθεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ' ιδιαν? και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουθησαν αυτον πεζοι απο των πολεων.
14 So as he stepped ashore he saw a large crowd; and he took pity on them and healed their sick.14 Και οτε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους και εθεραπευσε τους αρρωστους αυτων.
15 When evening came, the disciples went to him and said, 'This is a lonely place, and time has slippedby; so send the people away, and they can go to the vil ages to buy themselves some food.'15 Οτε δε εγεινεν εσπερα, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ερημος ειναι ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλθεν? απολυσον τους οχλους, δια να υπαγωσιν εις τας κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους τροφας.
16 Jesus replied, 'There is no need for them to go: give them something to eat yourselves.'16 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν να υπαγωσι? δοτε εις αυτους σεις να φαγωσιν.
17 But they answered, 'All we have with us is five loaves and two fish.'17 Οι δε λεγουσι προς αυτον? Δεν εχομεν εδω ειμη πεντε αρτους και δυο οψαρια.
18 So he said, 'Bring them here to me.'18 Ο δε ειπε? Φερετε μοι αυτα εδω.
19 He gave orders that the people were to sit down on the grass; then he took the five loaves and thetwo fish, raised his eyes to heaven and said the blessing. And breaking the loaves he handed them to hisdisciples, who gave them to the crowds.19 Και προσταξας τους οχλους να καθησωσιν επι τα χορτα, και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησε, και κοψας εδωκεν εις τους μαθητας τους αρτους, οι δε μαθηται εις τους οχλους.
20 They al ate as much as they wanted, and they col ected the scraps left over, twelve baskets full.20 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν το περισσευμα των κλασματων, δωδεκα κοφινους πληρεις.
21 Now about five thousand men had eaten, to say nothing of women and children.21 οι δε τρωγοντες ησαν εως πεντακισχιλιοι ανδρες, εκτος γυναικων και παιδιων.
22 And at once he made the disciples get into the boat and go on ahead to the other side while he sentthe crowds away.22 Και ευθυς ηναγκασεν ο Ιησους τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να υπαγωσι προ αυτου εις το περαν, εωσου απολυση τους οχλους.
23 After sending the crowds away he went up into the hil s by himself to pray. When evening came, hewas there alone,23 Και αφου απελυσε τους οχλους, ανεβη εις το ορος κατ' ιδιαν δια να προσευχηθη. Και οτε εγεινεν εσπερα, ητο μονος εκει.
24 while the boat, by now some furlongs from land, was hard pressed by rough waves, for there was ahead-wind.24 Το δε πλοιον ητο ηδη εν τω μεσω της θαλασσης, βασανιζομενον υπο των κυματων? διοτι ητο εναντιος ο ανεμος.
25 In the fourth watch of the night he came towards them, walking on the sea,25 Εν δε τη τεταρτη φυλακη της νυκτος υπηγε προς αυτους ο Ιησους, περιπατων επι την θαλασσαν.
26 and when the disciples saw him walking on the sea they were terrified. 'It is a ghost,' they said, andcried out in fear.26 Και ιδοντες αυτον οι μαθηται επι την θαλασσαν περιπατουντα, εταραχθησαν, λεγοντες οτι φαντασμα ειναι, και απο του φοβου εκραξαν.
27 But at once Jesus cal ed out to them, saying, 'Courage! It's me! Don't be afraid.'27 Ευθυς δε ελαλησε προς αυτους ο Ιησους λεγων? Θαρσειτε, εγω ειμαι? μη φοβεισθε.
28 It was Peter who answered. 'Lord,' he said, 'if it is you, tel me to come to you across the water.'28 Αποκριθεις δε προς αυτον ο Πετρος ειπε? Κυριε, εαν ησαι συ, προσταξον με να ελθω προς σε επι τα υδατα.
29 Jesus said, 'Come.' Then Peter got out of the boat and started walking towards Jesus across thewater,29 Ο δε ειπεν, Ελθε. Και καταβας απο του πλοιου ο Πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα, δια να ελθη προς τον Ιησουν.
30 but then noticing the wind, he took fright and began to sink. 'Lord,' he cried, 'save me!'30 Βλεπων ομως τον ανεμον δυνατον εφοβηθη, και αρχισας να καταποντιζηται, εκραξε λεγων? Κυριε, σωσον με.
31 Jesus put out his hand at once and held him. 'You have so little faith,' he said, 'why did you doubt?'31 Και ευθυς ο Ιησους εκτεινας την χειρα επιασεν αυτον και λεγει προς αυτον? Ολιγοπιστε, εις τι εδιστασας;
32 And as they got into the boat the wind dropped.32 Και αφου εισηλθον εις το πλοιον, επαυσεν ο ανεμος?
33 The men in the boat bowed down before him and said, 'Truly, you are the Son of God.'33 οι δε εν τω πλοιω ελθοντες προσεκυνησαν αυτον, λεγοντες? Αληθως Θεου Υιος εισαι.
34 Having made the crossing, they came to land at Gennesaret.34 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ.
35 When the local people recognised him they spread the news through the whole neighbourhood andtook al that were sick to him,35 Και γνωρισαντες αυτον οι ανθρωποι του τοπου εκεινου, απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας,
36 begging him just to let them touch the fringe of his cloak. And al those who touched it were saved.36 και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι μονον το ακρον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγισαν ιατρευθησαν.