Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Job 30


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 But now they hold me in derision who are younger in years than I; Whose fathers I should have disdained to rank with the dogs of my flock.1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
2 Such strength as they had, to me meant nought; they were utterly destitute.2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
3 In want and hunger was their lot, they who fled to the parched wastelands:3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?
4 They plucked saltwort and shrubs; the roots of the broom plant were their food.4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
5 They were banished from among men, with an outcry like that against a thief--5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.
6 To dwell on the slopes of the wadies, in caves of sand and stone;6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
7 Among the bushes they raised their raucous cry; under the nettles they huddled together.7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?
8 Irresponsible, nameless men, they were driven out of the land.8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
9 Yet now they sing of me in mockery; I am become a byword among them.9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
10 They abhor me, they stand aloof from me, they do not hesitate to spit in my face!10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
11 Indeed, they have loosed their bonds; they lord it over me, and have thrown off restraint in my presence.11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
12 To subvert my paths they rise up; they build their approaches for my ruin.12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
13 To destroy me, they attack with none to stay them;13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
14 as through a wide breach they advance. Amid the uproar they come on in waves;14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
15 over me rolls the terror. My dignity is borne off on the wind, and my welfare vanishes like a cloud.15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
16 My soul ebbs away from me;16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
17 My frame takes no rest by night; my inward parts seethe and will not be stilled.17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
18 One with great power lays hold of my clothing; by the collar of my tunic he seizes me:18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
19 He has cast me into the mire; I am leveled with the dust and ashes.19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
20 I cry to you, but you do not answer me; you stand off and look at me,20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.
21 Then you turn upon me without mercy and with your strong hand you buffet me.21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
22 You raise me up and drive me before the wind; I am tossed about by the tempest.22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
23 Indeed I know you will turn me back in death to the destined place of everyone alive.23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
24 Yet should not a hand be held out to help a wretched man in his calamity?24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
25 Or have I not wept for the hardships of others; was not my soul grieved for the destitute?25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
26 Yet when I looked for good, then evil came; when I expected light, then came darkness.26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
27 days of affliction have overtaken me.27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
28 I go about in gloom, without the sun; I rise up in public to voice my grief.28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
29 I have become the brother of jackals, companion to the ostrich.29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
30 My blackened skin falls away from me; the heat scorches my very frame.30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
31 My harp is turned to mourning, and my reed pipe to sounds of weeping.31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.