Livro dos Salmos 22
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
SAGRADA BIBLIA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ao mestre de canto. Segundo a melodia A corça da aurora. Salmo de Davi. Meu Deus, meu Deus, por que me abandonastes? E permaneceis longe de minhas súplicas e de meus gemidos? | 1 Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αγελεθ Σαχαρ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες; δια τι ιστασαι μακραν απο της σωτηριας μου και απο των λογων των στεναγμων μου; |
2 Meu Deus, clamo de dia e não me respondeis; imploro de noite e não me atendeis. | 2 Θεε μου, κραζω την ημεραν, και δεν αποκρινεσαι? και την νυκτα, και δεν σιωπω. |
3 Entretanto, vós habitais em vosso santuário, vós que sois a glória de Israel. | 3 Συ δε ο Αγιος κατοικεις μεταξυ των επαινων του Ισραηλ. |
4 Nossos pais puseram sua confiança em vós, esperaram em vós e os livrastes. | 4 Επι σε ηλπισαν οι πατερες ημων? ηλπισαν, και ηλευθερωσας αυτους. |
5 A vós clamaram e foram salvos; confiaram em vós e não foram confundidos. | 5 Προς σε εκραξαν και εσωθησαν? επι σε ηλπισαν και δεν κατησχυνθησαν. |
6 Eu, porém, sou um verme, não sou homem, o opróbrio de todos e a abjeção da plebe. | 6 Εγω δε ειμαι σκωληξ και ουχι ανθρωπος? ονειδος ανθρωπων και εξουθενημα του λαου. |
7 Todos os que me vêem zombam de mim; dizem, meneando a cabeça: | 7 Με εμυκτηρισαν παντες οι βλεποντες με? ανοιγουσι τα χειλη, κινουσι την κεφαλην, λεγοντες, |
8 Esperou no Senhor, pois que ele o livre, que o salve, se o ama. | 8 Ηλπισεν επι τον Κυριον? ας ελευθερωση αυτον? ας σωση αυτον, επειδη θελει αυτον. |
9 Sim, fostes vós que me tirastes das entranhas de minha mãe e, seguro, me fizestes repousar em seu seio. | 9 Αλλα συ εισαι ο εκσπασας με εκ της κοιλιας? η ελπις μου απο των μαστων της μητρος μου. |
10 Eu vos fui entregue desde o meu nascer, desde o ventre de minha mãe vós sois o meu Deus. | 10 Επι σε ερριφθην εκ μητρας? εκ κοιλιας της μητρος μου συ εισαι ο Θεος μου. |
11 Não fiqueis longe de mim, pois estou atribulado; vinde para perto de mim, porque não há quem me ajude. | 11 Μη απομακρυνθης απ' εμου? διοτι η θλιψις ειναι πλησιον? διοτι ουδεις ο βοηθων. |
12 Cercam-me touros numerosos, rodeiam-me touros de Basã; | 12 Ταυροι πολλοι με περιεκυκλωσαν? ταυροι δυνατοι εκ Βασαν με περιεστοιχισαν. |
13 contra mim eles abrem suas fauces, como o leão que ruge e arrebata. | 13 Ηνοιξαν επ' εμε το στομα αυτων, ως λεων αρπαζων και βρυχομενος. |
14 Derramo-me como água, todos os meus ossos se desconjuntam; meu coração tornou-se como cera, e derrete-se nas minhas entranhas. | 14 Εξεχυθην ως υδωρ, και εξηρθρωθησαν παντα τα οστα μου? η καρδια μου εγεινεν ως κηριον, κατατηκεται εν μεσω των εντοσθιων μου. |
15 Minha garganta está seca qual barro cozido, pega-se no paladar a minha língua: vós me reduzistes ao pó da morte. | 15 Η δυναμις μου εξηρανθη ως οστρακον, και η γλωσσα μου εκολληθη εις τον λαρυγγα μου? και συ με κατεβιβασας εις το χωμα του θανατου. |
16 Sim, rodeia-me uma malta de cães, cerca-me um bando de malfeitores. Traspassaram minhas mãos e meus pés: | 16 Διοτι κυνες με περιεκυκλωσαν? συναξις πονηρευομενων με περιεκλεισεν? ετρυπησαν τας χειρας μου και τους ποδας μου? |
17 poderia contar todos os meus ossos. Eles me olham e me observam com alegria, | 17 Δυναμαι να αριθμησω παντα τα οστα μου? ουτοι με ενατενιζουσι και με παρατηρουσι. |
18 repartem entre si as minhas vestes, e lançam sorte sobre a minha túnica. | 18 Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους? και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον. |
19 Porém, vós, Senhor, não vos afasteis de mim; ó meu auxílio, bem depressa me ajudai. | 19 Αλλα συ, Κυριε, μη απομακρυνθης? συ, η δυναμις μου, σπευσον εις βοηθειαν μου. |
20 Livrai da espada a minha alma, e das garras dos cães a minha vida. | 20 Ελευθερωσον απο ρομφαιας την ψυχην μου την μεμονωμενην μου απο δυναμεως κυνος. |
21 Salvai-me a mim, mísero, das fauces do leão e dos chifres dos búfalos. | 21 Σωσον με εκ στοματος λεοντος και εισακουσον μου, ελευθερονων με απο κερατων μονοκερωτων. |
22 Então, anunciarei vosso nome a meus irmãos, e vos louvarei no meio da assembléia. | 22 Θελω διηγεισθαι το ονομα σου προς τους αδελφους μου? εν μεσω συναξεως θελω σε επαινει. |
23 Vós que temeis o Senhor, louvai-o; vós todos, descendentes de Jacó, aclamai-o; temei-o, todos vós, estirpe de Israel, | 23 Οι φοβουμενοι τον Κυριον, αινειτε αυτον? απαν το σπερμα Ιακωβ, δοξασατε αυτον? και φοβηθητε αυτον, απαν το σπερμα Ισραηλ. |
24 porque ele não rejeitou nem desprezou a miséria do infeliz, nem dele desviou a sua face, mas o ouviu, quando lhe suplicava. | 24 Διοτι δεν εξουθενωσε και δεν απεστραφη την θλιψιν του τεθλιμμενου, και δεν εκρυψε το προσωπον αυτου απ' αυτου? και οτε εβοησε προς αυτον, εισηκουσεν. |
25 De vós procede o meu louvor na grande assembléia, cumprirei meus votos na presença dos que vos temem. | 25 Απο σου θελει αρχιζει η αινεσις μου εν εκκλησια μεγαλη? θελω αποδωσει τας ευχας μου ενωπιον των φοβουμενων αυτον. |
26 Os pobres comerão e serão saciados; louvarão o Senhor aqueles que o procuram: Vivam para sempre os nossos corações. | 26 Οι τεθλιμμενοι θελουσι φαγει και θελουσι χορτασθη? θελουσιν αινεσει τον Κυριον οι εκζητουντες αυτον? η καρδια σας θελει ζη εις τον αιωνα. |
27 Hão de se lembrar do Senhor e a ele se converter todos os povos da terra; e diante dele se prostrarão todas as famílias das nações, | 27 Θελουσιν ενθυμηθη και επιστραφη προς τον Κυριον παντα τα περατα της γης? και θελουσι προσκυνησει ενωπιον σου πασαι αι φυλαι των εθνων. |
28 porque a realeza pertence ao Senhor, e ele impera sobre as nações. | 28 Διοτι του Κυριου ειναι η βασιλεια, και αυτος εξουσιαζει τα εθνη. |
29 Todos os que dormem no seio da terra o adorarão; diante dele se prostrarão os que retornam ao pó. | 29 Θελουσι φαγει και θελουσι προσκυνησει παντες οι παχεις της γης? ενωπιον αυτου θελουσι κλινει παντες οι καταβαινοντες εις το χωμα? και ουδεις την ζωην αυτου θελει δυνηθη να φυλαξη. |
30 Para ele viverá a minha alma, há de servi-lo minha descendência. Ela falará do Senhor às gerações futuras | 30 Οι μεταγενεστεροι θελουσι δουλευσει αυτον? θελουσιν αναγραφη εις τον Κυριον ως γενεα αυτου. |
31 e proclamará sua justiça ao povo que vai nascer: Eis o que fez o Senhor. | 31 Θελουσιν ελθει και αναγγειλει την δικαιοσυνην αυτου, προς λαον, οστις μελλει να γεννηθη? διοτι αυτος εκαμε τουτο. |