Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Secondo libro delle Cronache 36


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Tulit ergo populus terrae Ioachaz filium Iosiae et con stituit regem pro patre suo in Ierusalem.1 Και ελαβεν ο λαος της γης τον Ιωαχαζ, υιον του Ιωσια, και εκαμον αυτον βασιλεα εν Ιερουσαλημ, αντι του πατρος αυτου.
2 Viginti trium annorum erat Ioachaz, cum regnare coepisset, et tribus mensibus regnavit in Ierusalem.2 Εικοσιτριων ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχαζ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε τρεις μηνας εν Ιερουσαλημ.
3 Amovit autem eum rex Aegypti, cum venisset Ierusalem, et condemnavit terram centum talentis argenti et talento auri.3 Καθηρεσε δε αυτον ο βασιλευς της Αιγυπτου εν Ιερουσαλημ, και κατεδικασε την γην εις προστιμον εκατον ταλαντων αργυριου και ενος ταλαντου χρυσιου.
4 Constituitque regem pro eo Eliachim fratrem eius super Iudam et Ierusalem et vertit nomen eius Ioachim. Ipsum vero Ioachaz tulit secum et adduxit in Aegyptum.
4 Και εκαμεν ο βασιλευς της Αιγυπτου τον Ελιακειμ τον αδελφον αυτου βασιλεα επι Ιουδαν και Ιερουσαλημ, και μετηλλαξε το ονομα αυτου εις Ιωακειμ? τον δε Ιωαχαζ, τον αδελφον αυτου, ελαβεν ο Νεχαω και εφερεν αυτον εις Αιγυπτον.
5 Viginti quinque annorum erat Ioachim, cum regnare coepisset, et undecim annis regnavit in Ierusalem; fecitque malum coram Domino Deo suo.5 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας ητο ο Ιωακειμ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου αυτου.
6 Contra hunc ascendit Nabuchodonosor rex Chaldaeorum et vinctum catenis duxit in Babylonem,6 Ανεβη εναντιον αυτου Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, και εδεσεν αυτον με αλυσεις, δια να φερη αυτον εις Βαβυλωνα.
7 ad quam et ex vasis Domini transtulit et posuit ea in templo suo.
7 Και εκ των σκευων του οικου του Κυριου εφερεν ο Ναβουχοδονοσορ εις Βαβυλωνα και εθεσεν αυτα εν τω ναω αυτου εν Βαβυλωνι.
8 Reliqua autem gestorum Ioachim et abominationum eius, quas operatus est, et quae inventa sunt contra eum, continentur in libro regum Israel et Iudae. Regnavitque autem Ioachin filius eius pro eo.
8 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωακειμ και τα βδελυγματα αυτου οσα εκαμε, και οσα ευρεθησαν εν αυτω, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ισραηλ και του Ιουδα? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ιωαχειν ο υιος αυτου.
9 Decem et octo annorum erat Ioachin, cum regnare coepisset, et tribus mensibus ac decem diebus regnavit in Ierusalem; fecitque malum in conspectu Domini.9 Δεκα οκτω ετων ηλικιας ητο ο Ιωαχειν οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε τρεις μηνας και δεκα ημερας εν Ιερουσαλημ? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου.
10 Cumque anni circulus volveretur, misit Nabuchodonosor rex, qui adduxerunt eum in Babylonem, asportatis simul pretiosissimis vasis domus Domini; regem vero constituit Sedeciam fratrem eius super Iudam et Ierusalem.
10 Εν τω τελει δε του ενιαυτου αποστειλας ο βασιλευς Ναβουχοδονοσορ, εφερεν αυτον εις Βαβυλωνα, μετα των εκλεκτων σκευων του οικου του Κυριου? και εκαμε Σεδεκιαν τον αδελφον αυτου βασιλεα επι τον Ιουδαν και Ιερουσαλημ.
11 Viginti et unius anni erat Sedecias, cum regnare coepisset, et undecim annis regnavit in Ierusalem.11 Ενος και εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Σεδεκιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ.
12 Fecitque malum in oculis Domini Dei sui nec humiliavit se coram Ieremia propheta loquente ad se ex ore Domini.
12 Και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου αυτου? δεν εταπεινωθη ενωπιον Ιερεμιου του προφητου, λαλουντος εκ στοματος του Κυριου.
13 Contra regem quoque Nabuchodonosor rebellavit, qui adiuraverat eum per Deum, et induravit cervicem suam et cor, ut non reverteretur ad Dominum, Deum Israel.13 Και ετι απεστατησεν εναντιον του βασιλεως Ναβουχοδονοσορ, οστις ωρκισεν αυτον εις τον Θεον? και εσκληρυνε τον τραχηλον αυτου και επεισματωσε την καρδιαν αυτου, ωστε να μη επιστρεψη εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ.
14 Sed et universi principes sacerdotum et populus multiplicaverunt praevaricationes suas iuxta universas abominationes gentium et polluerunt domum Domini, quam sanctificaverat in Ierusalem.
14 Παντες προσετι οι πρωτοι των ιερεων και ο λαος ηθετησαν καθ' υπερβολην κατα παντα τα βδελυγματα των εθνων και εμιαναν τον οικον του Κυριου, τον οποιον ηγιασεν εν Ιερουσαλημ.
15 Mittebat autem Dominus, Deus patrum suorum, ad illos per manum nuntiorum suorum de nocte consurgens et cotidie commonens, eo quod parceret populo et habitaculo suo.15 Και παρηγγειλεν εις αυτους Κυριος ο Θεος των πατερων αυτων δια χειρος των απεσταλμενων αυτου, εγειρομενος πρωι και εξαποστελλων? διοτι εφειδετο του λαου αυτου και του κατοικητηριου αυτου.
16 At illi subsannabant nuntios Dei et parvipendebant sermones eius illudebantque prophetis, donec ascenderet furor Domini in populum eius, et esset nulla curatio.
16 Αλλ' αυτοι εχλευαζον τους απεσταλμενους του Θεου και κατεφρονουν τους λογους αυτου και εσκωπτον τους προφητας αυτου, εωσου η οργη του Κυριου ανεβη κατα του λαου αυτου, ωστε δεν ητο θεραπεια?
17 Adduxit enim super eos regem Chaldaeorum et interfecit iuvenes eorum gladio in domo sanctuarii sui; non est misertus adulescentis et virginis et senis nec decrepiti quidem, sed omnes tradidit in manibus eius.17 δια τουτο εφερεν επ' αυτους τον βασιλεα των Χαλδαιων, και εθανατωσε τους νεανισκους αυτων εν μαχαιρα εντος του οικου του αγιαστηριου αυτων, και δεν εφεισθη νεου η παρθενου, γεροντος η κεκυφοτος? παντας παρεδωκεν εις την χειρα αυτου.
18 Universaque vasa domus Dei tam maiora quam minora et thesauros templi et regis et principum transtulit in Babylonem.18 Και παντα τα σκευη του οικου του Θεου, μεγαλα και μικρα, και τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του βασιλεως και των αρχοντων αυτου, τα παντα εφερεν εις Βαβυλωνα.
19 Incenderunt hostes domum Dei destruxeruntque murum Ierusalem, universa palatia combusserunt et, quidquid pretiosum fuerat, demoliti sunt.19 Και κατεκαυσαν τον οικον του Θεου και κατεσκαψαν το τειχος της Ιερουσαλημ, και παντα τα παλατια αυτης κατεκαυσαν εν πυρι, και παντα τα πολυτιμα σκευη αυτης ηφανισαν?
20 Si quis evaserat gladium, ductus in Babylonem servivit regi et filiis eius, donec imperaret rex Persarum,20 Και τους εκφυγοντας την μαχαιραν μετωκισεν εις Βαβυλωνα, οπου ησαν δουλοι εις αυτον και εις τους υιους αυτου, μεχρι του καιρου της βασιλειας των Περσων?
21 ut compleretur sermo Domini ex ore Ieremiae: donec terra acciperet sabbata sua, cunctis diebus devastationis egit sabbatum, usque dum complerentur septuaginta anni.
21 δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου ο δια στοματος Ιερεμιου, εωσου η γη χαρη τα σαββατα αυτης? διοτι παντα τον καιρον της ερημωσεως αυτης εφυλαττε σαββατον, εωσου συμπληρωθωσιν εβδομηκοντα ετη.
22 Anno autem primo Cyri regis Persarum ad explendum sermonem Domini, quem locutus fuerat per os Ieremiae, suscitavit Dominus spiritum Cyri regis Persarum, qui iussit praedicari in universo regno suo etiam per scripturam dicens:22 Εν δε τω πρωτω ετει Κυρου του βασιλεως της Περσιας, δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου ο δια στοματος Ιερεμιου, διηγειρεν ο Κυριος το πνευμα του Κυρου βασιλεως της Περσιας, και διεκηρυξε δια παντος του βασιλειου αυτου, και μαλιστα εγγραφως, λεγων,
23 “ Haec dicit Cyrus rex Persarum: Omnia regna terrae dedit mihi Dominus, Deus caeli, et ipse praecepit mihi, ut aedificarem ei domum in Ierusalem, quae est in Iudaea. Quis ex vobis est de omni populo eius? Sit Dominus Deus suus cum eo, et ascendat ”.
23 Ουτω λεγει Κυρος ο βασιλευς της Περσιας? παντα τα βασιλεια της γης εδωκεν εις εμε Κυριος ο Θεος του ουρανου? και αυτος προσεταξεν εις εμε να οικοδομησω εις αυτον οικον εν Ιερουσαλημ, ητις ειναι εν τη Ιουδαια? τις εξ υμων ειναι εκ παντος του λαου αυτου; Κυριος ο Θεος αυτου εστω μετ' αυτου, και ας αναβη.