Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 9


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Salito su una barca, Gesù passò all'altra riva e giunse nella sua città.1 Και εμβας εις το πλοιον, διεπερασε και ηλθεν εις την εαυτου πολιν.
2 Ed ecco, gli portarono un paralitico steso su un letto. Gesù, vista la loro fede, disse al paralitico: "Coraggio, figliolo, ti sono rimessi i tuoi peccati".2 Και ιδου, εφερον προς αυτον παραλυτικον κειμενον επι κλινης? και ιδων ο Ιησους την πιστιν αυτων, ειπε προς τον παραλυτικον? Θαρρει, τεκνον? συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου.
3 Allora alcuni scribi cominciarono a pensare: "Costui bestemmia".3 Και ιδου, τινες εκ των γραμματεων ειπον καθ' εαυτους? Ουτος βλασφημει.
4 Ma Gesù, conoscendo i loro pensieri, disse: "Perché mai pensate cose malvagie nel vostro cuore?4 Και ιδων ο Ιησους τους διαλογισμους αυτων, ειπε? Δια τι σεις διαλογιζεσθε πονηρα εν ταις καρδιαις σας;
5 Che cosa dunque è più facile, dire: Ti sono rimessi i peccati, o dire: Alzati e cammina?5 Διοτι τι ειναι ευκολωτερον, να ειπω, Συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι σου, η να ειπω, Εγερθητι και περιπατει;
6 Ora, perché sappiate che il Figlio dell'uomo ha il potere in terra di rimettere i peccati: alzati, disse allora il paralitico, prendi il tuo letto e va' a casa tua".6 Αλλα δια να γνωρισητε οτι εξουσιαν εχει ο Υιος του ανθρωπου επι της γης να συγχωρη αμαρτιας, τοτε λεγει προς τον παραλυτικον? Εγερθεις σηκωσον την κλινην σου και υπαγε εις τον οικον σου.
7 Ed egli si alzò e andò a casa sua.7 Και εγερθεις ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου.
8 A quella vista, la folla fu presa da timore e rese gloria a Dio che aveva dato un tale potere agli uomini.

8 Ιδοντες δε οι οχλοι, εθαυμασαν και εδοξασαν τον Θεον, οστις εδωκε τοιαυτην εξουσιαν εις τους ανθρωπους.
9 Andando via di là, Gesù vide un uomo, seduto al banco delle imposte, chiamato Matteo, e gli disse: "Seguimi". Ed egli si alzò e lo seguì.

9 Και διαβαινων ο Ιησους εκειθεν ειδεν ανθρωπον καθημενον εις το τελωνιον, Ματθαιον λεγομενον, και λεγει προς αυτον? Ακολουθει μοι. Και σηκωθεις ηκολουθησεν αυτον.
10 Mentre Gesù sedeva a mensa in casa, sopraggiunsero molti pubblicani e peccatori e si misero a tavola con lui e con i discepoli.10 Και ενω εκαθητο εις την τραπεζαν εν τη οικια, ιδου, πολλοι τελωναι και αμαρτωλοι ελθοντες συνεκαθηντο μετα του Ιησου και των μαθητων αυτου.
11 Vedendo ciò, i farisei dicevano ai suoi discepoli: "Perché il vostro maestro mangia insieme ai pubblicani e ai peccatori?".11 Και ιδοντες οι Φαρισαιοι ειπον προς τους μαθητας αυτου? Δια τι ο Διδασκαλος σας τρωγει μετα των τελωνων και αμαρτωλων;
12 Gesù li udì e disse: "Non sono i sani che hanno bisogno del medico, ma i malati.12 Ο δε Ιησους ακουσας ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν ιατρου οι υγιαινοντες, αλλ' οι πασχοντες.
13 Andate dunque e imparate che cosa significhi: 'Misericordia io voglio e non sacrificio'. Infatti non sono venuto a chiamare i giusti, ma i peccatori".

13 Υπαγετε δε και μαθετε τι ειναι, Ελεον θελω και ουχι θυσιαν. Διοτι δεν ηλθον δια να καλεσω δικαιους αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν.
14 Allora gli si accostarono i discepoli di Giovanni e gli dissero: "Perché, mentre noi e i farisei digiuniamo, i tuoi discepoli non digiunano?".14 Τοτε ερχονται προς αυτον οι μαθηται του Ιωαννου, λεγοντες? Δια τι ημεις και οι Φαρισαιοι νηστευομεν πολλα, οι δε μαθηται σου δεν νηστευουσι;
15 E Gesù disse loro: "Possono forse gli invitati a nozze essere in lutto mentre lo sposo è con loro? Verranno però i giorni quando lo sposo sarà loro tolto e allora digiuneranno.
15 Και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Μηπως δυνανται οι υιοι του νυμφωνος να πενθωσιν, ενοσω ειναι μετ' αυτων ο νυμφιος; θελουσιν ομως ελθει ημεραι, οταν αφαιρεθη απ' αυτων ο νυμφιος, και τοτε θελουσι νηστευσει.
16 Nessuno mette un pezzo di stoffa grezza su un vestito vecchio, perché il rattoppo squarcia il vestito e si fa uno strappo peggiore.16 Και ουδεις βαλλει επιρραμμα αγναφου πανιου επι ιματιον παλαιον? διοτι αφαιρει το αναπληρωμα αυτου απο του ιματιου, και γινεται σχισμα χειροτερον.
17 né si mette vino nuovo in otri vecchi, altrimenti si rompono gli otri e il vino si versa e gli otri van perduti. Ma si versa vino nuovo in otri nuovi, e così l'uno e gli altri si conservano".

17 Ουδε βαλλουσιν οινον νεον εις ασκους παλαιους? ει δε μη, σχιζονται οι ασκοι, και ο οινος εκχεεται και οι ασκοι φθειρονται? αλλα βαλλουσιν οινον νεον εις ασκους νεους, και αμφοτερα διατηρουνται.
18 Mentre diceva loro queste cose, giunse uno dei capi che gli si prostrò innanzi e gli disse: "Mia figlia è morta proprio ora; ma vieni, imponi la tua mano sopra di lei ed essa vivrà".18 Ενω αυτος ελαλει ταυτα προς αυτους, ιδου, αρχων τις ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων οτι η θυγατηρ μου ετελευτησε προ ολιγου? αλλα ελθε και βαλε την χειρα σου επ' αυτην και θελει ζησει.
19 Alzatosi, Gesù lo seguiva con i suoi discepoli.
19 Και σηκωθεις ο Ιησους ηκολουθησεν αυτον και οι μαθηται αυτου.
20 Ed ecco una donna, che soffriva d'emorragia da dodici anni, gli si accostò alle spalle e toccò il lembo del suo mantello.20 Και ιδου, γυνη αιμορροουσα δωδεκα ετη, πλησιασασα οπισθεν ηγγισε το ακρον του ιματιου αυτου?
21 Pensava infatti: "Se riuscirò anche solo a toccare il suo mantello, sarò guarita".21 διοτι ελεγε καθ' εαυτην, Εαν μονον εγγισω το ιματιον αυτου, θελω σωθη.
22 Gesù, voltatosi, la vide e disse: "Coraggio, figliola, la tua fede ti ha guarita". E in quell'istante la donna guarì.
22 Ο δε Ιησους επιστραφεις και ιδων αυτην ειπε? Θαρρει, θυγατερ? η πιστις σου σε εσωσε. Και εσωθη η γυνη απο της ωρας εκεινης.
23 Arrivato poi Gesù nella casa del capo e veduti i flautisti e la gente in agitazione, disse:23 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του αρχοντος και ιδων τους αυλητας και τον οχλον θορυβουμενον,
24 "Ritiratevi, perché la fanciulla non è morta, ma dorme". Quelli si misero a deriderlo.24 λεγει προς αυτους? Αναχωρειτε? διοτι δεν απεθανε το κορασιον, αλλα κοιμαται. Και κατεγελων αυτον.
25 Ma dopo che fu cacciata via la gente egli entrò, le prese la mano e la fanciulla si alzò.25 Οτε δε εξεβληθη ο οχλος, εισελθων επιασε την χειρα αυτης, και εσηκωθη το κορασιον.
26 E se ne sparse la fama in tutta quella regione.

26 Και διεδοθη η φημη αυτη εις ολην την γην εκεινην.
27 Mentre Gesù si allontanava di là, due ciechi lo seguivano urlando: "Figlio di Davide, abbi pietà di noi".27 Και ενω ανεχωρει εκειθεν ο Ιησους, ηκολουθησαν αυτον δυο τυφλοι, κραζοντες και λεγοντες? Ελεησον ημας, υιε του Δαβιδ.
28 Entrato in casa, i ciechi gli si accostarono, e Gesù disse loro: "Credete voi che io possa fare questo?". Gli risposero: "Sì, o Signore!".28 Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, επλησιασαν εις αυτον οι τυφλοι, και λεγει προς αυτους ο Ιησους? Πιστευετε οτι δυναμαι να καμω τουτο; Λεγουσι προς αυτον? Ναι, Κυριε.
29 Allora toccò loro gli occhi e disse: "Sia fatto a voi secondo la vostra fede".29 Τοτε ηγγισε τους οφθαλμους αυτων, λεγων? Κατα την πιστιν σας ας γεινη εις εσας.
30 E si aprirono loro gli occhi. Quindi Gesù li ammonì dicendo: "Badate che nessuno lo sappia!".30 Και ηνοιχθησαν αυτων οι οφθαλμοι? προσεταξε δε αυτους εντονως ο Ιησους, λεγων? Προσεχετε, ας μη εξευρη τουτο μηδεις.
31 Ma essi, appena usciti, ne sparsero la fama in tutta quella regione.

31 Αλλ' εκεινοι εξελθοντες διεφημισαν αυτον εν ολη τη γη εκεινη.
32 Usciti costoro, gli presentarono un muto indemoniato.32 Ενω δε αυτοι εξηρχοντο, ιδου, εφεραν προς αυτον ανθρωπον κωφον δαιμονιζομενον?
33 Scacciato il demonio, quel muto cominciò a parlare e la folla presa da stupore diceva: "Non si è mai vista una cosa simile in Israele!".33 και αφου εξεβληθη το δαιμονιον, ελαλησεν ο κωφος, και εθαυμασαν οι οχλοι, λεγοντες οτι ποτε δεν εφανη τοιουτον εν τω Ισραηλ.
34 Ma i farisei dicevano: "Egli scaccia i demòni per opera del principe dei demòni".

34 Οι δε Φαρισαιοι ελεγον? Δια του αρχοντος των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια.
35 Gesù andava attorno per tutte le città e i villaggi, insegnando nelle loro sinagoghe, predicando il vangelo del regno e curando ogni malattia e infermità.35 Και περιηρχετο ο Ιησους τας πολεις πασας και τας κωμας, διδασκων εν ταις συναγωγαις αυτων και κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας και θεραπευων πασαν νοσον και πασαν ασθενειαν εν τω λαω.
36 Vedendo le folle ne sentì compassione, perché erano stanche e sfinite, come pecore senza pastore.36 Ιδων δε τους οχλους, εσπλαγχνισθη δι' αυτους, διοτι ησαν εκλελυμενοι και εσκορπισμενοι ως προβατα μη εχοντα ποιμενα.
37 Allora disse ai suoi discepoli: "La messe è molta, ma gli operai sono pochi!37 Τοτε λεγει προς τους μαθητας αυτου? Ο μεν θερισμος πολυς, οι δε εργαται ολιγοι?
38 Pregate dunque il padrone della messe che mandi operai nella sua messe!".38 παρακαλεσατε λοιπον τον κυριον του θερισμου, δια να αποστειλη εργατας εις τον θερισμον αυτου.