Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Livre de Job 3


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Enfin Job ouvrit la bouche et maudit le jour de sa naissance.1 Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.
2 Il prit la parole et dit:2 Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν?
3 Périsse le jour qui me vit naître et la nuit qui annonça: "Un garçon vient d'être conçu."3 Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.
4 Ce jour-là, qu'il soit ténèbres, que Dieu, de là-haut, ne le réclame pas, que la lumière ne brille pas surlui!4 Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος? ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.
5 Que le revendiquent ténèbre et ombre épaisse, qu'une nuée s'installe sur lui, qu'une éclipse en fasse saproie!5 Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην? γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.
6 Oui, que l'obscurité le possède, qu'il ne s'ajoute pas aux jours de l'année, n'entre point dans le comptedes mois!6 Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος? να μη συναφθη με τας ημερας του ετους? να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.
7 Cette nuit-là, qu'elle soit stérile, qu'elle ignore les cris de joie!7 Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη? φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.
8 Que la maudissent ceux qui maudissent les jours et sont prêts à réveiller Léviathan!8 Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.
9 Que se voilent les étoiles de son aube, qu'elle attende en vain la lumière et ne voie point s'ouvrir lespaupières de l'aurore!9 Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης? να προσμενη το φως, και να μη ερχηται? και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης?
10 Car elle n'a pas fermé sur moi la porte du ventre, pour cacher à mes yeux la souffrance.10 διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.
11 Pourquoi ne suis-je pas mort au sortir du sein, n'ai-je péri aussitôt enfanté?11 Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;
12 Pourquoi s'est-il trouvé deux genoux pour m'accueillir, deux mamelles pour m'allaiter?12 Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;
13 Maintenant je serais couché en paix, je dormirais d'un sommeil reposant,13 Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει? ηθελον υπνωττει? τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,
14 avec les rois et les grands ministres de la terre, qui ont bâti leurs demeures dans des lieux désolés,14 μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις?
15 ou avec les princes qui ont de l'or en abondance et de l'argent plein leurs tombes.15 η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου?
16 Ou bien, tel l'avorton caché, je n'aurais pas existé, comme les petits qui ne voient pas le jour.16 η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.
17 Là prend fin l'agitation des méchants, là se reposent les épuisés.17 Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι?
18 Les captifs de même sont laissés tranquilles et n'entendent plus les cris du surveillant.18 εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι? δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου?
19 Là petits et grands se confondent et l'esclave recouvre sa liberté.19 εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας? και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.
20 Pourquoi donner à un malheureux la lumière, la vie à ceux qui ont l'amertume au coeur,20 Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,
21 qui aspirent après la mort sans qu'elle vienne, fouillent à sa recherche plus que pour un trésor?21 οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,
22 Ils se réjouiraient en face du tertre funèbre, exulteraient s'ils atteignaient la tombe.22 οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;
23 Pourquoi ce don à l'homme qui ne voit plus sa route et que Dieu enclôt sur lui-même?23 Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;
24 Pour nourriture, j'ai mes soupirs, comme l'eau s'épanchent mes rugissements.24 Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.
25 Toutes mes craintes se réalisent et ce que je redoute m'arrive.25 Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.
26 Ni tranquillité ni paix pour moi, et mes tourments chassent le repos.26 Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν? οργη επηλθεν επ' εμε.