Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Matthew 20


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 'Now the kingdom of Heaven is like a landowner going out at daybreak to hire workers for his vineyard.1 Διοτι η βασιλεια των ουρανων ειναι ομοια με ανθρωπον οικοδεσποτην, οστις εξηλθεν αμα τω πρωι δια να μισθωση εργατας δια τον αμπελωνα αυτου.
2 He made an agreement with the workers for one denarius a day and sent them to his vineyard.2 Αφου δε συνεφωνησε μετα των εργατων προς εν δηναριον την ημεραν, απεστειλεν αυτους εις τον αμπελωνα αυτου.
3 Going out at about the third hour he saw others standing idle in the market place3 Και εξελθων περι την τριτην ωραν, ειδεν αλλους ισταμενους εν τη αγορα αργους,
4 and said to them, "You go to my vineyard too and I wil give you a fair wage."4 και προς εκεινους ειπεν? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελω σας δωσει. Και εκεινοι υπηγον.
5 So they went. At about the sixth hour and again at about the ninth hour, he went out and did the same.5 Παλιν εξελθων περι την εκτην και ενατην ωραν, εκαμεν ωσαυτως.
6 Then at about the eleventh hour he went out and found more men standing around, and he said tothem, "Why have you been standing here idle all day?"6 Περι δε την ενδεκατην ωραν εξελθων ευρεν αλλους ισταμενους αργους, και λεγει προς αυτους? Δια τι ιστασθε εδω ολην την ημεραν αργοι;
7 "Because no one has hired us," they answered. He said to them, "You go into my vineyard too."7 Λεγουσι προς αυτον? Διοτι ουδεις εμισθωσεν ημας. Λεγει προς αυτους? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελετε λαβει.
8 In the evening, the owner of the vineyard said to his bailiff, "Call the workers and pay them theirwages, starting with the last arrivals and ending with the first."8 Αφου δε εγεινεν εσπερα, λεγει ο κυριος του αμπελωνος προς τον επιτροπον αυτου? Καλεσον τους εργατας και αποδος εις αυτους τον μισθον, αρχισας απο των εσχατων εως των πρωτων.
9 So those who were hired at about the eleventh hour came forward and received one denarius each.9 Και ελθοντες οι περι την ενδεκατην ωραν μισθωθεντες, ελαβον ανα εν δηναριον.
10 When the first came, they expected to get more, but they too received one denarius each.10 Ελθοντες δε οι πρωτοι, ενομισαν οτι θελουσι λαβει πλειοτερα, ελαβον ομως και αυτοι ανα εν δηναριον.
11 They took it, but grumbled at the landowner saying,11 Και λαβοντες εγογγυζον κατα του οικοδεσποτου,
12 "The men who came last have done only one hour, and you have treated them the same as us,though we have done a heavy day's work in al the heat."12 λεγοντες οτι, Ουτοι οι εσχατοι μιαν ωραν εκαμον, και εκαμες αυτους ισους με ημας, οιτινες εβαστασαμεν το βαρος της ημερας και τον καυσωνα.
13 He answered one of them and said, "My friend, I am not being unjust to you; did we not agree on onedenarius?13 Ο δε αποκριθεις ειπε προς ενα εξ αυτων? Φιλε, δεν σε αδικω? δεν συνεφωνησας εν δηναριον μετ' εμου;
14 Take your earnings and go. I choose to pay the lastcomer as much as I pay you.14 λαβε το σον και υπαγε? θελω δε να δωσω εις τουτον τον εσχατον ως και εις σε.
15 Have I no right to do what I like with my own? Why should you be envious because I am generous?"15 Η δεν εχω την εξουσιαν να καμω ο, τι θελω εις τα εμα; η ο οφθαλμος σου ειναι πονηρος διοτι εγω ειμαι αγαθος;
16 Thus the last wil be first, and the first, last.'16 Ουτω θελουσιν εισθαι οι εσχατοι πρωτοι και οι πρωτοι εσχατοι? διοτι πολλοι ειναι οι κεκλημενοι, ολιγοι δε οι εκλεκτοι.
17 Jesus was going up to Jerusalem, and on the road he took the Twelve aside by themselves and saidto them,17 Και αναβαινων ο Ιησους εις Ιεροσολυμα, παρελαβε τους δωδεκα μαθητας κατ' ιδιαν εν τη οδω και ειπε προς αυτους.
18 'Look, we are going up to Jerusalem, and the Son of man is about to be handed over to the chiefpriests and scribes. They wil condemn him to death18 Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και γραμματεις και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον,
19 and will hand him over to the gentiles to be mocked and scourged and crucified; and on the third dayhe wil be raised up again.'19 και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη δια να εμπαιξωσι και μαστιγωσωσι και σταυρωσωσι, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
20 Then the mother of Zebedee's sons came with her sons to make a request of him, and bowed low;20 Τοτε προσηλθε προς αυτον η μητηρ των υιων του Ζεβεδαιου μετα των υιων αυτης, προσκυνουσα και ζητουσα τι παρ' αυτου.
21 and he said to her, 'What is it you want?' She said to him, 'Promise that these two sons of mine maysit one at your right hand and the other at your left in your kingdom.'21 Ο δε ειπε προς αυτην? Τι θελεις; Λεγει προς αυτον? Ειπε να καθησωσιν ουτοι οι δυο υιοι μου εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων εν τη βασιλεια σου.
22 Jesus answered, 'You do not know what you are asking. Can you drink the cup that I am going todrink?' They replied, 'We can.'22 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε? Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω μελλω να πιω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι; Λεγουσι προς αυτον? Δυναμεθα.
23 He said to them, 'Very wel ; you shal drink my cup, but as for seats at my right hand and my left,these are not mine to grant; they belong to those to whom they have been al otted by my Father.'23 Και λεγει προς αυτους? το μεν ποτηριον μου θελετε πιει; και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι θελετε βαπτισθη? το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, ειμη εις οσους ειναι ητοιμασμενον υπο του Πατρος μου.
24 When the other ten heard this they were indignant with the two brothers.24 Και ακουσαντες οι δεκα ηγανακτησαν περι των δυο αδελφων.
25 But Jesus cal ed them to him and said, 'You know that among the gentiles the rulers lord it over them,and great men make their authority felt.25 Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, ειπεν? Εξευρετε οτι οι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι κατεξουσιαζουσιν αυτα.
26 Among you this is not to happen. No; anyone who wants to become great among you must be yourservant,26 Ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, ας ηναι υπηρετης υμων,
27 and anyone who wants to be first among you must be your slave,27 και οστις θελη να ηναι πρωτος εν υμιν, ας ηναι δουλος υμων?
28 just as the Son of man came not to be served but to serve, and to give his life as a ransom for many.'28 καθως ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.
29 As they left Jericho a large crowd fol owed him.29 Και ενω εξηρχοντο απο της Ιεριχω, ηκολουθησεν αυτον οχλος πολυς.
30 And now there were two blind men sitting at the side of the road. When they heard that it was Jesuswho was passing by, they shouted, 'Lord! Have pity on us, son of David.'30 Και ιδου, δυο τυφλοι καθημενοι παρα την οδον, ακουσαντες οτι ο Ιησους διαβαινει, εκραξαν λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.
31 And the crowd scolded them and told them to keep quiet, but they only shouted the louder, 'Lord!Have pity on us, son of David.'31 Ο δε οχλος επεπληξεν αυτους δια να σιωπησωσιν? αλλ' εκεινοι εκραζον δυνατωτερα, λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.
32 Jesus stopped, cal ed them over and said, 'What do you want me to do for you?'32 Και σταθεις ο Ιησους, εκραξεν αυτους και ειπε? Τι θελετε να σας καμω;
33 They said to him, 'Lord, let us have our sight back.'33 Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, να ανοιχθωσιν οι οφθαλμοι ημων.
34 Jesus felt pity for them and touched their eyes, and at once their sight returned and they fol owedhim.34 Και ο Ιησους σπλαγχνισθεις ηγγισε τους οφθαλμους αυτων? και ευθυς ανεβλεψαν αυτων οι οφθαλμοι, και ηκολουθησαν αυτον.