1 5:3 J’ai vu l’insensé bien enraciné, et tout d’un coup sa demeure s’est écroulée. | 1 Καλεσον τωρα, εαν τις σοι αποκριθη; και προς τινα των αγιων θελεις αποβλεψει; |
2 5:4 Ses enfants ne trouvaient plus qui les aide, qui les défende en haut lieu face aux attaques. | 2 Διοτι η οργη φονευει τον αφρονα, και η αγανακτησις θανατονει τον μωρον. |
3 5:5 Des affamés pillaient leur récolte et l’emportaient dans leurs cachettes; d’autres avaient soif de leurs biens. | 3 Εγω ειδον τον αφρονα ριζουμενον? αλλ' ευθυς προειπα κατηραμενην την κατοικιαν αυτου. |
4 5:6 Non, le désordre ne sort pas de la terre, le malheur ne germe pas du sol. | 4 Οι υιοι αυτου ειναι μακραν απο της σωτηριας, και καταπιεζονται εμπροσθεν της πυλης, και ουδεις ο ελευθερων? |
5 5:7 Mais si l’homme est né pour mal faire, c’est alors que les flammes s’élèvent. | 5 των οποιων τον θερισμον κατατρωγει ο πεινων, και αρπαζει αυτον εκ των ακανθων και την περιουσιαν αυτων καταπινει ο διψων. |
6 5:2 L’insensé est victime de ses délires, c’est leur propre violence qui tue les têtes folles. | 6 Διοτι εκ του χωματος δεν εξερχεται η θλιψις, ουδε η λυπη βλαστανει εκ της γης? |
7 5:1 Tu voudrais appeler? Mais qui te répondra? Vers lequel des Saints te tourneras-tu? | 7 αλλ' ο ανθρωπος γενναται δια την λυπην, και οι νεοσσοι των αετων δια να πετωσιν υψηλα. |
8 À ta place, j’irais droit à Dieu: c’est à lui que j’exposerais ma cause, | 8 Αλλ' εγω τον Θεον θελω επικαλεσθη, και εν τω Θεω θελω εναποθεσει την υποθεσιν μου? |
9 car ses œuvres dépassent ce qu’on peut comprendre, il fait des miracles sans nombre. | 9 οστις καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα, θαυμασια αναριθμητα? |
10 Il déverse la pluie sur la terre pour irriguer la surface des champs. | 10 οστις διδει βροχην επι το προσωπον της γης, και πεμπει υδατα επι το προσωπον των αγρων? |
11 Il élève ceux qui étaient bas, et rend la joie aux affligés. | 11 οστις υψονει τους ταπεινους, και ανεγειρει εις σωτηριαν τους τεθλιμμενους? |
12 Il déjoue les manœuvres des astucieux, et quoi qu’ils fassent, ils ne peuvent s’en remettre. | 12 οστις διασκεδαζει τας βουλας των πανουργων, και δεν δυνανται αι χειρες αυτων να εκτελεσωσι την επιχειρησιν αυτων? |
13 Il prend au piège les sages dans leur astuce, et réduit à rien les projets des intrigants. | 13 οστις συλλαμβανει τους σοφους εν τη πανουργια αυτων? και η βουλη των δολιων ανατρεπεται? |
14 En plein jour les ténèbres les assaillent, ils tâtonnent à midi comme dans la nuit. | 14 την ημεραν απαντωσι σκοτος, και εν μεσημβρια ψηλαφωσι καθως εν νυκτι. |
15 Mais Dieu sauve de leur gueule les opprimés, il arrache le faible à la main du violent. | 15 Τον πτωχον ομως λυτρονει εκ της ρομφαιας, εκ του στοματος αυτων και εκ της χειρος του ισχυρου. |
16 Le pauvre alors reprend espoir: l’injustice? On lui a fermé la bouche. | 16 Και ο πτωχος εχει ελπιδα, της δε ανομιας το στομα εμφραττεται. |
17 Heureux l’homme que Dieu corrige! ne méprise pas la leçon du Tout-Puissant. | 17 Ιδου, μακαριος ο ανθρωπος, τον οποιον ελεγχει ο Θεος? δια τουτο μη καταφρονει την παιδειαν του Παντοδυναμου? |
18 Après avoir blessé il soigne la plaie, après avoir meurtri, ses mains guérissent. | 18 διοτι αυτος πληγονει και επιδενει? κτυπα, και αι χειρες αυτου ιατρευουσιν. |
19 Par six fois il te sauve de la détresse, une septième encore? le mal ne t’atteint pas. | 19 Εν εξ θλιψεσι θελει σε ελευθερωσει? και εν τη εβδομη δεν θελει σε εγγισει κακον. |
20 Que vienne la famine, il t’arrache à la mort; au combat, il te préservera de l’épée. | 20 Εν τη πεινη θελει σε λυτρωσει εκ θανατου? και εν πολεμω εκ χειρος ρομφαιας. |
21 Tu échapperas aux coups de la langue, tu n’auras pas à craindre l’assaut du pillard. | 21 Απο μαστιγος γλωσσης θελεις εισθαι πεφυλαγμενος? και δεν θελεις φοβηθη απο του επερχομενου ολεθρου. |
22 Les agressions, la pénurie, tu en riras, les bêtes féroces, tu n’en auras pas peur. | 22 Τον ολεθρον και την πειναν θελεις καταγελα? και δεν θελεις φοβηθη απο των θηριων της γης. |
23 Plus de pierres dans tes champs: la terre te servira, les bêtes nuisibles feront la paix avec toi. | 23 Διοτι θελεις εχει συμμαχιαν μετα των λιθων της πεδιαδος? και τα θηρια του αγρου θελουσιν ειρηνευει μετα σου. |
24 Tu sauras que tout prospère en ta tente, visitant tes terres, tu n’y verras nul dommage. | 24 Και θελεις γνωρισει οτι ειρηνη ειναι εν τη σκηνη σου, και θελεις επισκεφθη την κατοικιαν σου, και δεν θελει σοι λειπει ουδεν. |
25 Sous tes yeux ta race se multipliera, tes rejetons pousseront comme l’herbe des champs. | 25 Και θελεις γνωρισει οτι ειναι πολυ το σπερμα σου, και οι εκγονοι σου ως η βοτανη της γης. |
26 Tu iras à la tombe quand tu seras mûr, comme une gerbe qu’on ramasse en son temps. | 26 Θελεις ελθει εις τον ταφον εν βαθει γηρατι, καθως συσσωρευεται η θημωνια του σιτου εν τω καιρω αυτης. |
27 Tout cela, nous l’avons observé: c’est vrai! nous en sommes témoins, sache-le toi aussi. | 27 Ιδου, τουτο εξιχνιασαμεν, ουτως εχει? ακουσον αυτο και γνωρισον εν σεαυτω. |