Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre de Job 29


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Alors Job reprit son discours de sagesse:1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν?
2 Que ne puis-je revenir aux lunes d’autrefois, aux jours où Dieu veillait sur moi,2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν?
3 quand brillait sa lampe au dessus de ma tête et qu’à sa lumière je traversais les ténèbres!3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει?
4 Comme je voudrais retrouver mon âge mûr, lorsque Dieu protégeait ma tente,4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου?
5 lorsque le Puissant était encore avec moi, et que mes garçons se tenaient autour de moi,5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου?
6 lorsque mes pieds baignaient dans la crème et que l’huile pour moi ruisselait de la roche!6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου?
7 Quand j’allais à la Porte, au haut de la cité, j’installais mon siège sur la place.7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια
8 À ma vue les jeunes s’écartaient, les personnes d’âge se mettaient debout,8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.
9 les chefs interrompaient leurs discours et tenaient la main sur leur bouche;9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.
10 les princes baissaient la voix et devenaient comme muets.10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.
11 29:21Ils m’écoutaient et ne bronchaient pas, ils se taisaient attendant mon avis.11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου?
12 29:22 Quand j’avais parlé, nul ne répliquait; mon discours tombait sur eux goutte à goutte:12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.
13 29:23 c’était la pluie qu’ils attendaient, l’averse de printemps qui calmait leur soif.13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.
14 29:24 Si je leur souriais, ils n’osaient y croire, ils ne perdaient rien de mes signes de bonne humeur.14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.
15 29:25 Je prenais la tête et leur montrais un chemin; j’étais comme le roi au milieu de ses troupes, je les menais à mon gré.15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.
16 29:11 Celui qui m’écoutait me félicitait, celui qui me voyait m’approuvait.16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.
17 29:12 Car je délivrais le pauvre qui appelle, l’orphelin et celui qui n’a pas d’appui.17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.
18 29:13 À moi la bénédiction du désespéré! je rendais la joie au cœur de la veuve.18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.
19 29:14 Je faisais de la justice mon vêtement, la droiture était mon manteau, mon turban.19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.
20 29:15 J’étais les yeux de l’aveugle, et le pied du boiteux c’était encore moi.20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.
21 29:16 J’étais un père pour les pauvres, je défendais la cause de l’étranger.21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.
22 29:17 Je brisais les crocs du criminel, et d’entre ses dents je faisais tomber sa proie.22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.
23 29:18 Aussi je pensais: “Je mourrai déjà vieux, mes jours seront nombreux comme les grains de sable.23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.
24 29:19 Mes racines s’allongent vers les eaux, et sur mon feuillage la rosée se dépose.24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.
25 29:20 Ma gloire, tout comme moi se garde neuve mon arc dans ma main reste vert.”25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.