Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Evangélium Lukács szerint 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 A hét első napján kora hajnalban a sírhoz mentek, magukkal vitték az illatszereket, amelyeket készítettek.1 Την δε πρωτην ημεραν της εβδομαδος, ενω ητο ορθρος βαθυς, ηλθον εις το μνημα φερουσαι τα οποια ητοιμασαν αρωματα, και αλλαι τινες μετ' αυτων.
2 A követ a sírtól elhengerítve találták.2 Ευρον δε τον λιθον αποκεκυλισμενον απο του μνημειου,
3 Amikor beléptek, nem találták az Úr Jézus testét.3 και εισελθουσαι δεν ευρον το σωμα του Κυριου Ιησου.
4 Történt pedig, hogy amíg ezen tanakodtak, egyszerre két férfi állt ott mellettük, ragyogó ruhában.4 Και ενω ησαν εν απορια περι τουτου, ιδου, δυο ανδρες εσταθησαν εμπροσθεν αυτων με ιματια αστραπτοντα.
5 Az asszonyok megijedtek, és a földre szegezték tekintetüket. Azok pedig így szóltak hozzájuk: »Miért keresitek az élőt a holtak között?5 Καθως δε αυται εφοβηθησαν και εκλινον το προσωπον εις την γην, ειπον προς αυτας? Τι ζητειτε τον ζωντα μετα των νεκρων;
6 Nincs itt, hanem feltámadt. Emlékezzetek csak vissza, mit mondott nektek, mikor még Galileában volt:6 δεν ειναι εδω, αλλ' ανεστη? ενθυμηθητε πως ελαλησε προς εσας, ενω ητο ετι εν τη Γαλιλαια,
7 ‘Az Emberfiának a bűnös emberek kezébe kell kerülnie, hogy megfeszítsék, de harmadnapra föltámad.’«7 λεγων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων αμαρτωλων και να σταυρωθη και την τριτην ημεραν να αναστηθη.
8 Ekkor eszükbe jutottak ezek a szavai.8 Και ενεθυμηθησαν τους λογους αυτου.
9 Visszatértek tehát a sírtól, és elmondták mindezt a tizenegynek és a többieknek.9 Και αφου υπεστρεψαν απο του μνημειου, απηγγειλαν ταυτα παντα προς τους ενδεκα και παντας τους λοιπους.
10 Mária Magdolna, Johanna, Mária, Jakab anyja, és a velük lévő többi asszony mondta el mindezt az apostoloknak.10 Ησαν δε η Μαγδαληνη Μαρια και Ιωαννα και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και αι λοιπαι μετ' αυτων, αιτινες ελεγον ταυτα προς τους αποστολους.
11 Ők azonban képzelődésnek tartották szavaikat, és nem hittek nekik.11 Και οι λογοι αυτων εφανησαν ενωπιον αυτων ως φλυαρια, και δεν επιστευον εις αυτας.
12 Péter mégis útra kelt, és a sírhoz futott. Behajolt, de csak a lepleket látta, ezért a történteken csodálkozva hazament.12 Ο δε Πετρος σηκωθεις εδραμεν εις το μνημειον, και παρακυψας βλεπει τα σαβανα κειμενα μονα, και ανεχωρησε, θαυμαζων καθ' εαυτον το γεγονος.
13 Aznap ketten közülük egy Emmausz nevű helységbe mentek, amely Jeruzsálemtől hatvan stádium távolságra volt,13 Και ιδου, δυο εξ αυτων επορευοντο εν αυτη τη ημερα εις κωμην ονομαζομενην Εμμαους, απεχουσαν εξηκοντα σταδια απο Ιερουσαλημ.
14 s beszélgettek egymással mindarról, ami történt.14 Και αυτοι ωμιλουν προς αλληλους περι παντων των συμβεβηκοτων τουτων.
15 Miközben beszélgettek és tanakodtak, egyszer csak maga Jézus közeledett, és csatlakozott hozzájuk.15 Και ενω ωμιλουν και συνδιελεγοντο, πλησιασας και αυτος ο Ιησους επορευετο μετ' αυτων?
16 De a szemüket akadályozta valami, hogy fel ne ismerjék.16 αλλ' οι οφθαλμοι αυτων εκρατουντο δια να μη γνωρισωσιν αυτον.
17 Megszólította őket: »Miről beszélgettek egymással útközben?« Ők szomorúan megálltak.17 Ειπε δε προς αυτους? Τινες ειναι οι λογοι ουτοι, τους οποιους συνομιλειτε προς αλληλους περιπατουντες, και εισθε σκυθρωποι;
18 Az egyik, akinek Kleofás volt a neve, azt felelte: »Te vagy az egyetlen idegen Jeruzsálemben, aki nem tudod, mi történt ott ezekben a napokban?«18 Αποκριθεις δε ο εις, ονομαζομενος Κλεοπας, ειπε προς αυτον? Συ μονος παροικεις εν Ιερουσαλημ και δεν εμαθες τα γενομενα εν αυτη εν ταις ημεραις ταυταις;
19 Ő megkérdezte tőlük: »Micsoda?« Azt felelték: »A Názáreti Jézus esete, aki tettben és szóban hatalmas próféta volt Isten és az egész nép előtt.19 Και ειπε προς αυτους? Ποια; Οι δε ειπον προς αυτον? Τα περι Ιησου του Ναζωραιου, οστις εσταθη ανηρ προφητης δυνατος εν εργω και λογω ενωπιον του Θεου και παντος του λαου,
20 Hogy hogyan adták őt a főpapok és főembereink halálos ítéletre, és hogyan feszítették meg őt.20 και πως παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις και οι αρχοντες ημων εις καταδικην θανατου και εσταυρωσαν αυτον.
21 Pedig mi azt reméltük, hogy ő fogja megváltani Izraelt. Azonfelül ma már harmadik napja, hogy ezek történtek.21 ημεις δε ηλπιζομεν οτι αυτος ειναι ο μελλων να λυτρωση τον Ισραηλ? αλλα και προς τουτοις πασι τριτη ημερα ειναι σημερον αυτη, αφου εγειναν ταυτα.
22 De néhány közülünk való asszony is megzavart bennünket, akik hajnalban a sírnál voltak,22 Αλλα και γυναικες τινες εξ ημων εξεπληξαν ημας, αιτινες υπηγον την αυγην εις το μνημειον,
23 s mivel nem találták a testét, visszajöttek azzal a hírrel, hogy angyalok jelenését is látták, akik azt mondták, hogy él.23 και μη ευρουσαι το σωμα αυτου, ηλθον λεγουσαι οτι ειδον και οπτασιαν αγγελων, οιτινες λεγουσιν οτι αυτος ζη.
24 Társaink közül néhányan a sírhoz mentek, és úgy találták, ahogy az asszonyok mondták, de őt magát nem látták.«24 Και τινες των υμετερων υπηγον εις το μνημειον και ευρον ουτω, καθως και αι γυναικες ειπον, αυτον ομως δεν ειδον.
25 Erre ő azt mondta nekik: »Ó, ti oktalanok és késedelmes szívűek arra, hogy elhiggyétek mindazt, amit a próféták mondtak!25 Και αυτος ειπε προς αυτους? Ω ανοητοι και βραδεις την καρδιαν εις το να πιστευητε εις παντα οσα ελαλησαν οι προφηται?
26 Hát nem ezeket kellett elszenvednie a Krisztusnak, hogy bemehessen dicsőségébe?«26 δεν επρεπε να παθη ταυτα ο Χριστος και να εισελθη εις την δοξαν αυτου;
27 És kezdve Mózesen és valamennyi prófétán, mindent megmagyarázott nekik, ami az Írásokban róla szólt.27 Και αρχισας απο Μωυσεως και απο παντων των προφητων, διηρμηνευεν εις αυτους τα περι εαυτου γεγραμμενα εν πασαις ταις γραφαις.
28 Mikor odaértek a faluhoz, ahová mentek, úgy tett, mintha tovább akarna menni.28 Και επλησιασαν εις την κωμην οπου επορευοντο, και αυτος προσεποιειτο οτι υπαγει μακροτερα?
29 De marasztalták: »Maradj velünk, mert esteledik, és lemenőben van már a nap!« Bement hát, hogy velük maradjon.29 και παρεβιασαν αυτον, λεγοντες? Μεινον μεθ' ημων, διοτι πλησιαζει η εσπερα και εκλινεν η ημερα. Και εισηλθε δια να μεινη μετ' αυτων.
30 Amikor asztalhoz ült velük, fogta a kenyeret, áldást mondott, megtörte, és odanyújtotta nekik.30 Και αφου εκαθησε μετ' αυτων εις την τραπεζαν, λαβων τον αρτον ευλογησε και κοψας εδιδεν εις αυτους.
31 Ekkor megnyílt a szemük, és felismerték, de ő eltűnt a szemük elől.31 Αυτων δε διηνοιχθησαν οι οφθαλμοι, και εγνωρισαν αυτον. Και αυτος εγεινεν αφαντος απ' αυτων.
32 Ők pedig így szóltak egymáshoz: »Hát nem lángolt a szívünk, amikor beszélt hozzánk az úton, és feltárta előttünk az Írásokat?«32 Και ειπον προς αλληλους? Δεν εκαιετο εν υμιν η καρδια ημων, οτε ελαλει προς ημας καθ' οδον και μας εξηγει τας γραφας;
33 Még abban az órában útra keltek, és visszatértek Jeruzsálembe, ahol egybegyűlve találták a tizenegyet és a velük levőket.33 Και σηκωθεντες τη αυτη ωρα υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ, και ευρον συνηθροισμενους τους ενδεκα και τους μετ' αυτων,
34 Azok elmondták: »Valóban feltámadt az Úr, és megjelent Simonnak!«34 οιτινες ελεγον οτι οντως ανεστη ο Κυριος και εφανη εις τον Σιμωνα.
35 Erre ők is elbeszélték, ami az úton történt, és azt, hogy hogyan ismerték fel őt a kenyértöréskor.35 Και αυτοι διηγουντο τα εν τη οδω και πως εγνωρισθη εις αυτους, ενω εκοπτε τον αρτον.
36 Amíg ezekről beszéltek, egyszer csak maga Jézus állt közöttük, és azt mondta nekik: »Békesség nektek!«36 Ενω δε ελαλουν ταυτα, αυτος ο Ιησους εσταθη εν μεσω αυτων και λεγει προς αυτους? Ειρηνη υμιν.
37 Megrémültek és féltek, mert azt hitték, hogy szellemet látnak.37 Εκεινοι δε εκπλαγεντες και εμφοβοι γενομενοι ενομιζον οτι εβλεπον πνευμα.
38 De ő megkérdezte tőlük: »Miért rémültetek meg, és miért támad kétely szívetekben?38 Και ειπε προς αυτους? Δια τι εισθε τεταραγμενοι; και δια τι αναβαινουσιν εις τας καρδιας σας διαλογισμοι;
39 Nézzétek meg a kezemet és lábamat, hogy valóban én vagyok! Tapintsatok meg, és lássátok, mert a szellemnek nincs húsa és csontja, de amint látjátok, nekem van.«39 ιδετε τας χειρας μου και τους ποδας μου, οτι αυτος εγω ειμαι? ψηλαφησατε με και ιδετε, διοτι πνευμα σαρκα και οστεα δεν εχει, καθως εμε θεωρειτε εχοντα.
40 Ezt mondta, azután megmutatta nekik a kezét és a lábát.40 Και τουτο ειπων, εδειξεν εις αυτους τας χειρας και τους ποδας.
41 Mivel örömükben még mindig nem hittek, és csak csodálkoztak, azt mondta nekik: »Van itt valami ennivalótok?«41 Ενω δε αυτοι ηπιστουν ετι απο της χαρας και εθαυμαζον, ειπε προς αυτους? Εχετε τι φαγωσιμον ενταυθα;
42 Erre adtak neki egy darab sült halat.42 Οι δε εδωκαν εις αυτον μερος οπτου ιχθυος και απο κηρηθραν μελιτος.
43 Elvette, és a szemük láttára evett belőle.43 Και λαβων ενωπιον αυτων εφαγεν.
44 Azután így szólt hozzájuk: »Ezek azok az igék, amelyeket elmondtam nektek, amikor még veletek voltam, hogy be kell teljesedni mindannak, ami meg van írva rólam Mózes törvényében, a prófétákban és a zsoltárokban.«44 Ειπε δε προς αυτους? Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησα προς υμας οτε ημην ετι μεθ' υμων, οτι πρεπει να πληρωθωσι παντα τα γεγραμμενα εν τω νομω του Μωυσεως και προφηταις και ψαλμοις περι εμου.
45 Akkor megnyitotta értelmüket, hogy megértsék az Írásokat.45 Τοτε διηνοιξεν αυτων τον νουν, δια να καταλαβωσι τας γραφας?
46 Azt mondta nekik: »Úgy van megírva, hogy a Krisztusnak szenvednie kell, és harmadnapon feltámadni a halálból.46 και ειπε προς αυτους οτι ουτως ειναι γεγραμμενον και ουτως επρεπε να παθη ο Χριστος και να αναστηθη εκ νεκρων τη τριτη ημερα,
47 A nevében megtérést kell hirdetni a bűnök bocsánatára Jeruzsálemtől kezdve minden népnek.47 και να κηρυχθη εν τω ονοματι αυτου μετανοια και αφεσις αμαρτιων εις παντα τα εθνη, γινομενης αρχης απο Ιερουσαλημ.
48 Ti tanúi vagytok ezeknek.48 Σεις δε εισθε μαρτυρες τουτων.
49 Én majd elküldöm nektek azt, amit Atyám ígért. Ti csak maradjatok a városban, amíg el nem tölt az erő benneteket a magasságból.«49 Και ιδου, εγω αποστελλω την επαγγελιαν του Πατρος μου εφ' υμας? σεις δε καθησατε εν τη πολει Ιερουσαλημ εωσου ενδυθητε δυναμιν εξ υψους.
50 Ezután kivezette őket Betánia közelébe, felemelte a kezét, és megáldotta őket.50 Και εφερεν αυτους εξω εως εις Βηθανιαν, και υψωσας τας χειρας αυτου ευλογησεν αυτους.
51 Áldás közben eltávozott tőlük, és fölvitetett a mennybe.51 Και ενω ευλογει αυτους, απεχωρισθη απ' αυτων και ανεφερετο εις τον ουρανον.
52 Leborulva imádták, azután nagy örömmel visszatértek Jeruzsálembe.52 Και αυτοι προσκυνησαντες αυτον, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ μετα χαρας μεγαλης,
53 Szüntelen ott voltak a templomban, és áldották Istent.53 και ησαν διαπαντος εν τω ιερω, αινουντες και ευλογουντες τον Θεον. Αμην.