Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 21


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Az Úr azután meglátogatta Sárát, amint megígérte, és teljesítette Sárának, amit mondott.1 Και επεσκεφθη ο Κυριος την Σαρραν, ως ειπε? και εκαμεν ο Κυριος εις την Σαρραν, ως ελαλησε.
2 Fogant ugyanis és fiút szült Ábrahámnak vénségében, abban az időben, amelyet Isten előre megmondott neki.2 Και συνελαβεν η Σαρρα, και εγεννησεν εις τον Αβρααμ υιον εν τω γηρατι αυτου? κατα τον καιρον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.
3 Erre Ábrahám elnevezte fiát, akit Sára szült neki, Izsáknak,3 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του υιου αυτου, του γεννηθεντος εις αυτον, τον οποιον η Σαρρα εγεννησεν εις αυτον, Ισαακ.
4 s körülmetélte a nyolcadik napon, amint Isten megparancsolta neki.4 Περιετεμε δε ο Αβρααμ τον υιον αυτου Ισαακ την ογδοην ημεραν, ως προσεταξεν εις αυτον ο Θεος.
5 Ábrahám százesztendős volt, amikor megszületett a fia, Izsák.5 Ητο δε ο Αβρααμ εκατον ετων, οτε εγεννηθη εις αυτον Ισαακ ο υιος αυτου.
6 Sára pedig azt mondta: »Isten nevetést szerzett nekem, s aki csak meghallja, együtt nevet velem!«6 Και ειπεν η Σαρρα, Ο Θεος με εκαμε να γελω? οστις ακουση, θελει γελα μετ' εμου.
7 Azután azt mondta: »Ki mondta volna Ábrahámnak, hogy Sára még fiút fog szoptatni, hisz vénségében szültem neki!«7 Και ειπε, Τις ηθελεν ειπει προς τον Αβρααμ, οτι ηθελε θηλασει τεκνα η Σαρρα; επειδη εγεννησα υιον εν τω γηρατι αυτου.
8 Amikor aztán megnőtt a gyermek, elválasztották, és elválasztása napján Ábrahám nagy lakomát rendezett.8 Το δε παιδιον ηυξησε και απεγαλακτισθη? και εκαμεν ο Αβρααμ μεγα συμποσιον, καθ' ην ημεραν απεγαλακτισθη ο Ισαακ.
9 Amikor azonban Sára látta, hogy az egyiptomi Hágár fia ingerkedik Izsákkal, az ő fiával, azt mondta Ábrahámnak:9 Και ειδεν η Σαρρα τον υιον της Αγαρ της Αιγυπτιας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ, περιγελωντα τον Ισαακ.
10 »Dobd ki ezt a szolgálót és a fiát, mert nem fog örökölni ennek a szolgálónak a fia az én fiammal, Izsákkal!«10 Και ειπε προς τον Αβρααμ, Διωξον την δουλην ταυτην και τον υιον αυτης? διοτι δεν θελει κληρονομησει ο υιος της δουλης ταυτης μετα του υιου μου, του Ισαακ.
11 Nehezére esett ez a dolog Ábrahámnak a fia miatt.11 Εφανη δε σκληρον σφοδρα το πραγμα εις τους οφθαλμους του Αβρααμ περι του υιου αυτου.
12 De Isten azt mondta neki: »Ne essen nehezedre gyermeked és szolgálód dolga: mindabban, amit Sára mond neked, hallgass a szavára, mert Izsák utódait fogják utódodnak nevezni.12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, Ας μη φανη σκληρον εις τους οφθαλμους σου περι του παιδιου και περι της δουλης σου? κατα παντα οσα ειπη προς σε η Σαρρα, ακουε τους λογους αυτης? διοτι εν τω Ισαακ θελει κληθη εις σε σπερμα?
13 Azért a szolgáló fiát is nagy nemzetté teszem, hiszen a te magzatod!«13 και τον υιον δε της δουλης εις εθνος θελω καταστησει αυτον? διοτι ειναι σπερμα σου.
14 Kora reggel felkelt tehát Ábrahám, fogott egy kenyeret és egy tömlő vizet, rátette Hágár vállára, odaadta a gyermeket, és elbocsátotta. Az elment, és összevissza bolyongott Beerseba pusztájában.14 Σηκωθεις δε ο Αβρααμ ενωρις το πρωι, ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν εις την Αγαρ, επιθεσας αυτα επι τον ωμον αυτης, και το παιδιον, και απεπεμψεν αυτην. Η δε αναχωρησασα περιεπλανατο εν τη ερημω Βηρ-σαβεε.
15 Amikor aztán elfogyott a víz a tömlőből, odatette a gyermeket az egyik ott lévő fa alá.15 Και αφου ετελειωσε το υδωρ απο του ασκου, ερριψε το παιδιον υποκατω ενος θαμνου?
16 Aztán elment, és vele szemben leült egy nyíllövésnyi távolságban. Azt mondta ugyanis: »Ne lássam meghalni a gyermeket!« Leült tehát átellenben, és hangos sírásra fakadt.16 και ελθουσα εκαθισεν απεναντι, μακραν εως τοξου βολης? διοτι ειπε, να μη ιδω τον θανατον του παιδιου. Και εκαθισεν απεναντι και υψωσε την φωνην αυτης και εκλαυσεν.
17 Isten azonban meghallotta a gyermek hangját, és Isten angyala szólította Hágárt a mennyből: »Mi van veled, Hágár? Ne félj, mert meghallotta Isten a gyermek hangját arról a helyről, ahol van.17 Εισηκουσε δε ο Θεος την φωνην του παιδιου? και εφωνησεν αγγελος Θεου προς την Αγαρ εκ του ουρανου, και ειπε προς αυτην, Τι εχεις, Αγαρ; μη φοβου? διοτι ηκουσεν ο Θεος την φωνην του παιδιου εκ του τοπου ενθα κειται?
18 Kelj fel, vedd fel a gyermeket, fogd őt erősen a kezeddel, mert nagy nemzetté teszem őt!«18 σηκωθητι, λαβε το παιδιον, και κρατει αυτο με την χειρα σου? διοτι θελω καταστησει αυτο εις εθνος μεγα.
19 Isten azután megnyitotta az asszony szemét, mire az meglátott egy kutat. Odament, megtöltötte a tömlőt, és inni adott a gyermeknek.19 Και ηνοιξεν ο Θεος τους οφθαλμους αυτης, και ιδουσα φρεαρ υδατος υπηγε και εγεμισε τον ασκον υδωρ και εποτισε το παιδιον.
20 Isten ettől kezdve vele volt, s az felnövekedett, a pusztában maradt, és íjász lett belőle.20 Και ητο ο Θεος μετα του παιδιου, και ηυξησε, και κατωκησεν εν τη ερημω και εγεινε τοξοτης.
21 Párán pusztájában telepedett le, anyja pedig feleséget szerzett neki Egyiptom földjéről.21 Και κατωκησεν εν τη ερημω Φαραν? και η μητηρ αυτου ελαβεν εις αυτον γυναικα εκ γης Αιγυπτου.
22 Ebben az időben történt, hogy Abimelek és Píkol, a hadvezére azt mondta Ábrahámnak: »Veled van Isten mindenben, amit teszel.22 Κατ' εκεινον δε τον καιρον ο Αβιμελεχ, μετα του Φιχολ αρχιστρατηγου της δυναμεως αυτου, ειπε προς τον Αβρααμ, λεγων, Ο Θεος ειναι μετα σου εις παντα οσα πραττεις?
23 Esküdj meg hát nekem Istenre, hogy nem ártasz sem nekem, sem az utódaimnak, sem a nemzetségemnek, hanem amilyen jó szívvel voltam én hozzád, te is olyannal leszel énhozzám, s ehhez az országhoz, amelyben jövevényként tartózkodtál.«23 τωρα λοιπον ομοσον προς εμε εδω εις τον Θεον, οτι δεν θελεις ψευσθη προς εμε, ουτε προς τον υιον μου, ουτε προς τους εγγονους μου? αλλα κατα το ελεος, το οποιον εκαμα εις σε, θελεις καμει εις εμε, και εις την γην οπου παρωκησας.
24 Azt mondta erre Ábrahám: »Megesküszöm!«24 Και ειπεν ο Αβρααμ, Εγω θελω ομοσει.
25 Ábrahám azonban szemrehányást tett Abimeleknek amiatt a kút miatt, amelyet Abimelek szolgái erőszakosan elvettek tőle.25 Και ελεγξεν ο Αβρααμ τον Αβιμελεχ δια το φρεαρ του υδατος, το οποιον αφηρπασαν οι δουλοι του Αβιμελεχ.
26 De Abimelek azt felelte: »Nem tudom, ki tette ezt. Te nem jelentetted nekem, én pedig nem hallottam róla, csak ma.«26 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Δεν εξευρω τις επραξε το πραγμα τουτο? και ουτε συ με εφανερωσας και ουτε εγω ηκουσα, ειμη σημερον.
27 Erre Ábrahám juhokat és marhákat vett, odaadta azokat Abimeleknek, és szövetséget kötöttek egymással.27 Και λαβων ο Αβρααμ προβατα και βοας, εδωκεν εις τον Αβιμελεχ? και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην.
28 Hét bárányt azonban külön állított Ábrahám a nyájból.28 Και εβαλεν ο Αβρααμ κατα μερος επτα θηλυκα αρνια του ποιμνιου.
29 Abimelek megkérdezte tőle: »Mire való az a hét bárány, amelyet külön állítottál?«29 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειναι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια, τα οποια εβαλες κατα μερος;
30 Erre ő azt felelte: »Fogadd el kezemből ezt a hét bárányt: szolgáljanak tanúul nekem, hogy én ástam e kutat.«30 Ο δε ειπεν, Οτι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια θελεις λαβει εκ της χειρος μου, δια να ηναι εις εμε εις μαρτυριον οτι εγω εσκαψα το φρεαρ τουτο.
31 Azért nevezték el azt a helyet Beersebának, mert ott esküdtek meg ők ketten.31 δια τουτο ωνομασε τον τοπον εκεινον, Βηρ-σαβεε? διοτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι.
32 Szövetséget kötöttek tehát Beersebában.32 Και εκαμον συνθηκην εν Βηρ-σαβεε. Εσηκωθη δε ο Αβιμελεχ και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου, και επεστρεψαν εις την γην των Φιλισταιων.
33 Aztán felkelt Abimelek és Píkol, a hadvezére, és visszatértek a filiszteusok földjére. Ábrahám pedig ligetet ültetett Beersebában, és ott segítségül hívta az Úr, az Örökkévaló Isten nevét.33 Και εφυτευσεν ο Αβρααμ δρυμον εν Βηρ-σαβεε? και επεκαλεσθη εκει το ονομα του Κυριου, του αιωνιου Θεου.
34 Még sok napon át lakott a filiszteusok földjén.34 Παρωκησε δε ο Αβρααμ εν τη γη των Φιλισταιων ημερας πολλας.