Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 9


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Saulo frattanto, sempre fremente minaccia e strage contro i discepoli del Signore, si presentò al sommo sacerdote1 Ο δε Σαυλος, πνεων ετι απειλην και φονον κατα των μαθητων του Κυριου, ηλθε προς τον αρχιερεα
2 e gli chiese lettere per le sinagoghe di Damasco al fine di essere autorizzato a condurre in catene a Gerusalemme uomini e donne, seguaci della dottrina di Cristo, che avesse trovati.2 και εζητησε παρ' αυτου επιστολας εις Δαμασκον προς τας συναγωγας, οπως εαν ευρη τινας εκ της οδου ταυτης, ανδρας τε και γυναικας, φερη δεδεμενους εις Ιερουσαλημ.
3 E avvenne che, mentre era in viaggio e stava per avvicinarsi a Damasco, all'improvviso lo avvolse una luce dal cielo3 Ενω δε πορευομενος επλησιαζεν εις την Δαμασκον, εξαιφνης ηστραψε περι αυτον φως απο του ουρανου,
4 e cadendo a terra udì una voce che gli diceva: "Saulo, Saulo, perché mi perseguiti?".4 και πεσων επι την γην, ηκουσε φωνην λεγουσαν προς αυτον? Σαουλ, Σαουλ, τι με διωκεις;
5 Rispose: "Chi sei, o Signore?". E la voce: "Io sono Gesù, che tu perseguiti!5 Και ειπε? Τις εισαι, Κυριε; Και ο Κυριος ειπεν? Εγω ειμαι ο Ιησους, τον οποιον συ διωκεις? σκληρον σοι ειναι να λακτιζης προς κεντρα.
6 Orsù, alzati ed entra nella città e ti sarà detto ciò che devi fare".6 Ο δε τρεμων και εκθαμβος γενομενος, ειπε? Κυριε, τι θελεις να καμω; Και ο Κυριος ειπε προς αυτον? Σηκωθητι και εισελθε εις την πολιν, και θελει σοι λαληθη τι πρεπει να καμης.
7 Gli uomini che facevano il cammino con lui si erano fermati ammutoliti, sentendo la voce ma non vedendo nessuno.7 Οι δε ανδρες οι συνοδευοντες αυτον ισταντο αφωνοι, ακουοντες μεν την φωνην, μηδενα ομως βλεποντες.
8 Saulo si alzò da terra ma, aperti gli occhi, non vedeva nulla. Così, guidandolo per mano, lo condussero a Damasco,8 Εσηκωθη δε ο Σαυλος απο της γης, και εχων ανεωγμενους τους οφθαλμους αυτου δεν εβλεπεν ουδενα? και χειραγωγουντες αυτον εισηγαγον εις Δαμασκον.
9 dove rimase tre giorni senza vedere e senza prendere né cibo né bevanda.
9 Και ητο τρεις ημερας χωρις να βλεπη, και δεν εφαγεν ουδε επιεν.
10 Ora c'era a Damasco un discepolo di nome Ananìa e il Signore in una visione gli disse: "Ananìa!". Rispose: "Eccomi, Signore!".10 Ητο δε τις μαθητης εν Δαμασκω Ανανιας ονομαζομενος, και ειπε προς αυτον ο Κυριος δι' οραματος? Ανανια? Ο δε ειπεν? Ιδου εγω, Κυριε.
11 E il Signore a lui: "Su, va' sulla strada chiamata Diritta, e cerca nella casa di Giuda un tale che ha nome Saulo, di Tarso; ecco sta pregando,11 Και ο Κυριος ειπε προς αυτον? Σηκωθεις υπαγε εις την οδον την ονομαζομενην Ευθειαν και ζητησον εν τη οικια του Ιουδα τινα Σαυλον ονομαζομενον Ταρσεα? διοτι ιδου, προσευχεται,
12 e ha visto in visione un uomo, di nome Ananìa, venire e imporgli le mani perché ricuperi la vista".12 και ειδε δι' οραματος ανθρωπον Ανανιαν ονομαζομενον οτι εισηλθε και εθεσεν επ' αυτον την χειρα, δια να αναβλεψη.
13 Rispose Ananìa: "Signore, riguardo a quest'uomo ho udito da molti tutto il male che ha fatto ai tuoi fedeli in Gerusalemme.13 Απεκριθη δε ο Ανανιας? Κυριε, ηκουσα απο πολλων περι του ανδρος τουτου, οσα κακα επραξεν εις τους αγιους σου εν Ιερουσαλημ?
14 Inoltre ha l'autorizzazione dai sommi sacerdoti di arrestare tutti quelli che invocano il tuo nome".14 και εδω εχει εξουσιαν παρα των αρχιερεων να δεση παντας τους επικαλουμενους το ονομα σου.
15 Ma il Signore disse: "Va', perché egli è per me uno strumento eletto per portare il mio nome dinanzi ai popoli, ai re e ai figli di Israele;15 Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος? Υπαγε, διοτι ουτος ειναι σκευος εκλογης εις εμε, δια να βασταση το ονομα μου ενωπιον εθνων και βασιλεων και των υιων Ισραηλ?
16 e io gli mostrerò quanto dovrà soffrire per il mio nome".16 επειδη εγω θελω δειξει εις αυτον οσα πρεπει να παθη υπερ του ονοματος μου.
17 Allora Ananìa andò, entrò nella casa, gli impose le mani e disse: "Saulo, fratello mio, mi ha mandato a te il Signore Gesù, che ti è apparso sulla via per la quale venivi, perché tu riacquisti la vista e sia colmo di Spirito Santo".17 Υπηγε δε ο Ανανιας και εισηλθεν εις την οικιαν, και επιθεσας επ' αυτον τας χειρας ειπε? Σαουλ αδελφε, ο Κυριος με απεστειλεν, ο Ιησους οστις εφανη εις σε εν τη οδω καθ' ην ηρχου, δια να αναβλεψης και να πλησθης Πνευματος Αγιου.
18 E improvvisamente gli caddero dagli occhi come delle squame e ricuperò la vista; fu subito battezzato,18 Και ευθυς επεσον απο των οφθαλμων αυτου ως λεπη, και ανεβλεψεν ευθυς, και σηκωθεις εβαπτισθη.
19 poi prese cibo e le forze gli ritornarono.

Rimase alcuni giorni insieme ai discepoli che erano a Damasco,
19 Και λαβων τροφην εδυναμωθη. Διετριψε δε ο Σαυλος ημερας τινας μετα των εν Δαμασκω μαθητων,
20 e subito nelle sinagoghe proclamava Gesù Figlio di Dio.20 και ευθυς εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις τον Χριστον οτι ουτος ειναι ο Υιος του Θεου.
21 E tutti quelli che lo ascoltavano si meravigliavano e dicevano: "Ma costui non è quel tale che a Gerusalemme infieriva contro quelli che invocano questo nome ed era venuto qua precisamente per condurli in catene dai sommi sacerdoti?".21 Εξεπληττοντο δε παντες οι ακουοντες και ελεγον? Δεν ειναι ουτος, οστις εξωλοθρευσεν εν Ιερουσαλημ τους επικαλουμενους το ονομα τουτο και εδω δια τουτο ειχεν ελθει δια να φερη αυτους δεδεμενους προς τους αρχιερεις;
22 Saulo frattanto si rinfrancava sempre più e confondeva i Giudei residenti a Damasco, dimostrando che Gesù è il Cristo.22 Ο δε Σαυλος μαλλον ενεδυναμουτο και συνεχεε τους Ιουδαιους τους κατοικουντας εν Δαμασκω, αποδεικνυων οτι ουτος ειναι ο Χριστος.
23 Trascorsero così parecchi giorni e i Giudei fecero un complotto per ucciderlo;23 Και αφου παρηλθον ημεραι ικαναι, συνεβουλευθησαν οι Ιουδαιοι να θανατωσωσιν αυτον?
24 ma i loro piani vennero a conoscenza di Saulo. Essi facevano la guardia anche alle porte della città di giorno e di notte per sopprimerlo;24 εγνωστοποιηθη δε εις τον Σαυλον η επιβουλη αυτων. Και παρεφυλαττον τας πυλας ημεραν και νυκτα, δια να θανατωσωσιν αυτον?
25 ma i suoi discepoli di notte lo presero e lo fecero discendere dalle mura, calandolo in una cesta.

25 λαβοντες δε αυτον οι μαθηται, δια νυκτος κατεβιβασαν δια του τειχους κρεμασαντες εντος σπυριδος.
26 Venuto a Gerusalemme, cercava di unirsi con i discepoli, ma tutti avevano paura di lui, non credendo ancora che fosse un discepolo.26 Και ελθων ο Σαυλος εις Ιερουσαλημ επροσπαθει να προσκολληθη εις τους μαθητας? πλην παντες εφοβουντο αυτον, μη πιστευοντες οτι ειναι μαθητης.
27 Allora Bàrnaba lo prese con sé, lo presentò agli apostoli e raccontò loro come durante il viaggio aveva visto il Signore che gli aveva parlato, e come in Damasco aveva predicato con coraggio nel nome di Gesù.27 Ο Βαρναβας δε παραλαβων αυτον εφερε προς τους αποστολους, και διηγηθη προς αυτους πως ειδε τον Κυριον εν τη οδω και οτι ελαλησε προς αυτον, και πως εν Δαμασκω, εκηρυξε μετα παρρησιας εν τω ονοματι του Ιησου.
28 Così egli poté stare con loro e andava e veniva a Gerusalemme, parlando apertamente nel nome del Signore28 Και ητο μετ' αυτων εν Ιερουσαλημ εισερχομενος και εξερχομενος και μετα παρρησιας κηρυττων εν τω ονοματι του Κυριου Ιησου,
29 e parlava e discuteva con gli Ebrei di lingua greca; ma questi tentarono di ucciderlo.29 και ελαλει και εφιλονεικει μετα των Ελληνιστων? εκεινοι δε κατεγινοντο εις το να θανατωσωσιν αυτον.
30 Venutolo però a sapere i fratelli, lo condussero a Cesarèa e lo fecero partire per Tarso.

30 Μαθοντες δε οι αδελφοι, κατεβιβασαν αυτον εις Καισαρειαν και εξαπεστειλαν αυτον εις Ταρσον.
31 La Chiesa era dunque in pace per tutta la Giudea, la Galilea e la Samarìa; essa cresceva e camminava nel timore del Signore, colma del conforto dello Spirito Santo.

31 Αι μεν λοιπον εκκλησιαι καθ' ολην την Ιουδαιαν και Γαλιλαιαν και Σαμαρειαν ειχον ειρηνην, οικοδομουμεναι και περιπατουσαι εν τω φοβω του Κυριου, και δια της παρηγοριας του Αγιου Πνευματος επληθυνοντο.
32 E avvenne che mentre Pietro andava a far visita a tutti, si recò anche dai fedeli che dimoravano a Lidda.32 Ο δε Πετρος, διερχομενος δια παντων, κατεβη και προς τους αγιους τους κατοικουντας την Λυδδαν.
33 Qui trovò un uomo di nome Enea, che da otto anni giaceva su un lettuccio ed era paralitico.33 Και ευρεν ανθρωπον τινα Αινεαν το ονομα, οστις ητο παραλυτικος, απο ετων οκτω κατακειμενος επι κραββατου.
34 Pietro gli disse: "Enea, Gesù Cristo ti guarisce; alzati e rifatti il letto". E subito si alzò.34 Και ειπε προς αυτον ο Πετρος? Αινεα, σε ιατρευει Ιησους ο Χριστος? σηκωθητι και στρωσον την κλινην σου. Και ευθυς εσηκωθη.
35 Lo videro tutti gli abitanti di Lidda e del Saròn e si convertirono al Signore.

35 Και ειδον αυτον παντες οι κατοικουντες την Λυδδαν και τον Σαρωνα, οιτινες επεστρεψαν εις τον Κυριον.
36 A Giaffa c'era una discepola chiamata Tabità, nome che significa "Gazzella", la quale abbondava in opere buone e faceva molte elemosine.36 Και εν Ιοππη ητο τις μαθητρια ονοματι Ταβιθα, ητις διερμηνευομενη λεγεται Δορκας? αυτη ητο πληρης αγαθων εργων και ελεημοσυνων, τας οποιας εκαμνε?
37 Proprio in quei giorni si ammalò e morì. La lavarono e la deposero in una stanza al piano superiore.37 κατ' εκεινας δε τας ημερας συνεβη ασθενησασα να αποθανη? και λουσαντες αυτην εθεσαν εις ανωγεον.
38 E poiché Lidda era vicina a Giaffa i discepoli, udito che Pietro si trovava là, mandarono due uomini ad invitarlo: "Vieni subito da noi!".38 Και επειδη η Λυδδα ητο πλησιον της Ιοππης, ακουσαντες οι μαθηται οτι ο Πετρος ειναι εν αυτη, απεστειλαν προς αυτον δυο ανδρας, παρακαλουντες να μη βραδυνη να περαση εως εις αυτους.
39 E Pietro subito andò con loro. Appena arrivato lo condussero al piano superiore e gli si fecero incontro tutte le vedove in pianto che gli mostravano le tuniche e i mantelli che Gazzella confezionava quando era fra loro.39 Και σηκωθεις ο Πετρος, υπηγε μετ' αυτων? τον οποιον ελθοντα ανεβιβασαν εις το ανωγεον, και παρεσταθησαν ενωπιον αυτου πασαι αι χηραι, κλαιουσαι και δεικνυουσαι χιτωνας και ιματια, οσα η Δορκας ειργαζετο οτε ητο μετ' αυτων.
40 Pietro fece uscire tutti e si inginocchiò a pregare; poi rivolto alla salma disse: "Tabità, alzati!". Ed essa aprì gli occhi, vide Pietro e si mise a sedere.40 Ο δε Πετρος, εκβαλων εξω παντας, εγονατισε και προσηυχηθη και στραφεις προς το σωμα, ειπε? Ταβιθα, αναστηθι. Η δε ηνοιξε τους οφθαλμους αυτης και ιδουσα τον Πετρον ανεκαθησεν.
41 Egli le diede la mano e la fece alzare, poi chiamò i credenti e le vedove, e la presentò loro viva.
41 Ο δε εδωκε χειρα εις αυτην και εσηκωσεν αυτην, και φωναξας τους αγιους και τας χηρας παρεστησεν αυτην ζωσαν.
42 La cosa si riseppe in tutta Giaffa, e molti credettero nel Signore.42 Εγεινε δε τουτο γνωστον καθ' ολην την Ιοππην, και πολλοι επιστευσαν εις τον Κυριον.
43 Pietro rimase a Giaffa parecchi giorni, presso un certo Simone conciatore.43 Και ο Πετρος εμεινεν ικανας ημερας εν Ιοππη παρα τινι Σιμωνι βυρσοδεψη.