Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre de Job 3


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Alors Job ouvrit la bouche pour maudire le jour de sa naissance.1 Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.
2 Et voici ce que dit Job:2 Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν?
3 Que périsse le jour où je suis né, la nuit qui dit la nouvelle: “Conception d’un garçon!”3 Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.
4 Que ce jour s’en aille aux ténèbres, que Yahvé là-haut l’ignore à jamais, et qu’aucune lumière pour lui ne se lève!4 Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος? ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.
5 Que le noir et les ténèbres s’en emparent, qu’un nuage s’installe sur lui, et que l’obscurité étouffe son jour!5 Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην? γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.
6 Que la ténèbre s’empare de cette nuit, qu’elle ne puisse s’ajouter aux autres de l’année, qu’elle n’entre pas en compte pour le mois!6 Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος? να μη συναφθη με τας ημερας του ετους? να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.
7 Que cette nuit soit stérile à jamais, que les cris de joie n’y pénètrent pas!7 Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη? φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.
8 Que la maudissent ceux-là même qui fuient le jour, et qui s’affairent à réveiller le Léviathan!8 Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.
9 Que s’obscurcissent ses étoiles matinales, qu’elle attende l’aube sans qu’elle vienne, et ne voie plus jamais se lever son aurore!9 Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης? να προσμενη το φως, και να μη ερχηται? και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης?
10 Car elle n’a pas fermé pour moi les portes du ventre, afin de m’épargner, au sortir, la détresse.10 διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.
11 Pourquoi ne suis-je pas mort dans le sein, pourquoi ne suis-je pas né déjà mort?11 Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;
12 Pourquoi ai-je trouvé deux genoux pour m’accueillir, deux mamelles pour m’allaiter?12 Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;
13 Car maintenant je serais tranquille sur ma couche, je dormirais et j’aurais mon repos.13 Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει? ηθελον υπνωττει? τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,
14 Je serais avec les rois, et les grands de la terre, et ceux qui se construisent des tombes au désert,14 μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις?
15 avec les princes qui gardaient l’or et remplissaient d’argent leurs palais.15 η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου?
16 Pourquoi n’ai-je pas été l’avorton caché, comme ces tout-petits qui n’ont pas vu le jour?16 η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.
17 Fini, là-bas, le vacarme des méchants, là-bas se reposent les épuisés,17 Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι?
18 les prisonniers sont élargis et n’entendent plus le cri des surveillants.18 εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι? δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου?
19 Petits ou grands, là-bas c’est pareil, et l’esclave est délivré de son maître.19 εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας? και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.
20 Pourquoi donner la lumière à un malheureux, et la vie à ceux qui iront dans la peine?20 Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,
21 Ils aspirent à la mort, mais elle ne vient pas; ils soupirent après, plus qu’on ne fait pour un trésor.21 οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,
22 Ils sont heureux quand vient la fin, ils se réjouissent quand ils arrivent à la tombe.22 οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;
23 Pourquoi la vie, si l’homme ne voit plus un chemin, si Dieu lui a barré toutes les issues?23 Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;
24 Pour nourriture je n’ai que mes soupirs, et mes pleurs comme l’eau s’épanchent.24 Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.
25 Ce qui me faisait peur est là sur moi, ce que je redoutais est venu me surprendre.25 Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.
26 Je n’ai plus ni paix, ni relâche, les tourments sont venus, j’ai perdu le repos.26 Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν? οργη επηλθεν επ' εμε.