1 Propôs-lhes Jesus uma parábola para mostrar que é necessário orar sempre sem jamais deixar de fazê-lo. | 1 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι, |
2 Havia em certa cidade um juiz que não temia a Deus, nem respeitava pessoa alguma. | 2 λεγων? Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο. |
3 Na mesma cidade vivia também uma viúva que vinha com freqüência à sua presença para dizer-lhe: Faze-me justiça contra o meu adversário. | 3 Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα? Εκδικησον με απο του αντιδικου μου. |
4 Ele, porém, por muito tempo não o quis. Por fim, refletiu consigo: Eu não temo a Deus nem respeito os homens; | 4 Και μεχρι τινος δεν ηθελησε? μετα δε ταυτα ειπε καθ' εαυτον? Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι, |
5 todavia, porque esta viúva me importuna, far-lhe-ei justiça, senão ela não cessará de me molestar. | 5 τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη. |
6 Prosseguiu o Senhor: Ouvis o que diz este juiz injusto? | 6 Και ειπεν ο Κυριος? Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης? |
7 Por acaso não fará Deus justiça aos seus escolhidos, que estão clamando por ele dia e noite? Porventura tardará em socorrê-los? | 7 ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι' αυτους; |
8 Digo-vos que em breve lhes fará justiça. Mas, quando vier o Filho do Homem, acaso achará fé sobre a terra? | 8 σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης; |
9 Jesus lhes disse ainda esta parábola a respeito de alguns que se vangloriavam como se fossem justos, e desprezavam os outros: | 9 Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην? |
10 Subiram dois homens ao templo para orar. Um era fariseu; o outro, publicano. | 10 Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης. |
11 O fariseu, em pé, orava no seu interior desta forma: Graças te dou, ó Deus, que não sou como os demais homens: ladrões, injustos e adúlteros; nem como o publicano que está ali. | 11 Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ' εαυτον ταυτα? Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης? |
12 Jejuo duas vezes na semana e pago o dízimo de todos os meus lucros. | 12 νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω. |
13 O publicano, porém, mantendo-se à distância, não ousava sequer levantar os olhos ao céu, mas batia no peito, dizendo: Ó Deus, tem piedade de mim, que sou pecador! | 13 Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ' ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων? Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω. |
14 Digo-vos: este voltou para casa justificado, e não o outro. Pois todo o que se exaltar será humilhado, e quem se humilhar será exaltado. | 14 Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος? διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη. |
15 Trouxeram-lhe também criancinhas, para que ele as tocasse. Vendo isto, os discípulos as repreendiam. | 15 Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα? ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους. |
16 Jesus, porém, chamou-as e disse: Deixai vir a mim as criancinhas e não as impeçais, porque o Reino de Deus é daqueles que se parecem com elas. | 16 Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου. |
17 Em verdade vos declaro: quem não receber o Reino de Deus como uma criancinha, nele não entrará. | 17 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην. |
18 Um homem de posição perguntou então a Jesus: Bom Mestre, que devo fazer para possuir a vida eterna? | 18 Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων? Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον; |
19 Jesus respondeu-lhe: Por que me chamas bom? Ninguém é bom senão só Deus. | 19 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος. |
20 Conheces os mandamentos: não cometerás adultério; não matarás; não furtarás; não dirás falso testemunho; honrarás pai e mãe. | 20 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου. |
21 Disse ele: Tudo isso tenho guardado desde a minha mocidade. | 21 Ο δε ειπε? Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου. |
22 A estas palavras, Jesus lhe falou: Ainda te falta uma coisa: vende tudo o que tens, dá-o aos pobres e terás um tesouro no céu; depois, vem e segue-me. | 22 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Ετι εν σοι λειπει? παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι. |
23 Ouvindo isto, ele se entristeceu, pois era muito rico. | 23 Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα. |
24 Vendo-o entristecer-se, disse Jesus: Como é difícil aos ricos entrar no Reino de Deus! | 24 Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε? Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα? |
25 É mais fácil passar o camelo pelo fundo duma agulha do que um rico entrar no Reino de Deus. | 25 διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου. |
26 Perguntaram os ouvintes: Quem então poderá salvar-se? | 26 Ειπον δε οι ακουσαντες? Και τις δυναται να σωθη; |
27 Respondeu Jesus: O que é impossível aos homens é possível a Deus. | 27 Ο δε ειπε? Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω. |
28 Pedro então disse: Vê, nós abandonamos tudo e te seguimos. | 28 Ειπε δε ο Πετρος? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν. |
29 Jesus respondeu: Em verdade vos declaro: ninguém há que tenha abandonado, por amor do Reino de Deus, sua casa, sua mulher, seus irmãos, seus pais ou seus filhos, | 29 Ο δε ειπε προς αυτους? Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου, |
30 que não receba muito mais neste mundo e no mundo vindouro a vida eterna. | 30 οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον. |
31 Em seguida, Jesus tomou à parte os Doze e disse-lhes: Eis que subimos a Jerusalém. Tudo o que foi escrito pelos profetas a respeito do Filho do Homem será cumprido. | 31 Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους? Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου. |
32 Ele será entregue aos pagãos. Hão de escarnecer dele, ultrajá-lo, desprezá-lo; | 32 Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη, |
33 bater-lhe-ão com varas e o farão morrer; e ao terceiro dia ressurgirá. | 33 και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη. |
34 Mas eles nada disto compreendiam, e estas palavras eram-lhes um enigma cujo sentido não podiam entender. | 34 Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ' αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα. |
35 Ao aproximar-se Jesus de Jericó, estava um cego sentado à beira do caminho, pedindo esmolas. | 35 Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων? |
36 Ouvindo o ruído da multidão que passava, perguntou o que havia. | 36 ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο. |
37 Responderam-lhe: É Jesus de Nazaré, que passa. | 37 Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει. |
38 Ele então exclamou: Jesus, filho de Davi, tem piedade de mim! | 38 Και εφωναξε λεγων? Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με. |
39 Os que vinham na frente repreendiam-no rudemente para que se calasse. Mas ele gritava ainda mais forte: Filho de Davi, tem piedade de mim! | 39 Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση? αλλ' αυτος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με. |
40 Jesus parou e mandou que lho trouxessem. Chegando ele perto, perguntou-lhe: | 40 Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον |
41 Que queres que te faça? Respondeu ele: Senhor, que eu veja. | 41 λεγων? Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε? Κυριε, να αναβλεψω. |
42 Jesus lhe disse: Vê! Tua fé te salvou. | 42 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αναβλεψον? η πιστις σου σε εσωσε. |
43 E imediatamente ficou vendo e seguia a Jesus, glorificando a Deus. Presenciando isto, todo o povo deu glória a Deus. | 43 Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον? και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον. |